ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΧΩΡΙΟ, από τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, υπήρχε κάποτε ένα σημείο όπου τα σκαριά «έβγαιναν στη στεριά». Εκεί, στον τόπο του καρνάγιου –ή ταρσανά, όπως είναι γνωστός στους παλιότερους– χτυπούσε η καρδιά της ξυλοναυπηγικής. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποια φάση της νεότερης ιστορίας λειτουργούσαν στην Ελλάδα περισσότερα από 300 καρνάγια. Οπως λένε οι παλαιότεροι, τα καρνάγια τότε δεν ήταν απλά εργαστήρια, αλλά ήταν και σχολεία, καθώς οι γνώσεις των καραβομαραγκών περνούσαν από χέρι σε χέρι και από γενιά σε γενιά. Ηταν άλλωστε μια εποχή όπου η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα δεν ήταν ούτε ρομαντική ούτε τουριστική, αλλά καθημερινή και πάνω από όλα πρακτική.
Σήμερα, ελάχιστα από εκείνα τα καρνάγια εξακολουθούν να λειτουργούν. Η πλειονότητα έχει κλείσει, είτε σιωπηλά είτε με το σκαρί ενός καϊκιού να σαπίζει στην άκρη της ακτής. Ακόμα όμως και αυτά που έχουν παραμείνει ανοιχτά, είναι σαφώς πιο ήσυχα, από όσο κανείς θα φανταζόταν. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το παραδοσιακό καρνάγιο της Καβάλας.

Εκεί, ανάμεσα σε φρεσκοβαμμένα σκαριά και εργαλεία με χρόνια χρήσης πάνω τους, συναντά κανείς τον Τζανή Καραμπά. Στα 30 του χρόνια, είναι ο μοναδικός στην πόλη που συνεχίζει την τέχνη του καραβομαραγκού. Ξεκίνησε παιδί, από τα καλοκαίρια που ακολουθούσε τον πατέρα του, τον Παναγιώτη, στο καρνάγιο και μαθήτευε δίπλα στους «παλιούς». Από τα 16 του, πιο συστηματικά. «Ηξερα από τότε ότι δεν ήθελα να σπουδάσω. Ηθελα να δουλέψω εδώ, όπως ο πατέρας μου και ο παππούς μου». Πήγε φαντάρος και μόλις γύρισε, ξεκίνησε αμέσως τη δουλειά.
Πάω σε άλλα καρνάγια, βλέπω ότι ο νεότερος μάστορας είναι στην ηλικία του πατέρα μου.
Πλέον όλοι οι «παλιοί» έχουν αποσυρθεί. Εχει μείνει μόνο ο πατέρας του. «Είναι 55 χρονών και στην πραγματικότητα μένει για μένα. Να μην είμαι μόνος μου. Είναι δύσκολη δουλειά, με πολύ κουβάλημα και αγγαρείες. Δεν πρόκειται για τέχνη που μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε κανείς μπορεί να στη μεταδώσει χωρίς να παιδευτείς, όπως παιδεύτηκα και εγώ. Για αυτό δεν έρχεται και κανείς να δουλέψει, ξέρουν τις δυσκολίες. Και ως αποτέλεσμα δεν μαθαίνει κανείς την τέχνη. Πάω σε άλλα καρνάγια, βλέπω ότι ο νεότερος μάστορας είναι στην ηλικία του πατέρα μου. Αν εγώ πω πως αύριο σταματάω, πάει το καρνάγιο, έκλεισε».


Ο Τζανής εξηγεί πως σε ένα παραδοσιακό καρνάγιο όλα γίνονται με το χέρι. «Δεν χρησιμοποιούμε γερανούς και μηχανές, αλλά αποκλειστικά ξύλινα εργαλεία. Κάθε σκαρί είναι διαφορετικό. Δεν διορθώνονται όλα με τον ίδιο τρόπο. Και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουν όλα τα καρνάγια πώς να τα επιδιορθώσουν. Στην Καβάλα φτιάχνονταν παλιά πολλά καΐκια και έτσι έχουμε την τεχνογνωσία».
Οταν ένα καΐκι του φεύγει για τη θάλασσα, πάει να το χαιρετήσει. «Πάω να δω τη συμπεριφορά του, να δω αν “πονάει” κάπου».
Η μέρα πατέρα και γιου ξεκινά στις 7:00. Σταματούν νωρίς το μεσημέρι και ξαναπιάνουν δουλειά το απόγευμα. Οι ώρες κυλούν αθόρυβα, με τον παφλασμό της θάλασσας πίσω τους και τα εργαλεία στο χέρι. «Κάθε δουλειά παίρνει χρόνο. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, αν το σκάφος μπει στη θάλασσα και βουλιάξει εμείς έχουμε την ευθύνη». Εδώ και 15 χρόνια δεν έχουν κατασκευάσει καινούργιο σκάφος. Μόνο επισκευές. Ξύλινα κυρίως σκαριά που έρχονται για συντήρηση, καλαφάτισμα, βάψιμο. Οι ιδιοκτήτες, πάντα μεγάλης ηλικίας. «Στη δική μου ηλικία δεν φέρνει κανείς καΐκι. Δεν τους ενδιαφέρουν να τα συντηρήσουν».

Θυμάται έντονα μια στιγμή των διακοπών του πριν από λίγα χρόνια στη Σκιάθο. «Είδα έναν ηλικιωμένο μάστορα να έχει βγάλει ένα σκαφάκι στη στεριά και να προσπαθεί να το καλαφατίσει μόνος του. Του λέω “να δοκιμάσω;”. Με κοίταξε περίεργα. “Οχι παιδί μου, θα χτυπήσεις τα χέρια σου”, μου είπε. Επέμεινα και με άφησε. Οταν είδε την ταχύτητά μου, έπαθε σοκ. Δεν πίστευε ότι ήξερα την τέχνη του. Οταν του είπα πως είμαι καραβομαραγκός με παρακάλεσε “κάτσε μαζί μου να με ξεκουράσεις. Εστω και για τρεις μέρες”. Δεν έβρισκε κανέναν να τον βοηθήσει. Μου είπε χαρακτηριστικά: “Τι να κάνει ένας νέος στη μουντζούρα;”». Κι ο Τζανής ομολογεί πως αυτή την ερώτηση την κάνει καμιά φορά και ο ίδιος στον εαυτό του. «Ομως το αγαπάω. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά».

Πιο νότια, στο νησί της Σάμου, ένας άλλος τεχνίτης επιμένει. Ο Γιώργος Κιάσσος είναι 52 ετών και έχει στήσει το εργαστήριό του όχι στο λιμάνι, αλλά στο ορεινό χωριό Δρακαίοι. Ενα υπαίθριο καρνάγιο, χωρίς θάλασσα μπροστά του, κάτι σπάνιο για την ξυλοναυπηγική. Εμαθε την τέχνη από τον θείο του «όσο πρόλαβε να με διδάξει», όπως λέει. Ο θείος του έφυγε νωρίς, πριν κλείσει τα 40. Μέχρι και σήμερα, ο Γιώργος κατασκευάζει ξύλινα καΐκια. Οι μεγαλύτερες κατασκευές του φτάνουν τα 15 μέτρα – τα μεγαλύτερα είναι δύσκολο να μεταφερθούν από το χωριό του μέχρι τη θάλασσα. Οταν δεν έχει πολλή δουλειά, πηγαίνει ο ίδιος σε άλλα καρνάγια για επισκευές.
Από τα χέρια του έχουν φτιαχτεί περίπου 80 καΐκια. Η ζήτηση, λέει, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί, κυρίως για τρεχαντήρια 7-8 μέτρων.
«Κανένας δεν έρχεται να με βοηθήσει. Ο γιος μου ήθελε να γίνει ναυτικός. Δεν του άρεσε εξ αρχής η δουλειά στο καρνάγιο. Τα παιδιά σήμερα προσπαθούν με δουλειές του ποδαριού. Η αλήθεια είναι πως έχει πολλή λεπτομέρεια και πολύ χαμαλίκι». Ολα του τα σκαριά είναι ξύλινα. Από τα χέρια του έχουν φτιαχτεί περίπου 80 καΐκια. Η ζήτηση, λέει, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί, κυρίως για τρεχαντήρια 7-8 μέτρων. Κάποιοι τα θέλουν για βόλτα, άλλοι για αλιευτικό τουρισμό. Παλιότερα, όλοι αγόραζαν πλαστικά. «Αλλά δεν είναι για τις δικές μας θάλασσες, τα παίρνει ο αέρας», εξηγεί. «Τα ξύλινα είναι πιο οικονομικά σε καύσιμα και στέκονται καλύτερα στον καιρό».


Ο ίδιος έχει άδεια υλοτόμου και επιλέγει μόνος τα ξύλα του. Για να κοπούν και να στεγνώσουν χρειάζονται έξι μήνες, και άλλοι έξι μήνες η κατασκευή. «Αν είχα βοήθεια, θα το έκανα και σε τέσσερις». Φτιάχνει κατά μέσο όρο δύο καΐκια τον χρόνο. «Ακόμα κι αν λέω “άντε να το τελειώσω να φύγει, να πληρωθώ”, δένομαι μαζί τους. Πολλές φορές τα συναντάω στη θάλασσα και συγκινούμαι».
Οταν ένα καΐκι του φεύγει για τη θάλασσα, πάει να το χαιρετήσει. «Πάω να δω τη συμπεριφορά του, αν πονάει κάπου». Και κάθε φορά που το αποχωρίζεται, του κακοφαίνεται. Αυτό που τον στενοχωρεί περισσότερο, όμως, είναι ότι ύστερα από εκείνον το καρνάγιο θα κλείσει. «Σε όποιο συνεργείο και να πάω, κανένας δεν έχει να αφήσει πίσω ένα άτομο. Δεν βγαίνουν πλέον μάστορες, είμαστε οι τελευταίοι».
