Πριν από δύο ακριβώς εβδομάδες, έγραφα εδώ για τον Ντόναλντ Τραμπ, πως «η πιθανότητα εκλογής του κινείται αυτή τη στιγμή ελάχιστα πιο πάνω από το 50%». Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν καθόλου αμφίρροπο. Ο Τραμπ κέρδισε καθαρά και τα πάντα: εκλεκτορικό σώμα, λαϊκή ψήφο, Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων. Ούτε στο νήμα κρίθηκαν οι εκλογές ούτε υπήρξαν συνάρτηση της απόφασης μερικών χιλιάδων «βαριεστημένων» ψηφοφόρων να μείνουν ή όχι σπίτι τους, όπως τιτλοφόρησα το κείμενό μου. Αντιθέτως, κρίθηκαν από την απόφαση ενός μικρού αλλά όχι ασήμαντου τμήματος των ψηφοφόρων που είχαν στηρίξει τον Τζο Μπάιντεν το 2020 και που είτε απείχαν είτε ψήφισαν αυτή τη φορά τον Τραμπ. Για να το πω αλλιώς, η μάχη κρίθηκε συνειδητά και στο κέντρο. Το πώς ο ανεκδιήγητος χαρακτήρας και συμπεριφορά του Τραμπ αποδείχθηκαν συμβατά στοιχεία με μια επιλογή που περιγράφεται συνήθως ως «μετριοπαθής» είναι σίγουρα αντικείμενο προς ανάλυση. Παραδόξως, η λανθασμένη εκτίμησή μου τελικά με χαροποιεί. Εξηγούμαι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο (και άχαρο) από μια εκ των υστέρων ερμηνεία που συμφωνεί με προβλέψεις και πεποιθήσεις μας. Οι ερμηνείες των αμερικανικών εκλογών είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της ροπής: για κάποιους (συνήθως οικονομολόγους), το αποτέλεσμα καθορίστηκε πρωταρχικά από την επίδοση της αμερικανικής οικονομίας, για άλλους (συχνά πολιτικούς επιστήμονες), σχετιζόταν αποκλειστικά με τα πολιτικά μηνύματα και συνθήματα των δύο υποψηφίων, ενώ κάποιοι άλλοι (κυρίως κοινωνιολόγοι) προκρίνουν τη σημασία ταυτοτικών ζητημάτων. Στην πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωρίσει κάποιος τους παράγοντες αυτούς. Τι κάνουμε λοιπόν; Θεωρώ πως οι αναλύσεις μας μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες, κυρίως όταν μας αναγκάζουν να δούμε τι δεν είδαμε και να αναρωτηθούμε γιατί.
Η επιλογή του Τραμπ από μετριοπαθείς ψηφοφόρους συνοδεύεται από ένα δεύτερο παράδοξο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η εκλογική κοινωνιολογία κυριαρχείται από την προτεραιοποίηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών έναντι των ατομικών επιλογών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως η «νέα» Αριστερά έχει πλέον πλήρως ενστερνισθεί θέσεις που στο παρελθόν είχαν ταυτιστεί απόλυτα με την Ακροδεξιά. Πρόκειται ουσιαστικά για την αντίληψη πως δημογραφικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται στη γέννησή μας και είναι ανεξάρτητα από τη θέλησή μας παίζουν (και το κυριότερο, πρέπει να παίζουν) τον κυρίαρχο ρόλο στη συμπεριφορά μας. Την παλαιότερη θέση της Αριστεράς, που θεωρούσε πως η ταξική μας θέση ήταν (και έπρεπε να είναι) ο κυρίαρχος παράγοντας στη συμπεριφορά μας, έχει πλέον διαδεχθεί η θέση πως η φυλή (και μάλιστα με τη μονοδιάστατη πτυχή του χρώματος του δέρματος) και το φύλο μας πρέπει να μας καθορίζουν σε σχεδόν απόλυτο βαθμό. Πρόκειται για μια αντίληψη που είναι ορατή και στην τεράστια επέκταση των προγραμμάτων σπουδών φυλής και φύλου στα αμερικανικά πανεπιστήμια, μια απίστευτη φάμπρικα σαχλαμάρας. Δεν εννοώ, βέβαια, πως δεν πρέπει να μελετάμε τη φυλή και το φύλο, αλλά πως είναι καλύτερο να μην τα μελετάμε όπως προκρίνουν τα προγράμματα αυτά.
Η χειρότερη παγίδα είναι η κυριαρχία της πίστης πως είμαστε έρμαια χαρακτηριστικών που καθορίστηκαν τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Μια αντίληψη που μεταμφιέζει την παραδοσιακή μοιρολατρία με ένα ψευδοκοινωνιολογικό ένδυμα.
Η πιο σημαντική ίσως αποκάλυψη των αμερικανικών εκλογών υπήρξε η μερική πλην όμως τρανταχτή διάψευση του ισχυρισμού αυτού, καθώς μεγάλα ποσοστά ισπανόφωνων κυρίως ψηφοφόρων (αλλά και μικρότερα αλλά σημαντικά μαύρων ψηφοφόρων) επέλεξαν να ψηφίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Παρότι θεωρώ την επιλογή αυτή βαθύτατα προβληματική, πιστεύω ότι είναι ταυτόχρονα ανέλπιστα αισιόδοξη. Και αυτό, γιατί θεωρώ ότι η χειρότερη παγίδα είναι η κυριαρχία της πίστης πως είμαστε έρμαια χαρακτηριστικών που καθορίστηκαν τη στιγμή που γεννηθήκαμε – μια αντίληψη που μεταμφιέζει την παραδοσιακή μοιρολατρία (το «κισμέτ») με ένα ψευδοκοινωνιολογικό ένδυμα. Αν όμως έχει ο φιλελευθερισμός μια πραγματικά προοδευτική διάσταση, αυτή δεν είναι άλλη από τη γνώση ότι διαθέτουμε τη βούληση να πηγαίνουμε κόντρα στα εγγενή χαρακτηριστικά μας: demography is not destiny, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

