Ακόμη κι αν ο ηττημένος δεν μπορεί να μάθει από την ήττα του, μπορείς να μάθεις εσύ. Τι θα είχε να διδαχθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την ήττα του Αλέξη Τσίπρα;
Οσο ήταν ακόμη στα πράγματα, ο πρωθυπουργός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έσπευσε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο – με το μπόνους του οποίου είχε καταφέρει και ο ίδιος να σχηματίσει κυβέρνηση, με 35,4% plus τον Καμμένο. Είχε φέρει την απλή αναλογική, με την επίφαση του «διαχρονικού αιτήματος της Αριστεράς» για γνησιότερη λαϊκή εκπροσώπηση. Δεν έκρυβε όμως ότι αντιλαμβανόταν το εκλογικό σύστημα ως εργαλείο για να ανακόψει την αυτοδυναμία του αντιπάλου του και να εκμαιεύσει μια καταναγκαστική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Η ιδέα ήταν ότι αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, θα άλλαζε και τη συμπεριφορά των παικτών. Το σχέδιο στον χάρτη –να υπαγορευθούν από τον νόμο στανικές συγκλίσεις και αδρά (αντιδεξιά) μέτωπα– έμοιαζε λογικό. Είχε όμως καταρτιστεί χωρίς να υπολογίζονται οι ψηφοφόροι, που συνήθως στο τέλος επιλέγουν μόνο αυτόν που θεωρούν καλύτερο –όχι καλό– από τις διαθέσιμες επιλογές στο παραβάν για να τους κυβερνήσει. Με την απλή αναλογική, ο Τσίπρας έφθασε να προτείνει κυβέρνηση με εταίρους που την απέρριπταν και πασιέντζες κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών που δεν έβγαιναν. Ενώ απέναντί του είχε έναν αντίπαλο που διεκδικούσε, καθαρά και κατακούτελα, να κυβερνήσει με αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Την ίδια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάτευε τον χυλό με τα «αναλογικά» μαγειρέματα, ο Μητσοτάκης απέρριπτε δύο πονηρούτσικες εισηγήσεις: Πρώτον, να τονώσει λίγο το εκλογικό μπόνους που ο ίδιος είχε εισηγηθεί στην αρχή της τετραετίας, για να μπορεί να αποσπάσει πλειοψηφία και με ένα ποσοστό κοντά στο 36%. Και, δεύτερον, να προβεί σε εκλογικό αιφνιδιασμό, για να εξαργυρώσει τα ευνοϊκά γκάλοπ. Δεν έκανε τίποτε από τα δύο, επιλέγοντας να μείνει συνεπής στο brand της αξιοπιστίας και της σταθερότητας. Αποδείχθηκε ότι το δίλημμα μεταξύ θεσμικής ορθότητας και τακτικής αποτελεσματικότητας ήταν κίβδηλο. Μπορεί το δεοντολογικώς σωστό να είναι και εκλογικώς συμφέρον.
Η αναδρομή αυτή έχει νόημα αν θέλει κανείς να ζυγίσει τα σενάρια που ξαναζεσταίνονται τώρα για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Η ιδέα, λένε, είναι να πειραχθεί το μπόνους, με μια πατέντα που θα πριμοδοτεί εκτός από το ποσοστό του πρώτου και τη διαφορά του από τον δεύτερο. Προτείνεται, ταυτόχρονα, να εισαχθεί υψηλότερο κατώφλι εισόδου στη Βουλή, προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός του Κοινοβουλίου σε πολλά (αντισυστημικά) τιμάρια.
Ο πρωθυπουργός παρωθείται έτσι να σκεφθεί τσιπρικώς: Να πειράξει τους κανόνες των εκλογών ανάλογα με αυτό που φαίνεται τώρα να τον συμφέρει στις δημοσκοπήσεις. Να θεωρήσει δηλαδή ότι το σημείο βύθισης στο διάγραμμα του τεστ κοπώσεως κάθε εξουσίας –το μέσον της δεύτερης τετραετίας– πρέπει να αποτυπωθεί ως εκλογική φοβία και στο γράμμα του νόμου. Και να λησμονήσει ότι ο προκάτοχός του είχε πέσει θύμα ακριβώς αυτού του λάθος υπολογισμού, μεταδίδοντας στους ψηφοφόρους τη στρατηγική του αμηχανία και την πολιτική του ανασφάλεια.
Ο κίνδυνος της αστάθειας –με ένα κόμμα κυρίαρχο, αλλά όχι αυτοδύναμο, που θα έχει απέναντί του μια πανσπερμία αντισυστημικής εξαλλοσύνης– είναι υπαρκτός. Αλλά η σταθερότητα δεν διατάσσεται. Κερδίζεται στην κάλπη.
Λαχνοί
Λένε ότι η θεωρία του ώριμου φρούτου τιμωρεί στην πολιτική όσους την υιοθετούν και περιμένουν αδρανείς να τους δικαιώσουν οι συνθήκες, οψέποτε ωριμάσουν. Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ όμως το κλισέ διαψεύστηκε: Το κόμμα αναβαθμίζεται σε αξιωματική αντιπολίτευση όχι επειδή ανέβηκε το ίδιο, αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ σάπισε στο κλαδί του και έπεσε. Αν κρίνει κανείς από τις πρώτες αντιδράσεις, το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να αποδεχθεί την εξέλιξη ως εύνοια της μοίρας. Δυσκολεύεται να μην τη χαρεί σαν να ήταν επίτευγμά του. Ανεξάρτητα όμως από τη δικαιολογημένη χαιρεκακία που εμπνέει σε κάποιους το κωμικό σκόρπισμα της εκλεγμένης αντιπολίτευσης, η υποκατάστασή της δεν παύει να συνιστά θεσμική ανορθογραφία, και μάλιστα σε καιρό διάχυτης καχυποψίας για το «σύστημα» δημοκρατικής εκπροσώπησης. Το ΠΑΣΟΚ, φυσικά, δεν φταίει σε τίποτε γι’ αυτή τη διολίσθηση. Θα το βοηθήσει όμως να χωρέσει στον νέο του ρόλο η επίγνωση ότι στο κέντρο της σκηνής βρέθηκε από σπόντα. Ανομιμοποίητο. Με την ανάγκη δηλαδή να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον λαχνό που του έκατσε.

