Κάποιοι δεν τρώνε ούτε μπακαλιάρο ούτε σκορδαλιά. Μπορεί και να είναι οι περισσότεροι από τους μισούς. Αυτό σημαίνει άραγε ότι αν εμφανιστεί ένας εστιάτορας που θα βάλει στο μενού «δεν σερβίρουμε μπακαλιάρο σκορδαλιά» θα μαζέψει το 50% όλης της πελατείας;
Αυτό είναι το σκεπτικό που προβάλλεται πίσω από την επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη να εμπλουτίσει τη γραμμή «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας» με τη νεφελώδη πιθανότητα να σερβιριστεί για την πρωθυπουργία ένα άλλο πολιτικό πρόσωπο, που ο ίδιος δεν έχει ακόμη σκεφτεί.
Σαν τον επινοητικό ταβερνιάρη του παραδείγματος, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπολογίζει ότι οι αντι-μπακαλιαρικοί και οι αντι-σκορδαλικοί πελάτες θα κάτσουν στο τραπέζι χωρίς να ενδιαφέρονται τι τους μαγειρεύει. Εκείνος ονομάζει τη στάση του «ευρωπαϊκό υπόδειγμα», επειδή λέει στους πολίτες «ακριβώς τι θα κάνει μετά τις εκλογές». Δεν λέει, όμως, ούτε το πρόσωπο ούτε τις θέσεις, επί των οποίων θα ζητήσει σύγκλιση, ούτε καν το ποσοστό που θέτει ως όρο για να συνεργαστεί.
Η αλληγορία του λευκού μενού της μηδενιστικής ταβέρνας ίσως ακούγεται τραβηγμένη. Η πραγματικότητα ωστόσο μοιάζει ακόμη δυσκολότερη για το ΠΑΣΟΚ. Το εμπόριο του «κανένα» δεν είναι μονοπώλιο. Είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός για το κοινό που έχει ως προτεραιότητα να καταψηφίσει «αυτούς που κυβερνήσανε». Τα κόμματα που κινούνται λίγο πάνω και λίγο κάτω από το όριο της εισόδου στη Βουλή, αλιεύουν όλα σε αυτή τη δεξαμενή. Προσπαθούν με διαφορετικούς τρόπους να δελεάσουν όσους αντιλαμβάνονται την ψήφο τους ως μέσο τιμωρίας του συστήματος.
Η κουζίνα του «ούτε μπακαλιάρο ούτε σκορδαλιά».
Θέλει το ΠΑΣΟΚ να ανταγωνιστεί με αυτές τις δυνάμεις για την ψήφο στον κανένα; Θέλει μήπως να γίνει ένα κόμμα κυριλέ αντισυστημισμού;
Αδύνατον. Τα ίδια του τα στελέχη αναγνώριζαν, τόσο με αφορμή το Qatargate όσο και με την αφύπνιση των φαντασμάτων του ΟΣΕ, ότι στη συλλογική συνείδηση το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα κόμμα «εξουσίας», όχι μόνο με την κακή έννοια. Παρότι δεν έχει βρεθεί στα πράγματα από το 2015, του προσάπτεται ακόμη ενοχή για τις ανεκρίζωτες έξεις του πελατειακού κράτους. Οπως, από την άλλη, συνάπτονται νοσταλγικά με το brand του και εμβληματικοί σταθμοί της μεταπολιτευτικής ευημερίας.
Ενα τέτοιο brand, ποτισμένο στο ιστορικό βίωμα της διακυβέρνησης, πώς μπορεί να επαναλανσαριστεί ως όχημα άρνησης, με άδηλη τη μετεκλογική του κατάφαση;
Είναι αλήθεια ότι στην «γκρίζα ζώνη» δεν έχουν καταφύγει μόνο ψηφοφόροι αντισυστημικοί. Μετά τα Τέμπη, στη ζώνη αυτή συρρέουν απογοητευμένοι, αλλά όχι έξαλλοι, ψηφοφόροι που θα επιθυμούσαν «τρίτη» λύση.
Λύση, όμως, δεν είναι ο αντίλαλος της αναποφασιστικότητάς τους. Λύση στον κανένα δεν μπορεί να είναι ο κανένας.

