O τραμπικός λαϊκισμός με τα λόγια του Τραμπ

4' 5" χρόνος ανάγνωσης

Παρακολουθώ ξανά το βίντεο από τις 16 Ιουνίου 2015: Ο μεγιστάνας των ακινήτων κατεβαίνει τη χρυσή κυλιόμενη σκάλα του Trump Tower στη Νέα Υόρκη και ανακοινώνει την υποψηφιότητά του για την προεδρία των ΗΠΑ. Εννέα χρόνια, μία προεδρία, μία υποκινούμενη εξέγερση κατά της δημοκρατίας, δύο παραπομπές, αμέτρητες δικαστικές περιπέτειες και μια σφαίρα αργότερα, αυτή η σκηνή αποκτά μια σχεδόν προφητική διάσταση. Οχι επειδή άλλαξαν τόσο πολλά στην Αμερική, αλλά επειδή δεν άλλαξε τίποτα στον Τραμπ. Οι περισσότεροι αναλυτές έκαναν ένα κρίσιμο λάθος όλα αυτά τα χρόνια. Υπέθεταν ότι ο Τραμπ θα ωριμάσει στο αξίωμα, ότι η προεδρία θα τον αλλάξει, ότι η ήττα θα τον διδάξει. Ηλπιζαν σε εξέλιξη εκεί όπου υπήρχε μόνο επανάληψη. Ομως ο Τραμπ, ένας Ντόριαν Γκρέι της πολιτικής, διατηρεί αναλλοίωτη την ουσία του – τα ίδια συνθήματα, την ίδια ρητορική, τις ίδιες μεθόδους. Αυτή η σταθερότητα αποτελεί και το κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο του Τραμπ, αλλά και του λαϊκισμού, ενός φαινομένου του οποίου αποτελεί τον πλέον αυθεντικό εκφραστή.

Η γραμματική του λαϊκισμού είναι απλή. Στην περίπτωση δε του Τραμπ και αποκαλυπτική, καθώς ο ίδιος την επαναλαμβάνει σε όλη την πολιτική πορεία του με κρυστάλλινη διαύγεια. Εξι όλες κι όλες δικές του φράσεις αρκούν για να αποτυπώσουν την ουσία, αλλά και την εσωτερική λογική, του φαινομένου που έχει αναστατώσει την Αμερική καθώς και τον υπόλοιπο κόσμο.

Πρώτα, εισέρχεται στον πολιτικό στίβο με κεντρικό σύνθημα «Κάνε και πάλι την Αμερική σπουδαία» (Make America Great Again). Αυτό όμως δεν είναι απλώς μια υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον. Πρόκειται, αντιθέτως, για έναν εξαιρετικά επιτυχημένο συνδυασμό νοσταλγίας και παραπόνου – ένα είδος πολιτικής αλχημείας που μετατρέπει το παρελθόν σε όπλο κατά του παρόντος. Δημιουργεί ένα ασαφές αίσθημα απώλειας και αδικίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για το επόμενο βήμα – την ανάγκη για έναν ηγέτη-σωτήρα.

Εχοντας εντυπώσει την εικόνα παρακμής, ο Τραμπ προχωράει στην επόμενη πράξη: «Μόνον εγώ μπορώ να το διορθώσω» (I alone can fix it), ισχυρίζεται με τρόπο που θα έκανε τον Μακιαβέλι να χαμογελάσει με επιδοκιμασία, αλλά τους ιδρυτές της αμερικανικής δημοκρατίας να στενάξουν με τρόμο. Ο Τραμπ παρουσιάζεται ως αυτόκλητος θεραπευτής των δεινών του έθνους. Οχι το πολιτικό σύστημα, όχι οι θεσμοί, όχι η συλλογική προσπάθεια – μόνον εκείνος.

Κύριος στόχος του είναι να «αποστραγγίσει τον πολιτικό βάλτο» (Drain the swamp) για να στήσει στη θέση του ένα δικό του σύστημα. Ποιος φταίει για την παρακμή; Το «κατεστημένο», οι «ελίτ», το «βαθύ κράτος». Η μεταφορά του «βάλτου» που πρέπει να στραγγίσει είναι ιδιοφυής στην απλότητά της – υπονοεί διαφθορά, στασιμότητα, αποσύνθεση, κάτι που πρέπει να καθαριστεί ριζικά, ενώ επίσης προσδιορίζει το ίδιο το κράτος ως την κεντρική αρένα της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα σε «διεφθαρμένους» και «ενάρετους».

Αλλά δεν σταματά εκεί. Περιγράφει τους θεσμούς και όσους τους υπερασπίζονται ως «εσωτερικούς εχθρούς» (Τhe enemy within), τους οποίους εμφανίζει σαν υπαρξιακή απειλή για το πολιτικό σύστημα. Δεν πρόκειται πια για διαφωνίες μεταξύ συμπολιτών, αλλά για πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων. Σε ένα τέτοιο αφήγημα διχασμού, οι πολιτικοί αντίπαλοι μετατρέπονται σε προδότες και υπονομευτές της εθνικής ενότητας, οι διαφωνούντες σε εχθρούς του λαού. Ηδη, η γλώσσα του λαϊκισμού συναντά τη γλώσσα του αυταρχισμού σε επικίνδυνο ραντεβού.

Εξι όλες κι όλες δικές του φράσεις αρκούν για να αποτυπώσουν την ουσία, αλλά και την εσωτερική λογική, του φαινομένου που έχει αναστατώσει την Αμερική καθώς και τον υπόλοιπο κόσμο.

Τώρα παρακινεί τους οπαδούς του «να πάνε στις κάλπες για να ψηφίσουν για τελευταία φορά», αφού η διακυβέρνησή του θα τις καταστήσει αχρείαστες στο μέλλον (Just vote this time. Four years, it will be fixed). Η υπόσχεση είναι εντυπωσιακή στην ωμότητά της. Η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν ένα προσωρινό εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί – μια άποψη που θα έκανε τον Τοκβίλ να αναθεωρήσει τα γραπτά του για τη δημοκρατία στην Αμερική. Αυτή αποτελεί ένα προσωρινό εργαλείο, ένα μέσο για την κατάληψη της εξουσίας, που κατόπιν θα καταστεί περιττό.

Τέλος, ως κορωνίδα, η συνεχώς επαναλαμβανόμενη έκκληση προς τους οπαδούς του: «Πιστέψτε με!» (Believe me!) – η επίκληση στην τυφλή πίστη τους. Δεν απαιτούνται αποδείξεις, στοιχεία, λογικά επιχειρήματα. Η πίστη αντικαθιστά τα γεγονότα, η προσωπική διαβεβαίωση υπερισχύει των αποδείξεων. Πρόκειται για την τελική κατάληξη μιας ρητορικής που ξεκίνησε υποσχόμενη μεγαλείο και κατέληξε να απαιτεί υποταγή.

Αυτές οι έξι φράσεις συνθέτουν από μόνες τους ένα συνεκτικό αφήγημα – το αφήγημα του τραμπικού λαϊκισμού. Ξεκινά με την υπόσχεση αποκατάστασης ενός χαμένου μεγαλείου, προχωράει στην απαξίωση των θεσμών, στιγματίζει τους αντιπάλους ως εχθρούς και καταλήγει στην απαίτηση για τυφλή πίστη σε έναν αυτόκλητο σωτήρα, πιθανώς μέλλοντα δικτάτορα.

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ τα λόγια του Τραμπ τα πιστεύω – βεβαίως στη βάση αποδεικτικών στοιχείων. Οχι μόνο γιατί στην πολιτική πορεία του δεν άλλαξε στο ελάχιστο, όχι μόνο γιατί πάντα προειδοποιεί ανοιχτά για τις πράξεις του, αλλά κυρίως διότι, πανίσχυρος όπως έγινε, δεν υπάρχει πλέον τίποτα και κανείς που θα μπορούσε να τον εξαναγκάσει σε kolotoumba.

*Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας με ειδίκευση στον λαϊκισμό. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Παράδοξη χώρα».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT