Το μετρό αλλάζει τον χρόνο και τον χώρο μιας πόλης. Οι γειτονιές έρχονται πιο κοντά. Τα κοντινά προάστια δεν είναι πια προάστια. Συσπειρώνονται στον πυρήνα. Διανοίγεται υπογείως ένας νέος δημόσιος χώρος όπου οι άνθρωποι δεν μετακινούνται απλώς. Συναντιούνται, κάθονται δίπλα στα ίδια βαγόνια. Συγχρωτίζονται. Αλληλοαναγνωρίζονται.
Ποια μουσική έπρεπε τώρα να κυλάει στις υπόγειες φλέβες της μητρόπολης; Ποια φωνή βγαίνει σήμερα από τα σπλάχνα της; Είναι εκείνη η μπάσα φωνή που αγαπά την πόλη σαν άστοργη μάνα. Που ιστορεί μόνο τη νύχτα της και την αφώτιστη ενδοχώρα της. Που φαντάζεται πτώματα στον βυθό της θάλασσάς της. Τρυπώνει στους φωταγωγούς των πολυκατοικιών της και στα «κρύα σπίτια χωρίς ρεύμα που μπουσουλάνε μωρά». Που «γυρνάει σαν σβούρα» στον Περιφερειακό και στη λεωφόρο της Νίκης.
Εδώ και δέκα μέρες, οι νέες ρίμες του ΛΕΞ (κατά κόσμον, Αλέξης Λαναράς) κυκλοφορούν σε χιλιάδες αυτιά και χιλιάδες στόματα. Σαν να το είχε προσχεδιάσει ο ράπερ από τη Θεσσαλονίκη. Σαν να ήθελε να επιβάλει τη δική του σκοτεινή πόλη πάνω στη σκηνογραφία των εγκαινίων του μετρό.
Η Θεσσαλονίκη του ΛΕΞ δεν είναι τόπος να σταθείς. Είναι τόπος όπου ζεις σαν κυνηγημένος – γηγενής, αλλά με μια ανίατη αγωνία ανεστιότητας. Με μια ορμή να φύγεις, να «κάψεις τα λάστιχά» σου στην Εθνική. Να νιώθεις «μεγάλος μόνο τις μικρές ώρες», όταν στους δρόμους απομένουν μόνο οι άπτερες «νυχτερίδες» – οι «πακετάδες», τα «Ναβαρινόπαιδα», «τα παιδιά έξω από τα 24ωρα». Είναι τόπος με αθέατο βάθος, κάτω από τον οποίο χάσκουν ακόμη οι κατακόμβες. Και άπιαστο θόλο, όπου κρέμεται «το φεγγάρι πάνω από το Γεντί».
Ο ραψωδός αυτής της μαύρης χώρας εξομολογείται το τραύμα του: Ενας πατέρας που «δεν πήρε ευθύνη» και «την έκανε» και άφησε το παιδί στο «μητρικό του» – «ένα παιδί μ’ έναν γονιό από συνοικία μικρή», που «μεγάλωσε μονάχο του μέσα στις γειτονιές, όπου έπρεπε τα πάντα να προσέχει». Ενα παιδί φτωχό που ακόμη και τώρα, διάσημο πια, με τα λεφτά για να αποκτήσει τα ρούχα, τα αυτοκίνητα και τις «ζουμερές μπριζόλες» που πάντα ονειρευόταν, δεν μπορεί να αφεθεί στην καταναλωτική απόλαυση. Δεν μπορεί, γιατί είναι παιδί λαϊκό και τα λαϊκά παιδιά καταναλώνουν πάντα σημαδεμένα από την ένοχη επίγνωση ότι εκείνα έχουν, ενώ οι άλλοι όχι.
Πώς αυτός ο σαραντάρης λυρικός με τις αγχωμένες παρλάτες καταφέρνει να γεμίζει στάδια με φανατικούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες; Πώς συνυπάρχει στις ίδιες playlist με τους μπρούτους «τραπάδες», που υμνούν το χρήμα, τη χλιδή και τη σεξουαλική επιβολή; Πώς συγκινεί με τον παλιό του ήχο –μια βαλκανική αναβίωση του Eminem– και τις θρηνωδίες για την ορφάνια και την κοινωνική ασφυξία; Είναι αυτοί που τον ακούν εξίσου απόκληροι; Περιπλανώμενοι; Δυστυχισμένοι; Ή θαυμάζουν τη δική του κακουχία σαν ανδραγαθία; Βλέπουν την απόδρασή του από την ανέχεια και τον υπόκοσμο σαν μαγκιά;
Για να νιώθεις φτωχός, δεν χρειάζεται να πένεσαι πραγματικά – δεν χρειάζεται να κατατάσσεσαι στατιστικά κάτω από το όριο της φτώχειας. Αρκεί να αισθάνεσαι ότι είσαι «κάτω». Αρκεί να σε κατέχει ένα αίσθημα κοινωνικής –και γενεακής– υποβάθμισης: Οτι ζεις και θα ζεις δυσκολότερα από τους γονείς σου. Οτι δεν θα έχεις το σπίτι «σου». Οτι καμία δουλειά, όσο κι αν της αφιερωθείς, δεν πρόκειται ποτέ να σε αμείψει τόσο ώστε να καλύψεις την απόσταση που σε χωρίζει απ’ όσους γεννιούνται από πλούσιους αδένες (ο ΛΕΞ το λέει με ωμή, ανατομική κυριολεξία).
Το προλεταριακό μελό του ΛΕΞ απηχεί αγωνίες πολύ πιο «πλατιές» από τον κοινωνικό μικρόκοσμο που ο ίδιος αφηγείται. Φωτίζει ένα ηλικιακό μαζί και ταξικό σύνορο, που εξηγεί και την ασυνεννοησία μεταξύ εκείνων που κυβερνούν και αυτών που δεν ψηφίζουν. Μεταξύ εκείνων που εγκαινιάζουν το μετρό και αυτών που θα το χρησιμοποιούν, ακούγοντας ΛΕΞ από τα ακουστικά τους.
Οι εγκαινιαστές του μετρό δεν είχαν ποτέ το βίωμα του βιοποριστικού άγχους. Κατέβηκαν στις στοές για την τελετή και δεν θα ξανακατέβουν. Εγκαινιαστές και επιβάτες θα επιστρέψουν από αύριο στους κόσμους τους. Ακοινώνητοι. Ξένοι.

