Γυμνασιόπαιδο διάβασα το έργο του Ευάγγελου Αβέρωφ «Η τριλογία της γης» (Φωνή της γης, Γη της οδύνης, Γη Δελφύς). Με εντυπωσίασε ο τρόπος που συνδύαζε ο συγγραφέας τη μυθιστορηματική πλοκή με το ιστορικό γίγνεσθαι. Οι ήρωές του δεν κινούνταν μέσα σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο πολιτικά. Φυσικά ο Ευ. Αβέρωφ μέσα από τη δράση τους περνούσε τις θέσεις του για τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Αυτό ήταν επόμενο διότι εκτός από συγγραφέας ήταν και πολεμιστής στην πρώτη γραμμή των πολιτικών αγώνων. Τον ξανασυνάντησα στα βιβλιοπωλεία το 1974, με το έργο του «Φωτιά και τσεκούρι» που ήταν η εξιστόρηση του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου. Τότε αυτό το έργο έπεσε επάνω στην αριστερή ιδεολογική πλημμυρίδα της Μεταπολίτευσης και κινήθηκε κόντρα στο ρεύμα. Οι νέοι προτιμούσαν τους «Καπετάνιους» του Dominique Eude, ένα βιβλίο με αφελή, αριστερίστικη ερμηνεία του Εμφυλίου, με πολλά πραγματολογικά λάθη. Αλλά ήταν συντονισμένο με το κλίμα των ημερών της Μεταπολίτευσης.
Το βιβλίο «Φωτιά και τσεκούρι» θα το κρίνουμε με το μέτρο της εποχής του. Οταν το συνέγραφε ο Ευ. Αβέρωφ (1971-1973) δεν είχαν ανοίξει τα αρχεία των σοσιαλιστικών χωρών, οι καπετάνιοι και τα στελέχη του ΚΚΕ δεν είχαν αρχίσει να συγγράφουν τα απομνημονεύματά τους και γενικά ο συγγραφέας δεν είχε ούτε πλούσια βιβλιογραφία στη διάθεσή του, ούτε αρχειακές πηγές και ιστορικά τεκμήρια. Μέχρι τότε το πλέον σοβαρό έργο ήταν «Ο αντισυμμοριακός αγών» του υποστράτηγου Δημήτριου Ζαφειρόπουλου και τα έργα των στρατηγών Γιαντζή και Γρηγορόπουλου, που ήταν όμως αποσπασματικές περιγραφές των πολεμικών επιχειρήσεων, χωρίς αναφορές στα οικονομικά και τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής.
Τα περισσότερα από τα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου του «Φωτιά και τσεκούρι» ήταν εμπειρίες του συγγραφέα.
Το βιβλίο «Φωτιά και τσεκούρι» είναι πολύ πιο πλήρες, με περισσότερα πραγματολογικά στοιχεία, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν εμπειρίες του συγγραφέα. Η Ηπειρος ήταν μια πολύπαθη περιοχή και λόγω της γειτνίασης με την Αλβανία, μια περιοχή στην οποία διεξήχθησαν δύο καθοριστικής σημασίας μάχες: του Μετσόβου και της Κόνιτσας.
Να μην παραλείψω να αναφέρω τον ευσύνοπτο πρόλογο του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Α. Τασούλα στην επανέκδοση του βιβλίου από την «Καθημερινή».

