Ηταν πιο γρήγορη. Η Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση φάνηκε σαν να πήρε μια πρωτοβουλία μεγαλύτερη από το μέγεθός της, διεκδικώντας θέση επισπεύδουσας στην προεδρική εκλογή. Πρότεινε τον Χρήστο Ράμμο για την Προεδρία της Δημοκρατίας – πρόσωπο που, από τη θέση του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, έχει ταυτιστεί με την προσπάθεια διαλεύκανσης του σκανδάλου των υποκλοπών. Εχει δηλαδή ταυτιστεί με τον σκοπό που προσωπικά –πολύ προσωπικά– έχει επωμιστεί και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται έτσι να έχει πιο αργά αντανακλαστικά από το μικρό κόμμα – διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι έλεγαν τον τελευταίο καιρό στο παρασκήνιο ότι ο Ανδρουλάκης ήταν εκείνος που θα μπορούσε να σπεύσει: να κάνει μια πρόταση για την Προεδρία που ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να αρνηθεί χωρίς να εμφανιστεί ανακόλουθος. Ο Ανδρουλάκης όμως ακόμη το ζυγίζει, δίνοντας χρόνο σε περιφερειακά ανθυποστελέχη του να σπεκουλάρουν στα κανάλια με την ονοματολογία για την Προεδρία. Δημιουργείται έτσι η Βαβέλ που, ρητορικά, όλοι ξορκίζουν: Η Προεδρία μετατρέπεται σε τραπέζι μικροπολιτικού τζόγου, υποσκάπτοντας όχι μόνο το πρόσωπο που ακόμη υπηρετεί, αλλά και τον ίδιο τον θεσμό. Μέχρι και ο πρωθυπουργός, που είχε προτείνει το 2020 τη νυν Πρόεδρο, λέει δημόσια ότι «δεν έχει ακόμη αποφασίσει» αν και με ποιον/ποια θα την αντικαταστήσει.
Η επικείμενη προεδρική εκλογή θα είναι η πρώτη που θα γίνει με τη σχετική διάταξη του Συντάγματος αναθεωρημένη. Η δαμόκλειος σπάθη της αναγκαστικής προσφυγής στην κάλπη –σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου– έχει ξεκρεμαστεί από τον θόλο της Βουλής. Είναι γι’ αυτό τον λόγο η εκλογή αυτή και ένα τεστ ωριμότητας του κομματικού συστήματος. Είναι μια δοκιμασία να δείξει αν μπορεί να συμφωνεί σε ένα θεσμό που το υπερβαίνει, όχι επειδή υπάρχει εκλογικός καταναγκασμός, αλλά επειδή μπορεί να υπηρετήσει χειραφετημένο από σκοπιμότητες μια νόρμα του πολιτεύματος.
Είναι πολυτέλεια η συναίνεση για τον Πρόεδρο;
Ακούγεται σαν ρομαντικό ευχολόγιο, αλλά δεν είναι: Τα κόμματα είχαν κατορθώσει, και με το προϊσχύον Σύνταγμα, να καθιερώσουν ένα έθιμο συναινετικής εκλογής Προέδρου – δυνάμει του οποίου η πλειοψηφία επέλεγε πρόσωπο που δεν προερχόταν από τις τάξεις της, εκμαιεύοντας έτσι τη στήριξη της μείζονος αντιπολίτευσης.
Μας είναι άραγε «χρήσιμο» αυτό το έθιμο; Στην εποχή του κοινοβουλευτικού κατακερματισμού, δεν έχουμε ανάγκη από ένα –έστω και συμβολικό– κέντρο βάρους του πολιτικού συστήματος, που θα έχει τα εχέγγυα εθνικής επιλογής; Εχουμε τώρα την πολυτέλεια να εγκαταλείψουμε τον άγραφο κανόνα, επειδή ο ένας φαντάζεται τον Πρόεδρο σαν ύπατο ακτιβιστή, ο άλλος σαν μοχλό εσωκομματικής συσπείρωσης, ο τρίτος σαν εργαλείο τακτικής υπεκφυγής;
Για εκεί πάμε: για μια επιστροφή 34 χρόνια πίσω. Για Πρόεδρο μειωμένης αποδοχής.

