Λιτός και εμπειρικός. Στοχαστικός και ειρωνικός. Τεχνίτης παλαιάς κοπής. Μεταπολεμικός με πνεύμα μεσοπολεμικό. Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος ήταν ο βιογράφος της εποχής του, της μεγάλης εικόνας και της μικρής ανάμνησης.
Γεννημένος το 1930 στον Πύργο Ηλείας, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ιατρικής του ΑΠΘ, ειδικευθείς στην Παθολογία. Τα τελευταία χρόνια της υπηρεσίας του, από το 1976 έως το 1981, είχε χρηματίσει διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Ιατρική επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων». Αποστρατεύτηκε εντέλει το 1983 και, ένας στενός κύκλος, τον αποκαλούσε πάντα «στρατηγό».
Το εμβόλιο, οι εκλογές του ’58 και η αποτυχημένη… αποστρατεία
Στρατιωτικός γιατρός. Το 1955 τελείωσα το πανεπιστήμιο και ορκίστηκα ανθυπίατρος. Μετά από μια μετεκπαίδευση στην Αθήνα, άρχισαν οι μεταθέσεις: Καλπάκι, Βέροια, Νιγρίτα, Καβάλα. Στην Καβάλα κατάφερα να παραμείνω επί μία δεκαετία. Εκεί οργανώσαμε το πρώτο μας σπίτι με τη γυναίκα μου και κάναμε φιλίες διά βίου.
Πήρα ειδικότητα παθολογίας γιατί θαύμαζα τους τελευταίους μεγάλους κλινικούς, αλλά ασχολήθηκα κυρίως με τα σημαντικά προβλήματα της προληπτικής ιατρικής στο στρατό. Θυμάμαι ότι βρισκόμουν στην Καβάλα, μοναδικός γιατρός της φρουράς, όταν κυκλοφόρησε το περίφημο τότε εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδος. Ελλείψει προσωπικού αντικαθιστούσα τότε και τον νομίατρο Καβάλας, και έτυχε να πέσω στην ημέρα του μαζικού εμβολιασμού. Πέτυχε χάρη στις προσπάθειες εκατοντάδων ιατρών, αγροτικών και άλλων. Αυτή για μένα είναι μια μεγάλη ικανοποίηση, και ας περνά απαρατήρητη.
(από αφήγηση στη Μάρω Βασιλειάδου)
Οι εκλογές του 1958 ως… αποτυχημένη έξοδος από τον Στρατό
Στις εκλογές του 1958 βάζει, μαζί με άλλους συναδέλφους του, υποψηφιότητα στις εκλογές, για να φύγει από τη Στρατιωτική Ιατρική. Στις εκλογές απέτυχε, και συνέχισε τη θητεία του στη Στρατιωτική Ιατρική, μέχρι το 1983. Συνέχισε την πορεία του στρατιωτικού γιατρού, με επόμενο σταθμό την Καβάλα. «Εκεί έμπλεξα μ’ έναν λογοτεχνικό κύκλο: Πρόδρομος Μάρκογλου, Γιώργος Στογιαννίδης, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης, κ. ά. Οι παρέες έβγαζαν τότε περιοδικά. Και ξεκινήσαμε το περιοδικό «Σκαπτή ύλη». Εκεί δημοσιεύτηκε το πρώτο μου διήγημα, «Οι φρακασάνες», το 1962, με ψευδώνυμο φυσικά, αφού ήμουν στον στρατό. Δανείστηκα το όνομα του μακαρίτη, τότε, εργάτη που είχαμε στο κτήμα μας στον Πύργο». Οταν άρχισε να δημοσιεύει με το όνομά του, επέλεξε να υπογράφει ως Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «για να ξέρουν ότι είμαι εγώ. Αλλά δεν είχα ποτέ πρόβλημα».
Εδινε, σε πολλές εκδηλώσεις του σαρκαστικού του χιούμορ στα λογοτεχνικά του κείμενα, την εντύπωση ότι ήταν στρατηγός και ως συγγραφέας. Με αυστηρό δοσομετρητή στις λέξεις, με στρατηγική δομή της αφήγησης, με διαλόγους καλογυαλισμένους και μονολόγους κλεισμένους στον φοριαμό της μνήμης, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος είχε αποφασίσει τον γραφιά εαυτό του ήδη από το 1962, με τις «Φρακασάνες» στο περιοδικό «Αργώ» της Καβάλας – μια πόλη στην οποία, όσο υπηρετούσε, είχε ιδρύσει το 1968 την Κινηματογραφική Λέσχη.
Λέξεις που γράφονται, παίζονται και δείχνονται

Με εκείνη την περιέργεια του αναγεννησιακού διανοουμένου, που διατηρούσε μια διακριτική λαϊκότητα, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος δεν θα έμενε στις λέξεις που γράφονται. Αφοσιώθηκε εξίσου σε εκείνες που παίζονται και σε εκείνες που δείχνονται. Ως συνιδρυτής του περιοδικού «Σκαπτή ύλη», που εκδιδόταν στην Καβάλα από το 1965 έως το 1984, σε δύο περιόδους, δημοσίευε κείμενα για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Σε εκείνο το περιοδικό είχε βάλει το λιθαράκι της όλη εκείνη η γενιά που έδωσε στην Καβάλα τη δική της θέση στον λογοτεχνικό χάρτη: Διαμαντής Αξιώτης, Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Καναβούρης, Πρόδρομος Μάρκογλου, μεταξύ τόσων άλλων που δημοσίευαν άρθρα για τις τέχνες και τα γράμματα ή πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα.
Το τυπογραφικό μελάνι, το σινεμά και το θέατρo
Τον μπάρμπα μου τον Γιώργη, τον αδερφό της μάνας μου, τον περιγράφω σε πολλά διηγήματα. Ηταν δημοσιογράφος και ανταποκριτής όλων των αθηναϊκών εφημερίδων στον Πύργο. Οταν πέθανε ο πατέρας μου και δεν είχαμε λεφτά, πήγαινα στα γραφεία της εφημερίδας και τον περίμενα να τελειώσει τη δουλειά.
Είχε αναλάβει να με πηγαίνει στα σινεμά και τα θέατρα χωρίς να πληρώνω. Με έβαζε και στα ακατάλληλα διά ανηλίκους. Οταν αποφάσισε να εκδώσει ο ίδιος εφημερίδα, έμεινα και ξενύχτησα μαζί τους για να βγάλουν το πρώτο φύλλο. Ηταν 8 Ιανουαρίου 1944, η βραδιά ακριβώς που αυτοκτόνησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο μπάρμπας μου πήρε το τηλεφώνημα για την αυτοκτονία και σταμάτησε αμέσως την εκτύπωση. Εκανε ανασελιδοποίηση και πρόλαβε να βάλει στη τελευταία σελίδα την είδηση του θανάτου. Ηταν από τους δημοσιογράφους που πίστευαν ότι ελέω Θεού είχαν έρθει στον κόσμο για να τον διορθώσουν και να τον σώσουν. Τρία πράγματα γνώρισα κοντά του, και η αγάπη τους κρατά ακόμη: τη μυρωδιά από το τυπογραφικό μελάνι, το σινεμά και το θέατρο.

Κείμενα, ασφαλώς, έχει δημοσιεύσει σε πολλά έντυπα, ανάμεσα σε αυτά και η «Καθημερινή». Τις λέξεις του τις έβρισκες στο «Αντί», στο «Τέταρτο», στο «Τραμ» ή στον «Χάρτη». Κυρίως, όμως, τις συναντούσες σε εκείνα τα οικονομημένα κομψοτεχνήματα που εξέδιδε ανασύροντας τις μνήμες και τροφοδοτώντας τον στοχασμό του για τον αιωρούμενο άνθρωπο που προσπαθούσε να κρατηθεί από τα απομεινάρια ενός πολέμου.
Ανέσυρε μνήμες τροφοδοτώντας τον στοχασμό του για τον αιωρούμενο άνθρωπο που προσπαθούσε να κρατηθεί από τα απομεινάρια ενός πολέμου.
Με εκείνα τα ελληνικά του, όπως είχε γράψει ο Νίκος Βατόπουλος, που «αναβλύζουν από αρχέγονες πηγές αλλά και τη λεπτή ειρωνεία, τον τρόπο που το τραγικό υπεισέρχεται στο πιο μύχιο και καθημερινό με τη ζωή να διατηρεί την ομορφιά και την ελαφράδα της».
Η επιστολή στην «Κ»
Ο χορός των κάδων
Ενα ακόμη επίτευγμα της δημοτικής μας αρχής έχει, ατυχώς, περάσει απαρατήρητο: πρόκειται για πραγματικό δρώμενο, το οποίο εν είδει εγχωρίου happening λαμβάνει χώραν καθημερινώς, συνήθως μεταμεσονυκτίως, στους δρόμους και τις πλατείες της πρωτευούσης – εκεί όπου η (αυτοαποκαλούμενη) Υπηρεσία Καθαριότητος του Δήμου έχει εγκαταστήσει (χύμα, και σύμφωνα με τις ευκολίες αποκομιδής) χιλιάδες κάδους απορριμμάτων.
Ετσι, τις νύχτες (ιδίως τις ασέληνες) μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μεταμεσονυκτίως ένα ιδιότυπο της πρωτευούσης θέαμα, που θα μπορούσε ασμένως να αποκληθεί Κίνησις των Ελευθέρων Κάδων ή ακόμη και Χορός των Κάδων.
Πράγματι, ένοικοι με πιτζάμες, με αθλητικά φανελάκια και σαγιονάρες, οδηγοί που μόλις επιστρέφουν από νυχτερινά τσιμπούσια και αγωνίζονται να παρκάρουν, καταστηματάρχες των οποίων οι κάδοι χαλάνε τη μόστρα κ.ο.κ., κινούνται αψοφητί και προσπαθούν να μεταφέρουν τους βαρύτατους και χύδην κάδους (τους οποίους η αρμοδία(!) υπηρεσία του δήμου παρέλειψε να πακτώσει ή να ενθέσει σε ειδικές των πεζοδρομίων εσοχές) στους απέναντι, στους παραδίπλα, τους παρακάτω κ.λπ.
Το θέαμα καθίσταται ενίοτε σχεδόν χορευτικό – ιδίως όταν, στις διασταυρώσεις των οδών, συναντώνται τρεις ή και τέσσερις κάδοι κινούμενοι προς αντίθετες κατευθύνσεις, θέαμα που παραπέμπει αμυδρώς σε παλιότερες συναντήσεις επιταφίων…
(Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Γράμματα Αναγνωστών, «Καθημερινή», 22 Ιουνίου 2001)

Οι μνήμες, η ταυτότητα και έκπληξη μπροστά στο ακατανόητο

Η ταυτότητα που ήθελε να διαμορφώσει –δηλαδή οι μνήμες που επιθυμούσε να θησαυρίσει– ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος ως διηγηματογράφος κρατιόταν από την εφηβεία και τον έρωτα, περνώντας μέσα από τα κύματα της υπαρξιακής αγωνίας που συνδεόταν, κατά το μάλλον ή ήττον, με την τραυματισμένη μεταπολεμική Ελλάδα. Αλλωστε, ως εξέχων εκπρόσωπος της λεγόμενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, είχε ταυτιστεί με το ιστορικό του συγκείμενο. Μαζί με τον Θανάση Βαλτινό, τον Μάριο Χάκκα, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Μένη Κουμανταρέα.
Το κάθε κείμενο έχει την ταυτότητα της εποχής που γράφτηκε
Η γραφή. Ελεγε ο Τάκης Σινόπουλος, «Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο». Κι εγώ του έλεγα, «Είμαι ένας άνθρωπος που επιστρέφει συνεχώς στον Πύργο». Μερικές φορές οι αναμνήσεις με πνίγουν. Ολα είναι πραγματικά, και όλα είναι επινοημένα. Ως βιωματικός συγγραφέας δεν μπορώ να λειτουργήσω χωρίς τα αληθινά πρόσωπα, κρατώ μέχρι και τα ονόματά τους. Καταλαβαίνω όμως ότι την ώρα που διαχειρίζομαι τη λογοτεχνική τους μοίρα, πρέπει να τα αντιμετωπίσω με σεβασμό. Τα θέματα βρίσκονται παντού, αρκεί να διαθέτεις παρατηρητικότητα έκδηλη και σεσημασμένη. Αν με ενοχλεί επειδή οι νεότεροι δεν καταλαβαίνουν τις λέξεις που χρησιμοποιώ; Διόλου. Δεν είμαι υπέρ της ανανέωσης ή της απλούστευσης της γλώσσας. Εγώ θα μπορούσα να κάνω μήνυση στους «μεταφραστές» του Παπαδιαμάντη. Το κάθε κείμενο έχει την ταυτότητα της εποχής που γράφτηκε. Και όσο αντέξει.
Ο ΗΧΠ –όπως ήθελε να τον συντομογραφούν– έστεκε λογοτεχνικά έκπληκτος απέναντι στα πιο μικρά της ζωής, σε μια χώρα –και κυρίως στις μακρινές της επαρχίες– που σερνόταν μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά επιστράτευε τον τρυφερό του κυνισμό για να επιβιώσει της περιρρέουσας ακατανοησίας.
Εστεκε λογοτεχνικά έκπληκτος απέναντι στα πιο μικρά της ζωής, σε μια χώρα –και κυρίως στις μακρινές της επαρχίες– που σερνόταν μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Κι ίσως καμιά φορά να μην ήταν τόσο τρυφερός. Παρότι σκάλιζε επίμονα το ατομικό και το συλλογικό παρελθόν ώστε να βρει τα πατήματα εκείνου και των πλησίον του, στα «Θερμά θαλάσσια λουτρά», για παράδειγμα, δεν χαρίστηκε εύκολα στον εξωραϊσμό ή στο χρύσωμα κάποιου ιστορικού χαπιού· συγκέντρωσε τις αφηγηματικές δυνάμεις του για να αποκαλύψει τα τραύματα και τις οργές που κρύβονται κάτω από το δέρμα του εξαντλημένου μεταπολεμικού πολίτη.
Ο Πρόδρομος Μάρκογλου για τον ΗΧΠ
Προληπτική ιατρική, προληπτική λογοτεχνία

Κι αν στον «Οβολό» είχε επιστρατεύσει τη νοσταλγία, στη «Ροζαμούνδη» είχε πάει λίγο παρακάτω. Αντιλαμβανόμενος ότι τα εργαλεία του ρεαλισμού –έστω υπό το πρίσμα του αθεράπευτου μεταπολέμου– δεν είναι πάντα αρκετά για να κατανοήσει εαυτόν και αλλήλους, κατέφυγε στο όνειρο, ζητώντας από τους νεκρούς να μιλήσουν ενώπιον της αδράνειας και της ανικανότητας των ζώντων.
Στις σελίδες ξαναβρίσκουμε το μελανό χιούμορ, τη διαφυγή στο όνειρο και πάνω απ’ όλα τη λεπτότεχνη γραφή που αντιστέκεται στη φλυαρία αλλά και στη θρηνωδία της νοσταλγίας.
Ισως η Λίνα Πανταλέων, από τις σελίδες της «Κ», έχει ακτινογραφήσει τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, με αφορμή τον «Γενικό αρχειοθέτη» (εκδ. Κίχλη, 2022): «Στις σελίδες ξαναβρίσκουμε το μελανό χιούμορ, τη διαφυγή στο όνειρο, τον καταιονισμό μνημονικών θρυμμάτων, την αιφνίδια παρείσδυση εξαίσιων εκλάμψεων, τους επισκέπτες από το επέκεινα, “σαν να μην είχε μεσολαβήσει ολόκληρος ο κάτω κόσμος”, και πάνω απ’ όλα τη λεπτότεχνη γραφή που αντιστέκεται στη φλυαρία αλλά και στη θρηνωδία της νοσταλγίας».
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, έχοντας τιμηθεί πολλάκις από θεσμούς και βραβεία, ήταν παθολόγος των λέξεων. Αλλά, όπως είχε πει και ο ίδιος, ασχολήθηκε με τα σημαντικά προβλήματα της προληπτικής ιατρικής που σε διασώζει· και της προληπτικής λογοτεχνίας που σε εκπαιδεύει. Εχοντας η ίδια μάθει με τον σκληρό τρόπο – αλλά αυτό εξηγεί και τη γενναιοδωρία της.
Κεντρική φωτογραφία: Ο ΗΧΠ φωτογραφημένος στο σπίτι στην Πάρο. Από παλαιότερη συνέντευξη στην «Κ».

