Πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της Ν.Δ. Κωστής Χατζηδάκης είπε ότι αν η χώρα μπει σε φάση πολιτικής αστάθειας, σε μια συγκυρία που τα στοιχεία της οικονομίας είναι θετικά, θα πρόκειται για «ναυάγιο στο λιμάνι». Η φράση περιγράφει εξαιρετικά την κατάσταση και σε σχέση με τη Ν.Δ., η οποία κινδυνεύει να μπει σε έναν κύκλο εσωστρέφειας, κάτι που με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα μοιάζει αρκετά παράδοξο.
Δημοσκοπικά η Ν.Δ. παραμένει σταθερά πρώτη, έστω και με μειωμένα ποσοστά. Η παράσταση νίκης είναι ακόμα συντριπτικά υπέρ της. Οι βασικοί της αντίπαλοι είτε είναι σε αποσύνθεση είτε δεν έχουν ακόμα αναπτύξει απειλητική δυναμική. Τα κόμματα στα δεξιά της συνιστούν απειλή αλλά έχουν και όρια, ενώ στρατηγικά θα έχουν ζητήματα να αντιμετωπίσουν.
Στο πεδίο της κυβερνητικής διαχείρισης, η ακρίβεια παραμένει σοβαρότατο πρόβλημα, υπονομευτικό για κάθε θετικό αφήγημα. Είναι μια μεγάλη πληγή, όπως για τις περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις. Υπάρχουν όμως και θετικές ειδήσεις. Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει υψηλός. Η ανεργία είναι στο χαμηλό 15ετίας. Ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κάθε τόσο, αυξήσεις θα δουν και οι μισθωτοί με τους συνταξιούχους, ενώ μειώνονται επιπλέον φόροι και εισφορές. Το μετρό Θεσσαλονίκης σε λίγες μέρες θα είναι πραγματικότητα. Ο τουρισμός πηγαίνει σταθερά καλά.
Ζητήματα που είχαν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, όπως π.χ. ο νόμος για την ισότητα στον γάμο, προϊόντος του χρόνου, τοποθετούνται στην πραγματική τους διάσταση. Ενα χρόνο μετά, ούτε ο θεσμός της οικογένειας υπονομεύθηκε, ούτε «οι ιερές λέξεις “μητέρα” και “πατέρας”» απαγορεύθηκαν. Στο μεταναστευτικό, που τροφοδοτεί πολιτικά τον δεξιόστροφο ριζοσπαστισμό σε όλη τη Δύση, η κυβέρνηση προωθεί –και σε ευρωπαϊκό επίπεδο– μια πιο αυστηρή πολιτική, όπως θέλει η πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός, θέλοντας να απαντήσει σε όσα του προσάπτουν, κυρίως οι εκ των δεξιών αντίπαλοί του, επιχειρεί να οριοθετήσει το ιδεολογικό πλαίσιο της κυβέρνησης σε μια ισορροπημένη και πλειοψηφικά αποδεκτή κατεύθυνση.
Στα ελληνοτουρκικά, τέλος, που ήταν η αιχμή της κριτικής που οδήγησε στη διαγραφή του κ. Σαμαρά, οι αντιδράσεις που υπάρχουν δεν δικαιολογούνται από τα γεγονότα δεδομένου ότι, πολύ απλά, δεν υπάρχουν γεγονότα! Η διαδικασία του διαλόγου καθαυτή και η εικασία ότι «κάτι (μπορεί να) μαγειρεύεται» καθιστούν μια τέτοια κλιμάκωση απολύτως δυσανάλογη.
Ολα τα παραπάνω δεν επισημαίνονται φυσικά για να ειπωθεί ότι όλα είναι καλώς καμωμένα – κάθε άλλο. Προβλήματα υπάρχουν, είναι αμφίβολο όμως αν η Ν.Δ. κινδυνεύει να μπει σε περιδίνηση μόνο για λόγους διαχειριστικής επάρκειας. Για την αυξανόμενη (εσωτερική ή μη) δυσαρέσκεια υπάρχουν και άλλα αίτια.
Ενας λόγος είναι πάντα το ασαφές κεντρικό αφήγημα. Το έχουμε πολλάκις επισημάνει ότι η Ν.Δ., μετά τις εκλογές του ’23, δεν έχει ανανεώσει το αφήγημά της. Κάποια πράγματα που ειπώθηκαν στη ΔΕΘ με ορίζοντα το 2027, δεν εντάχθηκαν σε ένα ενιαίο αφήγημα που να υπερβαίνει την επικαιρότητα. Οσο αυτό δεν υπάρχει, τα μικρά ζητήματα μεγεθύνονται. Η κόπωση φαίνεται εντονότερη. Ενώ επιμέρους δράσεις που δεν είναι ενταγμένες σε ένα συνολικό αφήγημα δεν δημιουργούν πρόσθετη πολιτική αξία.
Ασφαλώς και πρέπει η Ν.Δ. να θωρακιστεί στα δεξιά της, αφαιρώντας επιχειρήματα από τους ανταγωνιστές της και ενισχύοντας τις ταυτίσεις της με το πιο συντηρητικό κοινό. Δεν αρκεί, όμως.
Υπάρχει επίσης επιδείνωση του επικοινωνιακού περιβάλλοντος. Η κριτική έχει γίνει πολύ πιο επιθετική. Στα σόσιαλ μίντια, που η γραμμή της κυβέρνησης περνάει ούτως ή άλλως πιο δύσκολα, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Ενώ ελάχιστη δουλειά έχει γίνει στην εναλλακτική ενημέρωση (π.χ. podcasts, εκπομπές άλλου τύπου κ.λπ.), μια τάση που ενισχύεται διεθνώς.
Αποσυσπειρωτικά λειτουργεί και η έλλειψη απειλητικού αντιπάλου. Διευκολύνει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ενθαρρύνει την εκδήλωση φαινομένων αλαζονείας, είτε αυτά αφορούν συμπεριφορές είτε ζητήματα διαφάνειας. Η αίσθηση αυτή αποτυπώνεται πλέον σε έρευνες κοινής γνώμης.
Υπάρχουν, τέλος, οι εγωισμοί. Των νυν που δεν θέλουν να τσαλακωθούν. Των πρώην που αισθάνονται παραγκωνισμένοι. Στελεχών που αισθάνονται αδικημένα για τον ρόλο που (δεν) έχουν. Αν κάποιος πιστεύει ότι οι εγωισμοί στην πολιτική –έναν χώρο στον οποίο κατά κανόνα εμπλέκονται άνθρωποι με ισχυρά Εγώ και τάσεις ναρκισσισμού– δεν είναι ικανοί να καταστρέψουν μια χώρα, ας θυμηθεί τι έγινε τη δεκαετία του ’60, όταν οι ανταγωνισμοί των πολιτικών πρωταγωνιστών, η έλλειψη μέτρου, τα προσωπικά πάθη, οδήγησαν σε τραγωδίες.
Αν ένα δίδαγμα πρέπει όλοι να κρατήσουν από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ (αντί να ασχολούνται με τις υπερβολές τής woke ατζέντας που στην Ελλάδα δεν έχουν φτάσει ούτε απέξω) είναι η αξία του ελέγχου της ατζέντας και της κυριαρχίας στην πολιτική «σκηνή».
Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση τουλάχιστον, αυτό είναι πολύ πιο σύνθετο από τη (μάλλον ρηχή) προσέγγιση «το πρόβλημα είναι στα δεξιά μας, να πούμε δυο δεξιά πράγματα, να βάλουμε μερικούς δεξιούς στη βιτρίνα, να ισιώσουμε». Αναγκαία συνθήκη είναι, ικανή δεν είναι. Ασφαλώς και πρέπει η Ν.Δ. να θωρακιστεί στα δεξιά της αφαιρώντας επιχειρήματα από τους ανταγωνιστές της και ενισχύοντας τις ταυτίσεις της με το πιο συντηρητικό κοινό, αξιοποιώντας (ικανά προφανώς) στελέχη και από αυτόν τον χώρο. Δεν αρκεί όμως.
Η επόμενη εκλογική μάχη θα κριθεί ξανά κυρίως από τους πολίτες χαμηλών πολιτικών και ιδεολογικών ταυτίσεων. Οχι μόνο από αυτούς, αλλά κυρίως από αυτούς. Και αυτούς τους κερδίζεις με καθαρά μηνύματα, επικοινωνιακό δυναμισμό, δρώντας και μιλώντας κυρίως για τη ζωή τους και λιγότερο με ιδεολογικές και ταυτοτικές αναφορές.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

