Σε μια βιτρίνα παιχνιδάδικου που έχει μείνει ίδια από τη δεκαετία του ’70, σε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής που λειτουργεί με τις ίδιες συνταγές από τη δεκαετία του ’50, σε έναν πάγκο ψαριών που από το 1926 βρίσκεται στη Βαρβάκειο και σε ένα ανθοπωλείο που «κρατάει» το ίδιο άρωμα εδώ και δεκαετίες. Πίσω από τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις βρίσκονται επαγγελματίες που αντέχουν, ενώ η καθημερινότητα και οι συνήθειες του κόσμου αλλάζουν. Η λιανική έχει περιοριστεί, η κατανάλωση είναι πιο συγκρατημένη και η αβεβαιότητα παραμένει. Ομως, όσοι κρατούν τέτοια μαγαζιά ανοιχτά δεν στηρίζονται μόνο στους αριθμούς. Στηρίζονται στη διάρκεια, στη γνώση της δουλειάς και την εμπιστοσύνη που έχουν χτίσει με τους ανθρώπους που μέσα στις δεκαετίες συνεχίζουν να διασχίζουν το κατώφλι των μαγαζιών τους.
Ιχθυοπωλείο Σπύρου και Φάνη – «Μας γεμίζει. Αλλιώς, δεν αντέχεις εδώ μέσα»
Από το 1926 στη Βαρβάκειο. Τέσσερις γενιές ιχθυοπωλών, η μία διαδέχτηκε την άλλη. Ο Σπύρος Κοράκης ξεκίνησε να δουλεύει στο ιχθυοπωλείο στα 19 του, το 1968. Το κατάστημα ξεκίνησε από τον παππού του και συνεχίζει μέχρι σήμερα, σε μια αγορά που έχει αλλάξει ριζικά. Η λιανική έχει μειωθεί αισθητά. «Πριν από δέκα χρόνια, το 80% των πελατών ήταν ιδιώτες. Σήμερα είναι μόλις 30%. Το υπόλοιπο πάει σε εστιατόρια. Ο κόσμος δεν μαγειρεύει. Παλιά κάνανε γιορτές στα σπίτια. Μέχρι και τους γάμους τους. Τώρα τίποτα». Η φθορά φαίνεται και στο ωράριο. Ο Σπύρος κάποτε ξεκινούσε να δουλεύει από τη 1.30 τα ξημερώματα. Σήμερα, η μέρα αρχίζει στις 6. «Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις πιο νωρίς», εξηγεί. Με την πανδημία υπήρξε μια προσωρινή βελτίωση. «Ο κόσμος ήταν σπίτι, μαγείρευε, οπότε είχαμε πολλές παραγγελίες», λένε. Ηταν όμως μια παροδική άνοδος, δεν κράτησε. «Τώρα πάλι τίποτα. Δουλεύουμε κυρίως με επαγγελματίες. Αλλά ακόμα και τα καταστήματα εστίασης έχουν δυσκολία να μείνουν ανοιχτά όλη την εβδομάδα».

Ο γιος του, ο Φάνης, είναι 48 ετών και, όπως λέει, δεν έχει κάνει ποτέ άλλη δουλειά. «Από 17 χρονών εδώ. Δεν έχω μάθει τίποτα άλλο, αυτή είναι η δουλειά μου και με γεμίζει. Μου αρέσει το ότι σηκώνομαι μέσα στη νύχτα και ψάχνω να βρω το καλύτερο για τον πελάτη. Αυτό με εξιτάρει. Κάποιοι μάς ξέρουν 40 χρόνια, δεν γίνεται να προδώσω την εμπιστοσύνη τους», αναφέρει. Τα ψάρια που ζητούν πιο συχνά οι πελάτες είναι φαγκρί, συναγρίδα, σφυρίδα. Ολα διαλεγμένα, λέει ο Φάνης, «με το μάτι και το χέρι». Και με μια επιμονή που δεν έχει να κάνει απλώς με επαγγελματισμό — έχει να κάνει με το ότι, όπως λέει κι εκείνος, «αν δεν το αγαπάς, δεν κρατιέσαι εδώ μέσα». Οσο για τον πατέρα του, «δεν μπορεί να κάτσει σπίτι», λέει ο Φάνης. «Και δεν θέλει», ενώ ο Σπύρος συμπληρώνει πως «εδώ είναι η ζωή μου. Τους ανθρώπους στη Βαρβάκειο τους βλέπω περισσότερο και από την οικογένειά μου. Αρα, είναι και αυτοί οικογένεια».

Ανθοπωλείο Ιωαννίδη – «Μεγάλωσα μέσα στα λουλούδια»
Το 1956, ο πατέρας της Αντζελας Ιωαννίδη άνοιξε το πρώτο του ανθοπωλείο. Μέχρι το 1969, η επιχείρηση είχε μεταφερθεί στη Σεβαστουπόλεως στους Αμπελόκηπους, σε ένα κατάστημα που έγινε τοπόσημο της γειτονιάς – τόσο που… εμφανίστηκε στην ταινία «Το ανθρωπάκι» (1969) με τον Κώστα Βουτσά. Εκεί, απέναντι από το μαιευτήριο όπου γεννήθηκε η Αντζελα, ξεκίνησε και η δική της σχέση με τη δουλειά. «Μεγάλωσα μέσα στα λουλούδια», λέει.

Η μικρότερη από τα τρία αδέρφια που ανέλαβαν την επιχείρηση σπούδασε Γεωπονία, όμως η πρακτική εξοικείωση είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς. «Από μικρή ήμουν στον πάγκο, στις παραλαβές, στις συνθέσεις». Το 1987, το ανθοπωλείο μεταφέρθηκε Μιχαλακοπούλου 84, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, με οκταμελές προσωπικό και την ίδια οικογενειακή επιμέλεια. Η δουλειά δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Η κρίση του 2018 περιόρισε τη ζήτηση, κυρίως στα εταιρικά δώρα – κάποτε βασικό κομμάτι του τζίρου. Παρ’ όλα αυτά, η σχέση του κόσμου με τα λουλούδια δεν χάθηκε.

«Υπάρχουν πελάτες που στολίζουν κάθε εβδομάδα. Και στους εργασιακούς χώρους βλέπεις πλέον περισσότερα φυτά. Ο κόσμος το έχει ανάγκη». Αυτό φάνηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας. «Μένοντας στο σπίτι, πολλοί στράφηκαν στα φυτά. Ηθελαν κάτι να φροντίσουν. Οταν ξανάνοιξαν τα καταστήματα, ήρθαν να πάρουν γλάστρες, ήθελαν να κρατήσουν αυτή την επαφή με τη φύση μέσα στην καθημερινότητα». Η επιχείρηση απορρόφησε όσο μπορούσε τις αυξήσεις του κόστους. «Δεν είμαστε οι μόνοι, πολλοί επαγγελματίες έκαναν το ίδιο. Καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος δύσκολα θα κάνει υπερβολές, αλλά θέλει κάτι όμορφο στον χώρο του. Το νιώθεις αυτό», λέει. Για την ίδια, η συνέπεια και η φροντίδα είναι κανόνας. Οπως έλεγε και ο πατέρας της: «Ακόμα και η σκόνη απ’ τα παπούτσια του πελάτη είναι σημαντική».
Ζαχαροπλαστείο Μικέ – «Από την αγάπη του κόσμου τρέφω τη δύναμή μου»
«Ξυπνάω και κοιμάμαι έχοντας στο μυαλό μου τη δουλειά», λέει ο Τρύφωνας Διαμαντάκης. «Για εμένα δεν είναι απλώς ένα ζαχαροπλαστείο. Είναι όλη μου η ζωή». Ο Τρύφωνας είναι η τρίτη γενιά της οικογένειας που λειτουργεί το ζαχαροπλαστείο Μικέ, ένα από τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς στην πλατεία Μαβίλη από το 1956. Ο παππούς του, Μιχάλης Διαμαντάκης -εξού και το Μικέ- γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, έζησε στο Παρίσι, βραβεύτηκε ως ζαχαροπλάστης και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να ανοίξει το δικό του κατάστημα. Η σκυτάλη πέρασε στον γιο του και σήμερα στον εγγονό. Ο Τρύφωνας μπήκε στο μαγαζί από παιδί.

«Εφευγα από το σχολείο και πήγαινα κατευθείαν στο ζαχαροπλαστείο. Εχω περάσει από όλα τα πόστα», λέει. Σήμερα, είναι κυρίως στο παρασκευαστήριο. Το Μικέ εξακολουθεί να εστιάζει σε κλασικά γλυκά -πάστες, σοκολατίνες, μιλφέιγ, αμυγδάλου, δαμάσκηνο με σοκολάτα- και βέβαια φημίζεται για την τυρόπιτά του, με φρέσκο βούτυρο και πικάντικη φέτα. «Δεν ακολουθούμε τις τάσεις. Πάμε με την παράδοση και με τις συνταγές που ξέρουμε». Η επιχείρηση έχει αναπτυχθεί: δύο νέα καταστήματα σε Φιλοθέη και Βριλήσσια, 33 άτομα προσωπικό συνολικά. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. «Ο κόσμος δεν παίρνει πια δέκα πάστες. Θα πάρει όσες θα καταναλώσει. Από τρία κουτιά που θα αγόραζε παλιότερα, πλέον θα αγοράσει ένα». Αυτό που τον κρατά, λέει, είναι η σχέση με τους ανθρώπους. «Από την αγάπη του κόσμου τρέφω τη δύναμή μου. Ερχονται συχνά και μου λένε πως με τα γλυκά μας είμαστε μέρος των αναμνήσεών τους, και αυτό για εμένα είναι το πιο συγκινητικό».
Τομ-Τομ – «Η βιτρίνα μας δεν έχει αλλάξει ποτέ»
Το 1973, η Ρίτα Ουίλς άνοιξε Ιπποκράτους 115 ένα από τα πρώτα μεγάλα παιχνιδάδικα της Αθήνας. Το κατάστημα ονομάστηκε Τομ-Τομ από μια μαριονέτα με κορδονάκια που είχε το ίδιο όνομα – ένα από τα πρώτα παιχνίδια της Lyra, της ελληνικής βιοτεχνίας που αντιπροσώπευε το μαγαζί ως πρατήριο. Η πρόσοψη του μαγαζιού παραμένει η ίδια από το 1973, με τη βιτρίνα στημένη όπως τότε. «Δεν την αλλάξαμε ποτέ», λέει η κυρία Ρίτα.«Μόνο τα παιχνίδια μέσα αλλάζουν κάθε εποχή».

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ειδικά στις γιορτές, σχηματίζονταν ουρές. «Δεν προλαβαίναμε», θυμάται. «Τα παιδιά έρχονταν και ζητούσαν τα πάντα: βατραχάκια, νεροτσουλήθρες, Χάιντι, Πίπη Φακιδομύτη, Μάγια η Μέλισσα. Ηταν τα best seller της εποχής». Η κόρη της, Χριστίνα, έχει πλέον αναλάβει την επιχείρηση. Οι καιροί είναι διαφορετικοί. Η αγορά έχει επηρεαστεί από τις ηλεκτρονικές παραγγελίες και τις αφορολόγητες εισαγωγές από την Κίνα. «Ολη η αγορά είναι πεσμένη», λέει η κυρία Ρίτα. «Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τις Απόκριες υπάρχει μια άνοδος, αλλά σε σχέση με παλιά, τίποτα δεν συγκρίνεται». Κι όμως, το μαγαζί παραμένει σημείο αναφοράς για όσους θυμούνται.

Πολλοί γονείς έρχονται σήμερα και ζητούν παιχνίδια που έπαιζαν οι ίδιοι ως παιδιά. «Τους λένε “και εγώ από εδώ έπαιρνα τα παιχνίδια μου” και συγκινούνται. Είναι σημαντικό τα παιδιά να έχουν επαφή με το παιχνίδι. Δεν έχει σημασία αν δεν είναι ακριβό ένα παιχνίδι, αρκεί να μη μεγαλώνουν νιώθοντας πως δεν έπαιξαν», λέει. «Οταν βλέπουμε έναν γονιό να δυσκολεύεται, προσπαθούμε να βρούμε μια λύση. Το ίδιο παιχνίδι, σε μικρότερο μέγεθος. Κάτι που θα κάνει μικρούς και μεγάλους να φύγουν από το μαγαζί με χαμόγελο».

