Τολμητίας· ανθεκτικός· άφοβος· γλεντζές· χαμηλών τόνων· ευφυής αγράμματος· πονεμένος με ανοιχτή καρδιά. Οποιον κι αν ρωτήσεις, ο Αντώνης Αλεξανδρής, ο θρύλος της Λέσβου που επέζησε έπειτα από πέντε χρόνια σε φυλακές στη ναζιστική Γερμανία, ήταν ένα γενναιόδωρο χαμόγελο, μία πυξίδα αντοχής και αισιοδοξίας. «Πάμε παρακάτω» ήταν η πιο συχνή αποστροφή του για τη ζωή.

Ο Αντώνης Αλεξανδρής, ο περίφημος «κρατούμενος 8425» στις φυλακές καταναγκαστικών έργων Στάιν Κρεμς και Μπέρναου από το 1940 έως το 1945, εξεδήμησεν εις Κύριον προ εβδομάδος σε ηλικία 102 ετών. «Αν και η πραγματική ηλικία γέννησής του ήταν το 1918 και όχι το 1922, που τον είχε δηλώσει η μητέρα του για να μην πάει στρατό και να μείνει στο σπίτι για να βοηθάει την οικογένεια», όπως λέει στην «Κ» ο 65χρονος γιος του, μουσικός Ντίνος Αλεξανδρής, από το σπίτι τους στη Μόρια όπου έμενε ο πατέρας καθ’ όλη την πλέον του αιώνος ζωή του.
Είχε φύγει από το παράθυρο, που λέμε, από το Δημοτικό, μόνο και μόνο για να συμβάλει στην επιβίωση της οικογένειας, που αποτελείτο από 10 αδέλφια.
Ο Αντώνης Αλεξανδρής δούλευε ήδη από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. «Είχε φύγει από το παράθυρο, που λέμε, μόνο και μόνο για να συμβάλει στην επιβίωση της οικογένειας, που αποτελείτο από 10 αδέλφια», διηγείται ο Ντίνος Αλεξανδρής. Η οικογένεια επιχειρούσε στην κτηνοτροφία, κάτι που συνεχίστηκε επί δεκαετίες υπό την καθοδήγηση και τη σκληρή δουλειά του επιζήσαντα των γερμανικών στρατοπέδων.

Η σύλληψη στον Μόλυβο
Και μπορεί να γλίτωσε τον ελληνικό στρατό, δεν κατόρθωσε, όμως, να γλιτώσει από τα ναζιστικά στρατεύματα. Στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, συνελήφθη εκείνος και άλλα περίπου 10 άτομα πάνω σε μία βάρκα που θα τους οδηγούσε με διαρκείς μετεπιβιβάσεις στη Μέση Ανατολή. «Τους είχε προδώσει κάποια γυναίκα από το χωριό. Εκείνον, μάλιστα, που είχε στα χέρια του το χαρτί για τη Μέση Ανατολή τον εκτέλεσαν πάνω στο καΐκι», θυμάται ο γιος του Αντώνη Αλεξανδρή από διηγήσεις του πατέρα του.
Κάποιοι είχαν επιζήσει πέφτοντας μέσα στα αίματα των νεκρών. Δύο από αυτούς ήταν ο πατέρας μου και ο αδελφός του Κωνσταντίνος.
Στη συνέχεια, τους επιβαίνοντες στο καΐκι και άλλα 30-40 άτομα από το νησί τούς οδήγησαν στα Τσαμάκια, στην παραλία της Μυτιλήνης, ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος. «Εριξαν τις βολές οι Γερμανοί στρατιώτες, αλλά δεν τους εκτέλεσαν όλους. Κάποιοι είχαν επιζήσει πέφτονταν μέσα στα αίματα των νεκρών. Δύο από αυτούς ήταν ο πατέρας μου και ο κατά 15 χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Κωνσταντίνος. Οσους επέζησαν δεν τους έριξαν τη χαριστική βολή, αλλά τους συγκέντρωσαν και τους έστειλαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς” στη Θεσσαλονίκη και, από εκεί, με τρένο στη Γερμανία, πρώτα στο Στάιν Κρεμς και, στη συνέχεια, στο Μπέρναου».
«Ο γιος σας είναι νεκρός, κυρία Αλεξανδρή»
«Οταν η μητέρα του, η γιαγιά μου Ερασμία Αλεξανδρή, είχε μάθει τα νέα περί σύλληψης και εκτελεστικού αποσπάσματος, περπάτησε επί μία ολόκληρη ημέρα από τον Σκουτάρο, τόπο γέννησης του πατέρα μου, έως τη Μυτιλήνη για να μάθει τι συνέβη. Βρέθηκε στα γραφεία της Γκεστάπο και ρωτούσε για τον Αντώνη και τον αδελφό του. Οι Γερμανοί τής είχαν δηλώσει ότι όλοι όσοι είχαν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν νεκροί και τους είχαν θάψει σε έναν ομαδικό τάφο, σε ένα σημείο όπου σήμερα υπάρχει ένα μνημείο με τα ονόματα των νεκρών. Ο τάφος, αν θυμάμαι καλά, είχε ανοιχτεί έπειτα από 40 χρόνια», θυμάται ο Ντίνος Αλεξανδρής από διηγήσεις της γιαγιάς του Ερασμίας, της μητέρας του Ελλης και φυσικά του πατέρα του.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω με τίποτα είναι ότι η μητέρα του τού έκανε κόλλυβα επί μία πενταετία, θεωρώντας τον νεκρό. Κάθε χρόνο, στην επέτειο της υποτιθέμενης εκτέλεσής του, του έκανε μνημόσυνο. Μέχρι που εκείνος επέστρεψε. Είχε, μάλιστα, μαζί του κουτάλια, πιρούνια και μαχαίρια «made in USA»· ήταν εκείνα που τους είχαν δώσει οι Σύμμαχοι όταν είχαν απελευθερώσει τη Γερμανία.
Στις φυλακές –«έχτιζαν τα στρατόπεδα των ναζί στην πραγματικότητα», σημειώνει ο Ντίνος Αλεξανδρής– οι κακουχίες δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυσης, πέραν της περιγραφής από τον ίδιο: «Ολη μέρα ξύλο και πατατόζουμο. Του είχαν σπάσει τα περισσότερα δόντια χτυπώντας τον διαρκώς οι φρουροί με τα κοντάκια από τα όπλα τους». Εκεί, όμως, συνάντησε έναν άνθρωπο: τη Ρόζα, τον έρωτα του στρατοπέδου.
Η Ρόζα που έμεινε στο Πρίντεζι
Με τη Γερμανίδα συγκρατούμενή του, ωστόσο, ο έρωτας έμελλε να σταματήσει ξαφνικά στο Πρίντεζι, το 1945. Αφού είχαν απελευθερώσει τη Γερμανία τα συμμαχικά στρατεύματα και είχαν ανοίξει τα στρατόπεδα, οι κρατούμενοι είχαν ορισμό της επιστροφής τους στην πατρίδα. «Στο μεταξύ, ώσπου να γίνει αυτό, ο πατέρας μου πουλούσε την αγγλόφωνη εφημερίδα “Νέα Ευρώπη” ανάμεσα στους πρώην κρατουμένους, κερδίζοντας λίγα πφένιχ για να τρώει, αλλά και για να αγοράζει τα τσιγάρα του αδελφού του, Κωνσταντίνου –από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα–, που είχε επίσης οδηγηθεί μαζί του στη Γερμανία», σύμφωνα με τη διήγηση του Ντίνου Αλεξανδρή.
Οταν ανέβηκαν με τη Ρόζα στο τρένο της επιστροφής, αφίχθηκαν στο Πρίντεζι, απ’ όπου οι Ελληνες απελευθερωθέντες θα επέστρεφαν διά θαλάσσης στην Ελλάδα. Τη στιγμή που περνούσαν από τον έλεγχο εγγράφων των ελληνικών Αρχών προτού επιβιβαστούν στο καράβι, οι ελεγκτές αποφάσισαν ότι η Ρόζα, ως Γερμανίδα, δεν θα λάμβανε άδεια εισόδου στην Ελλάδα επ’ ουδενί.
Οταν ανέβηκαν με τη Ρόζα, τον έρωτα του στρατοπέδου, στο τρένο της επιστροφής, αφίχθηκαν στο Πρίντεζι, απ’ όπου οι Ελληνες απελευθερωθέντες θα επέστρεφαν διά θαλάσσης στην Ελλάδα. Οι ελληνικές Αρχές τής είχαν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα λόγω καταγωγής.
Ο έρωτας που τράφηκε με πατατόζουμο και ξύλο θα τελείωνε εκεί. Η Ρόζα αναγκαστικά επέστρεψε στην πατρίδα της. «Η μάνα μας, όμως, μία παλιά φωτογραφία της Ρόζας και του πατέρα μου θυμάμαι ότι την είχε σε πρώτο πλάνο στο σπίτι. Ηταν Μανιάτισσα η Ελλη Φραγκογιάννη, άλλης κουλτούρας, δεν είχε τέτοιες ανασφάλειες. Ηταν πάντα ένας άνθρωπος μοντέρνος, δημοκρατικός, φεμινίστρια από τα νιάτα της. Επαιζε, μάλιστα, και εκκλησιαστικό όργανο», εξομολογείται ο γιος της σήμερα στην «Κ». Η Ελλη Αλεξανδρή πέθανε το 2015. Το τελευταίο διάστημα, ο Αντώνης Αλεξανδρής την αναζητούσε όλο και περισσότερο.
Η επιστροφή στην Ελλάδα

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1945, επιστρατεύτηκε αμέσως στον ελληνικό Στρατό, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Πολέμησε, μεταξύ άλλων, στα Αγραφα, παραμένοντας άφοβος. «Ο χάρος είναι φίλος μου. Συναντηθήκαμε πολλές φορές σαν ήμουνα νέος. Με προσπερνούσε…» ήταν κάτι που επίσης συνήθιζε να λέει για κάθε αναποδιά, για κάθε μικρό ή μεγάλο φόβο της ζωής.
«Πώς τα φέρνει η ζωή»

Σε αυτό το σημείο, ο Ντίνος Αλεξανδρής κάνει μία παρένθεση στην κουβέντα μας για να μιλήσει για το «πώς τα φέρνει η ζωή». Ο γιος του, Αντώνης κι εκείνος από τον παππού του, εργάζεται εδώ και χρόνια στο γερμανικό Δημόσιο ως προγραμματιστής στον σιδηρόδρομο της Φρανκφούρτης.
Και στη Γερμανία, όπου υπέφερε ο παππούς του, και στα τρένα, με τα οποία μεταφέρθηκε εκεί. Ο πατέρας μου, ασφαλώς, ποτέ δεν σχολίασε τίποτα γι’ αυτό. Εκείνος μισούσε το καθεστώς των ναζί, όχι τον γερμανικό λαό.
Οταν τελείωσε λίγα χρόνια μετά το στρατιωτικό του, τα Περιβόλια της Μόριας τον περίμεναν. Τα ζώα και το κρεοπωλείο επίσης. Ο Αντώνης Αλεξανδρής ήταν εκείνος που παρέμενε πιστός της οικογένειας της παράδοσής της. «Οι καλοκαιρινές διακοπές μου όταν ήμουν παιδί ήταν τα ταξίδια με τον πατέρα μου για να πουλήσουμε πρόβατα από τη Μυτιλήνη στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη –από τη Δράμα και το Πόρτο Λάγος έως την Αλεξανδρούπολη»– και να επιστρέψουμε με μοσχάρια στο νησί», θυμάται ο Ντίνος Αλεξανδρής.
Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τα χρόνια της χούντας, οπότε ο ατίθασος αδελφός μου, ο Γιώργος, τα έβαλε με έναν της Αγορανομίας…
«Αν ήξερε γράμματα, θα είχε βγάλει πολλά λεφτά από τις δουλειές στο ζωεμπόριο και το κρεοπωλείο μας. Ηταν, όμως, πανέξυπνος επιχειρηματίας, δεν τον έριχνες με τίποτα», συμπληρώνει ο ίδιος. «Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τα χρόνια της χούντας, οπότε ο ατίθασος αδελφός μου, ο Γιώργος, τα έβαλε με έναν της Αγορανομίας. Είχε έρθει για έλεγχο στο κρεοπωλείο, ζύγισε τα κρέατα, τα κατάστιχα είχαν βγει καθαρά και με το παραπάνω. Ο ένστολος της Αγορανομίας, όμως, ζήτησε, για καψόνι επειδή δεν είχε βρει τίποτα, από τον αδελφό μου να κατεβάσει τις χάρτινες ταμπέλες από το μαγαζί. Ο Γιώργος, βέβαια, φημιζόταν για τον έντονο χαρακτήρα του. Αφού τον είχε παρακαλέσει να τα αφήσει για μία ώρα ώσπου να κλείσει το μαγαζί και ο αγορανόμος αρνήθηκε, άρπαξε τον τύπο, τον έσπρωξε και τον κρέμασε σ’ έναν γάντζο. Εξαφανίστηκε μετά και μέσα σε 46 ώρες εντέλει παραδόθηκε στην Αστυνομία. Του όρισαν δικάσιμο, όπου έλαβε τελικά ποινή φυλάκιση τριών ετών με αναστολή, λόγω προτέρου εντίμου βίου και επειδή είχε υπηρετήσει ως κρυπτογράφος στο Β΄ Επιτελικό Γραφείο στην Αθήνα».
Η μοναδική φορά που τον είδα να κλαίει, και μάλιστα, γονατισμένος, ήταν στην κηδεία του αδελφού μου, Γιώργου, το 2011. Εκεί δεν κατάφερε να κρατηθεί όπως κάθε άλλη φορά. Ο άνθρωπος που ήταν σκληρός από την επώδυνη ζωή, και που δεν πονούσε εύκολα, είδε τον έναν του γιο –εκείνον που, κατά τη διάρκεια της θητείας του, κολυμπούσε στον ποταμό Εβρο, περνούσε απέναντι κρυφά και σχεδίαζε την Κύπρο στα τουρκικά τανκς– να φεύγει.
Επί ένα εξάμηνο, εξαιτίας του κλεισίματος του μαγαζιού –«μετά όσα έκανε ο αδελφός μου θα είχαμε κάθε μέρα έλεγχο και καψόνια από τη χούντα»–, ο Αντώνης Αλεξανδρής είχε καταφύγει στο Πόρτο Λάγος, σε φίλους και γνωστούς, ώστε να συνεχίσει το ζωεμπόριο, αφού το κρεοπωλείο το είχε κλείσει εν μια νυκτί. «Εξοικειωμένος όπως ήταν με τα πρόβατα, πήγαινε στη λίμνη Βιστωνίδα για να βοσκήσουν. Μάζευε σιγά σιγά λεφτά και μας έστελνε εμάς πίσω στη Μυτιλήνη για να ζούμε», θυμάται από διηγήσεις του πατέρα του ο Ντίνος Αλεξανδρής. Οταν έγινε το δικαστήριο του γιου του έξι μήνες μετά, επέστρεψε στη Μόρια. «Το κρεοπωλείο είχε κλείσει, αλλά ο πατέρας μου, όπως πάντα, είπε “τελείωσε τώρα αυτό, πάμε να προχωρήσουμε παρακάτω”. Και συνέχισε μόνο με το ζωεμπόριο, αφού είχε ρυθμίσει όλα του τα χρέη με το κλείσιμο του μαγαζιού… νύχτα».
Το καθημερινό χαμόγελο
Μέχρι την πανδημία του κορωνοϊού, ο Αντώνης Αλεξανδρής κατέβαινε καθημερινά με το λεωφορείο στη Μυτιλήνη για να πιει τα ούζα του. Τον έβλεπε το χωριό του να είναι χαρούμενος και ορεξάτος. «Τα ούζα τού έδιναν ζωή», λέει στην «Κ» η ανιψιά του, Δήμητρα Αλεξανδρή, πρώην αντιδήμαρχος Μυτιλήνης, της οποίας ο παππούς ήταν αδελφός του Αντώνη Αλεξανδρή. «Κάθε πρωί μάς έπαιρνε τηλέφωνο για να δει τι κάνουμε, να μάθει τα νέα μας, να μας καθησυχάσει ότι όλα θα πάνε καλά», μας λέει η ίδια.

Εναν τέτοιο πρόσχαρο άνθρωπο περιγράφει στην «Κ» και η πρόεδρος της δημοτικής κοινότητας Μόριας, Μαριάνθη Μακρή. «Ζούσε τη ζωή ώς το μεδούλι, ήταν γλεντζές και ευφραινόταν η ψυχή σου να τον βλέπεις κάθε μέρα που πηγαινοερχόταν στη Μυτιλήνη για τα καθιερωμένα του ούζα», προσθέτει.
Αντε γεια τώρα. Και να αντέχετε. Ολα τα μπορούμε…
Ο Αντώνης Αλεξανδρής τα τελευταία δύο χρόνια προ της εκδημίας του ήταν σε υποχρεωτική κατάκλιση για λόγους υγείας. Ο γιος του, Ντίνος, ήταν διαρκώς στο πλάι του και φρόντιζε για όλα τα απαραίτητα, αλλά και να μην ενοχλείται ο ήρωας της Λέσβου από κανέναν. Ο άνθρωπος που έως το τέλος σήκωνε το λάβαρο των παρελάσεων, όπου «ήμασταν πολλοί κάποτε. Θύματα για τη σημαία και την πατρίδα. Τώρα απόμεινα μοναχός. Τελειώσαμε…», όπως έλεγε όταν πλέον περπατούσε ως ο τελευταίας επιζήσας του ναζιστικού τρόμου. Αλλά είχε τον τρόπο του:
«Εχω πιει πολλά λιμάνια ούζο στη ζωή μου. Του χρόνου, άμα έχω φύγει, να πάρετε δυο νέοι το λάβαρο και να το περάσετε στην προκυμαία. Να ησυχάσουν οι ψυχές όλων. Αντε γεια τώρα. Και να αντέχετε. Ολα τα μπορούμε…»
Κεντρική φωτογραφία: Ο Αντώνης Αλεξανδρής φωτογραφημένος ενώ υπηρετεί στον Στρατό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. (©Αρχείο Ντίνου Αλεξανδρή)

