Η Ελευθερία Κωνσταντίνου είναι, όπως λέει και η ίδια, «80 και μισό ετών». Eχει σπάσει περισσότερα από 60 παγκόσμια ρεκόρ στην άρση βαρών. Συνεχίζει να πηγαίνει στο γυμναστήριο τρεις φορές την εβδομάδα. Δεν έχει personal trainer. Δεν πίνει πρωτεϊνούχα ροφήματα. Δεν ανεβάζει τα σετ της στα social media. Και δεν το κάνει για να αποδείξει κάτι. Το κάνει για να νιώθει ζωντανή. Oταν τη ρωτάς γιατί, η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Oταν τελειώνω την προπόνηση, νιώθω ευτυχισμένη. Σαν να πετάω».
Γεννήθηκε στο χωριό Φενεό Κορινθίας και το 1961, σε ηλικία 17 ετών, μπήκε σε πλοίο με προορισμό την Αυστραλία. Δεν ήξερε λέξη αγγλικά. Eφτασε στην πόλη Bendigo στην Πολιτεία της Βικτώριας, όπου την περίμεναν τα αδέρφια της, και ξεκίνησε να δουλεύει αμέσως σε εργοστάσιο. Οι Αυστραλοί δεν μπορούσαν να προφέρουν το όνομά της, Ελευθερία. Eτσι, άρχισαν να τη φωνάζουν Eλεν. Από τότε, αυτό είναι το όνομά της. Λίγους μήνες μετά γνώρισε τον άντρα της, σε μια έξοδο στο σινεμά με την αδελφή της. «Είχαν διαδοθεί τα νέα πως έχουν μεταναστεύσει κάποιες νέες Ελληνίδες στην πόλη και ήταν γύρω στους 20-25 άντρες της ελληνικής κοινότητας που παραμόνευαν στις σκάλες του κινηματογράφου για να δουν και να… διαλέξουν ποια τους αρέσει. Αλλες εποχές τότε», μας λέει.

Παντρεύτηκαν σε τρεις μήνες. Εκαναν παιδιά. Εστησαν τις πρώτες τους επιχειρήσεις. Μετακόμισαν σε ένα τουριστικό μέρος και σε δύο διπλανά κτίρια ο Σταν άνοιξε εστιατόριο και η Ελεν ένα κατάστημα με παιδικά είδη. Μέχρι που μια μέρα, μια πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τις εγκαταστάσεις τους. Επέστρεψαν στο Bendigo, και η Ελεν άνοιξε ξανά το κατάστημά της, που το διατηρεί μέχρι και σήμερα. Κάποια στιγμή, από τα ογκώδη αντικείμενα που σήκωνε, η μέση της άρχισε να την ενοχλεί. Είχε πλέον πατήσει τα 50. Ο γιος της, που ασχολούνταν με το bodybuilding, της πρότεινε να δοκιμάσει βάρη.

«Πήγαινα στο γυμναστήριο με την κόρη μου και έκανα αερόμπικ. Στον κάτω όροφο είχαν τα βάρη και εκεί προπονούνταν ο γιος μου». Της έδειξε πώς να κάνει squat και της πρότεινε να ξεκινήσει με πέντε κιλά. Και ξεκίνησε. Πήγαινε μόνη της, τρεις φορές την εβδομάδα. Εκανε τις ασκήσεις και έφευγε. Κάθε φορά φρόντιζε να αυξάνει και λίγο το φορτίο. Σιγά σιγά, τα πέντε κιλά έγιναν 10, 20, 40, 60.
Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ότι δεν είναι απλώς δυνατή, αλλά πως είναι φτιαγμένη γι’ αυτό, διαρκώς να ξεπερνάει τον εαυτό της.
«Δεν μου έδινε κανείς σημασία. Ο γιος μου πήγαινε άλλες ώρες από μένα οπότε είχαν περάσει κάποιοι μήνες και ξαφνικά με αντικρίζει να ετοιμάζομαι να σηκώσω 60 κιλά. Στην αρχή απόρησε, νόμιζε πως έχω κάνει κάποιο λάθος και πως θα τραυματίσω χειρότερα τη μέση μου. Οταν είδε πως εκτελώ σωστά την άσκηση εντυπωσιάστηκε και με ρώτησε πώς το έκανα αυτό. “Εσύ δεν μου είπες να φορτώνω λίγο λίγο;”, του απάντησα». Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να προπονείται δίπλα σε αθλητές powerlifting σε ένα γυμναστήριο κοντά στο μαγαζί της. Εκεί έμαθε να εκτελεί άλλες δύο βασικές ασκήσεις, τα deadlift και τα bench press. Εκεί μπήκε για πρώτη φορά σε έναν άτυπο αγώνα. Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ότι δεν είναι απλώς δυνατή, αλλά πως είναι φτιαγμένη γι’ αυτό, διαρκώς να ξεπερνάει τον εαυτό της.

Σπάζοντας 60 παγκόσμια ρεκόρ
Το 1997, στα 53 της, πήρε μέρος στον πρώτο της άτυπο αγώνα και έναν χρόνο αργότερα ταξίδεψε στην Αμερική για να συμμετάσχει στον πρώτο της μεγάλο διεθνή διαγωνισμό. Το σωματικό της βάρος ήταν 61 κιλά και η ίδια σήκωσε 125 κιλά στα 61. Στέφθηκε πρωταθλήτρια και από τότε ταξίδεψε σε 13 χώρες. Εσπασε 60 παγκόσμια ρεκόρ. Στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 2000 στο Βέλγιο, στην κατηγορία 63 κιλών έσπασε τρία παγκόσμια ρεκόρ μέσα σε τρεις μέρες. Την τρίτη ημέρα σήκωσε 132,5 κιλά, ξεπερνώντας κατά 32,5 κιλά το προηγούμενο ρεκόρ, σηκώνοντας σχεδόν δυόμισι φορές το βάρος της.
«Το μεγαλύτερο βάρος που έχω σηκώσει είναι 150 κιλά. Τους αγώνες εγώ τους έβλεπα σαν ταξίδια αναψυχής. Επαιρνα τον άνδρα μου και πηγαίναμε σε Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία, Γερμανία, ΗΠΑ. Τα ρεκόρ όμως τα ήθελα, τα κυνηγούσα. Ηθελα διαρκώς να ξεπερνάω τον εαυτό μου. Πήγαινα στις προπονήσεις μου τρεις φορές την εβδομάδα για δύο ώρες και είχα ένα σημειωματάριο όπου έγραφα τι είχα σηκώσει στην κάθε άσκηση».

Οταν ήρθε η πανδημία, σταμάτησε για λίγο. Φοβόταν να πάει γυμναστήριο, δεν ήθελε να ρισκάρει. «Οταν πέρασε ο μεγάλος ο κίνδυνος και ξαναπήγα ένιωσα πως είμαι ακριβώς στην ίδια σωματική κατάσταση που ήμουν, δεν είχα ατονήσει καθόλου», λέει. Ωστόσο όταν η κόρη της τής πρότεινε να ταξιδέψει μέχρι την Αμερική, για τον επόμενο αγώνα, αποφάσισε πως αυτός ο κύκλος έχει πλέον κλείσει.
Το χάρηκα διπλά γιατί τη στιγμή της βράβευσης έγινε χαμός από τα χειροκροτήματα, εισέπραξα τόση πολλή αγάπη.
«Τα έχω χορτάσει τα ταξίδια, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια νιώθω πως πήγα παντού. Την επόμενη χρονιά όμως έμαθα πως θα γίνουν αγώνες στη Μελβούρνη. Ζήτησα αμέσως από την κόρη μου να μου δηλώσει συμμετοχή». Ετσι, το 2023, στα 79 της, πήρε μέρος στο National Drug-Free Powerlifting Championship και στέφθηκε πρωταθλήτρια στην κατηγορία της, καθώς εκτέλεσε άψογα τις τρεις άρσεις: squat 65 κιλά, bench press 48 κιλά και deadlift 100 κιλά. «Θυμήθηκα πώς είναι να νιώθω δυνατή», σχολιάζει. Αυτό που της έκανε εντύπωση είναι πόσο πολύς κόσμος συμμετείχε σε σχέση με το παρελθόν, πόσο πιο διαδεδομένη είναι η άρση βαρών. «Το χάρηκα διπλά γιατί τη στιγμή της βράβευσης έγινε χαμός από τα χειροκροτήματα, εισέπραξα τόση πολλή αγάπη».

Στην κοινότητα του Bendigo άλλωστε, όπου ζει, τη θεωρούν τοπική διασημότητα. «Πηγαίνω έξι φορές την εβδομάδα στο μαγαζί, μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο και δεν θέλω να τη χάσω. Και για όσο ακόμα είμαι γερή και το σώμα μου αντέχει, θα συνεχίσω να προπονούμαι τρεις φορές την εβδομάδα. Και γιατί να μην το κάνω άλλωστε;».
