Μνημεία ανοιχτά στην κοινότητα

2' 12" χρόνος ανάγνωσης

Το 1974 η Δημοκρατία παρέλαβε από τη χούντα τη δημόσια αρχαιολογία καθημαγμένη: εκδηλώσεις αρχαιοπληξίας με χλαμύδες και περικεφαλαίες να συγκαλύπτουν κραυγαλέες παραβιάσεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας, με εξέχοντες αρχαιολόγους υπό διωγμόν. Το παράδοξο είναι ότι μια όψιμη έμπνευση της δικτατορίας, η ίδρυση υπουργείου Πολιτισμού, αξιοποιήθηκε από τη Μεταπολίτευση, ώστε το νεοπαγές υπουργείο να λειτουργήσει επιτυχώς ως επιτελικό όργανο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Στη μεταπολιτευτική πεντηκονταετία, το κράτος ανταποκρίθηκε με συνέπεια στη συνταγματική υποχρέωση της προστασίας των μνημείων, έστω και αν, σε ορισμένες περιπτώσεις, από αδιαπραγμάτευτο πρόταγμα χρειάστηκε οι αρχαιολόγοι να την υπερασπιστούν ως μαχητό διακύβευμα. Σε αυτό το πεδίο, αναδύθηκε ένας πολύτιμος σύμμαχος, η κοινωνία των πολιτών. Καταλυτικής σημασίας για την ενεργότερη συμμετοχή της κοινότητας υπήρξε η μεγάλη ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β΄ στις Αιγές (Βεργίνα) από τον Μανόλη Ανδρόνικο το 1977. Αυτή η ανασκαφή συνέβαλε στην κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα αρχαιολογικά πράγματα, που με τη σειρά του γέννησε το αρχαιολογικό ρεπορτάζ, το οποίο ακολούθως ανατροφοδότησε την προσοχή του κοινού για την αρχαιολογία.

Αυτή τη σχέση με την κοινότητα καλλιέργησε συστηματικά η δημόσια αρχαιολογία, επενδύοντας στην ακώλυτη πρόσβαση του μεγάλου ακροατηρίου στις υλικότητες του παρελθόντος, ως αυτονόητη ανταπόδοση για τους σημαντικούς δημόσιους πόρους που δεσμεύει, καθώς και για τους πολλαπλούς περιορισμούς προς τους ιδιώτες που παράγει η προστασία των αρχαιοτήτων. Η προτεραιότητα σε πολιτικές εξωστρέφειας οδήγησε στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή αναστηλωτικών προγραμμάτων και νέων μουσείων, που διευκόλυναν την πρόσληψη των αξιών και της ιστορικής πληροφορίας. Κατά τη Μεταπολίτευση, αυτή η ατζέντα εξελίχθηκε δυναμικά από το υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο μόχλευσε τεράστιες επενδύσεις για τις πολιτιστικές υποδομές.

Ιδίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, τα μουσειακά και αναστηλωτικά προγράμματα μετατρέπουν αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία σε πολύβουες εστίες πολιτισμού, οι οποίες αφήνουν διακριτό αποτύπωμα και στη βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία συνεισφέρουν, εξίσου ουσιαστικά, οι πολιτικές προστασίας του δομημένου και αδόμητου πολιτιστικού περιβάλλοντος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Οι διαρκώς αναπτυσσόμενες συνέργειες με την Τοπική Αυτοδιοίκηση καλλιεργούν την ώσμωση της κοινότητας με τη δημόσια αρχαιολογία, ενώ πρόσφατες θεσμίσεις, όπως η μετατροπή μουσείων σε ΝΠΔΔ, είναι νωρίς για να αποτιμηθούν, αποκαλύπτουν, ωστόσο, την αδήριτη ανάγκη για ενίσχυση των αποκεντρωμένων δομών και για αποφόρτιση του γραφειοκρατικού αποτυπώματος.

Τέλος, η επένδυση στη μόχλευση πόρων μέσω χορηγιών με κίνητρα για τους χορηγούς, αλλά και στη δυναμική αξιοποίηση της αρχαιολογικής πληροφορίας μέσα από την ταχεία διάχυσή της στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να ανατροφοδοτήσει τη ζωτική σχέση της δημόσιας αρχαιολογίας με την κοινότητα, στο κατώφλι της εποχής της τεχνητής νοημοσύνης, που θα αναπροσδιορίσει αναπόφευκτα τη σχέση μας με το παρελθόν και τα κατάλοιπά του.

*Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι διευθυντής στις Εφορείες Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Δωδεκανήσου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT