Η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν επηρεάζει μόνο τους πνεύμονές μας αλλά και το μυαλό μας, καθώς σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, η έκθεση σε αυτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της πρώιμης παιδικής ηλικίας μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες αλλαγές στη λευκή ουσία του εγκεφάλου.
Εννοώντας ως «λευκή ουσία» τη μυελίνη, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για λειτουργίες όπως η μνήμη, η προσοχή, η ταχύτητα επεξεργασίας κ.λπ., οι ερευνητές του μη κερδοσκοπικού κέντρου Barcelona Institute for Global Health (ISGlobal) είναι οι πρώτοι παγκοσμίως που παρακολούθησαν 4.000 συμμετέχοντες από τη γέννησή τους έως και την εφηβεία τους προκειμένου να εξαγάγουν ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευνα περιελάμβανε τον υπολογισμό της ποσότητας έκθεσης σε 14 διαφορετικούς ατμοσφαιρικούς ρύπους, ενώ 1.314 παιδιά υποβλήθηκαν σε τομογραφίες εγκεφάλου για να εξεταστούν οι αλλαγές στη μικροδομή της μυελίνης.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι η έκθεση σε ρύπους όπως τα μικροσωματίδια (PM2.5) και το οξείδιο του αζώτου (NOx) σχετίζεται με διαφορές στην ανάπτυξη της λευκής ουσίας. Συγκεκριμένα, η υψηλότερη έκθεση σε PM2.5 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και σε PM2.5, PM10, PM2.5-10 και NOx κατά την παιδική ηλικία συσχετίστηκε με χαμηλότερα επίπεδα κλασματικής ανισοτροπίας (FA), που επηρεάζει τον τρόπο διάχυσης των μορίων του νερού στον εγκέφαλο. Η πηγή προέλευσης των μικροσωματιδίων και του οξείδιου του αζώτου είναι οι εκπομπές αερίων από τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, τις βιομηχανίες, τα εργοτάξια και τις πυρκαγιές.
H έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση που είναι σε επίπεδα άνω των επιτρεπτών ορίων μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση άνω των πέντε μηνών στην ανάπτυξη του εγκεφάλου σε σύγκριση με την κανονική ανάπτυξη.
«Αυτό που θέλαμε να δούμε ανά τα χρόνια παρακολούθησης των συμμετεχόντων είναι αν οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη λευκή ουσία του εγκεφάλου εξασθενούν ή επιδεινώνονται. Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμη είναι με ποιον τρόπο η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει τη μυελίνη», εξηγεί στην «Κ» η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Μόνικα Γκούξενς προσθέτοντας πως η επικρατέστερη απάντηση είναι πως μικροσωματίδια εισέρχονται στον εγκέφαλο ή έπειτα από φλεγμονή στους πνεύμονες. Ωστόσο για τη διαπίστωση μίας τέτοιας υπόθεσης θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες.
Τι αποκάλυψε η έρευνα (αναλυτικά)
Απαντώντας σε ερωτήσεις, η κ. Γκούξενς εξηγεί με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια την έρευνα.
Ποιο είναι το αρχικό συμπέρασμα; «Το αρχικό συμπέρασμα είναι πως όταν μια έγκυος γυναίκα εκτίθεται σε ρύπους όπως τα μικροσωματίδια PM2.5 και όταν ένα παιδί εκτίθεται στους ακόλουθους ρύπους (PM2.5, PM10, PM2.5-10 και NOx) στην παιδική ηλικία, ο εγκέφαλος του παιδιού επηρεάζεται αρνητικά».
Στη συνέχεια; «Ερχεται η κλασματική ανισοτροπία, η FA, δηλαδή ένας δείκτης που δείχνει πόσο εύκολα “ρέει” το νερό μέσα στον εγκέφαλο. Οσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο εγκέφαλος, τόσο πιο “ομαλά” και σε μία κύρια κατεύθυνση ρέει το νερό. Ετσι, υψηλότερη FA σημαίνει καλύτερη οργάνωση και ανάπτυξη του εγκεφάλου».
Πώς επηρεάζει η ρύπανση την FA; «Η μελέτη βρήκε ότι τα παιδιά με μεγαλύτερη έκθεση σε ρύπανση είχαν χαμηλότερα επίπεδα FA. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλός τους δεν αναπτύσσεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Μακροχρόνιες επιπτώσεις: «Η αυξημένη έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση δεν έχει επιπτώσεις μόνο τη στιγμή της έκθεσης, καθώς τα παιδιά αυτά μπορεί να συνεχίσουν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα FA και στην εφηβεία, κάτι που δείχνει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της έκθεσης αυτής».
Πόσο μεγάλη είναι η επίδραση; «H έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση που είναι σε επίπεδα άνω των επιπτρεπτών ορίων μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση άνω των πέντε μηνών στην ανάπτυξη του εγκεφάλου σε σύγκριση με την κανονική ανάπτυξη. Ακόμη και αν το μέγεθος των επιδράσεων είναι μικρό, αυτό μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο σε πληθυσμιακή κλίμακα».
Νέοι κανόνες
Τα δεδομένα της μελέτης σύμφωνα με τους ειδικούς αποδεικνύουν πως η Ευρώπη πρέπει να λάβει αυστηρότερες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα αποδεκτά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς αποκλίνει σημαντικά από τα συνιστώμενα όρια που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Τον περασμένο Απρίλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε με 381 ψήφους υπέρ, 225 κατά και 17 αποχές νέα μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, ώστε να μην είναι πλέον επιβλαβής για την υγεία, τα φυσικά οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα. Οι νέοι κανόνες καθορίζουν αυστηρότερα όρια και τιμές-στόχους για το 2030 για τους ρύπους που έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αιωρούμενων σωματιδίων (PM2.5, PM10), του διοξειδίου του αζώτου (NO2) και του διοξειδίου του θείου (SO2). Τα κράτη-μέλη μπορούν να ζητήσουν την αναβολή της προθεσμίας για το 2030 κατά δέκα έτη κατ’ ανώτατο όριο, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Σχετικά με την ισχύουσα κατάσταση, από το παραπάνω γράφημα προκύπτει ότι με βάση τα ισχύοντα πρότυπα της Ε.Ε. λιγότερο από το 1% του αστικού πληθυσμού της Ε.Ε. εκτίθεται σε επιβλαβή επίπεδα αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5. Ωστόσο, εάν ληφθούν υπόψη οι τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 97%.

