Αν και η κοινωνιολογική έρευνα γύρω από ζητήματα διασκέδασης και κατανάλωσης είναι φτωχή στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι το ιδεώδες της παραλίας ως τόπου για κολύμπι, διαφυγή και αναψυχή, μαζικοποιείται σταδιακά μετά τη δεκαετία του ’60, όταν αναπτύσσεται και στη χώρα μας μια πιο οργανωμένη τουριστική αξιοποίηση της θάλασσας. Μέχρι τότε οι περισσότεροι νησιώτες δεν γνώριζαν κολύμπι, αφού η θάλασσα σηματοδοτούσε το πεδίο εργασίας των ψαράδων και για τους περισσότερους μια άγνωστη και μάλλον επικίνδυνη οντότητα.
Οι παλιές ελληνικές ταινίες αποτελούν ιδιαίτερα καλό μάρτυρα, αφού μέχρι τη δεκαετία του ’70 και την έγχρωμη εποχή των μιούζικαλ, σπάνια το σκηνικό μετατοπίζεται σε κάποια παραλία, ενώ ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει, αφορά κυρίως τους νέους της εποχής και σχεδόν καθόλου τις άλλες ηλικίες.
Ενα κρίσιμο σύμβολο της ελληνικής παραλίας και της διαφορετικής σημασίας που αυτή διαμορφώνει στο πέρασμα των χρόνων είναι η ομπρέλα, όπως βέβαια και ο γενικότερος εξοπλισμός θαλάσσης. Η χρήση της δεν φαίνεται να είναι μεγάλη μέχρι και τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (τουλάχιστον εκτός μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων). Σε εκείνο το χρονικό σημείο όπου η παραμονή στη θάλασσα αρχίζει να γίνεται πολύ μεγαλύτερη, η αγορά της ομπρέλας γίνεται ένα απαραίτητο οικογενειακό αξεσουάρ.
Είναι άλλωστε η εποχή που σταδιακά (σίγουρα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80) οι θεραπευτικές ιδιότητες της έκθεσης στον ήλιο αποτελούν παρελθόν και αναπτύσσεται όλο και πυκνότερα ο ιατρικός λόγος γύρω από την αντηλιακή προστασία, εκτοπίζοντας σταδιακά διαδεδομένες πρακτικές, όπως το «πίσσα» μαύρισμα, το μονοκίνι ή πιο περιορισμένες όπως ο γυμνισμός.
Κρίσιμο σύμβολο της ελληνικής παραλίας και της διαφορετικής σημασίας που αυτή διαμορφώνει στο πέρασμα των χρόνων είναι η ομπρέλα. Η χρήση της δεν φαίνεται να είναι μεγάλη μέχρι και τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Είναι η περίοδος που οι λουόμενοι αναζητούν την ομπρέλα που θα αντισταθεί στον δυνατό αέρα (αναπτύσσεται τεχνολογία σχετικά με το πώς αυτό θα γίνει εφικτό είτε με μεγάλα καρφιά που μπαίνουν στο έδαφος είτε με άλλους τρόπους), ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και η αγορά της υπαίθριας μικρής καρέκλας, ως μέσο που αντικαθιστά την κυρίαρχη μέχρι τότε πετσέτα (ή ψάθα) που στρωνόταν στην παραλία (συμβαδίζοντας άλλωστε με την κουλτούρα του ελεύθερου ή οργανωμένου κάμπινγκ).
Σε καμιά περίπτωση η κτήση της ομπρέλας και του όποιου άλλου εξοπλισμού μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν σηματοδοτεί μια κοινωνική διάκριση. Μάλλον είναι το σύμβολο μιας εποχής που θέλει τα «μπάνια του λαού» αδιαπραγμάτευτα, μιας εποχής εκδημοκρατισμού της κατανάλωσης στις θερινές διακοπές, μια ένδειξη ότι η μέση ελληνική οικογένεια κατακτά τις ελληνικές παραλίες, πολλές φορές δημιουργώντας δυσαρέσκεια στους ρέκτες της απομόνωσης και της ησυχίας, που θα αναζητήσουν –με τις δικές τους ομπρέλες– τη μοναχικότητα των δύσβατων και έρημων ακτών.
Θα πρέπει να έρθει η δεκαετία του 2000 για να αλλάξει ραγδαία η κοινωνική σημασία της ομπρέλας. Ο νόμος 2971/2001 επιτρέπει την παραχώρηση έκτασης της παραλίας προς εξυπηρέτηση του κοινού, αλλά μόνο με κρατική άδεια και με συγκεκριμένους όρους, έτσι ώστε να διατηρείται ελεύθερη πρόσβαση. Η μικροεπιχειρηματικότητα για την ενοικίαση ομπρέλας γίνεται θεσμικά αποδεκτή και η οικονομική και τουριστική εκμετάλλευση του χώρου εντείνονται γεωμετρικά. Η ομπρέλα δεν είναι πια το εμβληματικό στοιχείο της ανθρώπινης παρουσίας στον θαλάσσιο χώρο διακοπών, όσο το αντικείμενο που στεγάζει, δηλαδή η ξαπλώστρα.
Οι λουόμενοι εγκαταλείπουν σταδιακά την αγορά και (κουραστική) μεταφορά του δικού τους εξοπλισμού και αναζητούν τις «οργανωμένες» παραλίες, που παρέχουν όχι απλά σκιά, αλλά που εξαπλώνουν την ίδια την αίσθηση του αναπαυτικού ή χλιδάτου ξαπλώματος. Ταυτόχρονα οι «οργανωμένες» παραλίες καταργούν την αποκλειστικότητα των φυσικών ήχων στην παραλία, που μέχρι τότε διακοπτόταν μόνο από το τικ-τακ κάποιων ρακετών.
Τώρα οι παραλίες είτε με πρόχειρες καντίνες είτε με την αισθητική του καφέ-μπαρ προμηθεύουν τους πελάτες τους με νεανικές ως επί το πλείστον μουσικές προτιμήσεις, στις οποίες το δυνατό μπιτ συνοδεύει το σχετικό ρόφημα (καφέ ή ποτό), υπερβαίνοντας κατά πολύ τον παφλασμό του κύματος.
Οι όροι της κοινωνικής διάκρισης έχουν μπει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες, με αποκορύφωμα τα τελευταία χρόνια όπου η ενοικίαση μιας ομπρέλας υπερβαίνει τα 100 ευρώ στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται κράτηση στις πλέον προνομιακές θέσεις που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα. Στις λιγότερο τουριστικές παραλίες, που η ενοικίαση ομπρέλας – ξαπλώστρας γίνεται μόνο έναντι κατανάλωσης, οι λουόμενοι με περατό εισόδημα για διακοπές νιώθουν πραγματικά τυχεροί.
Η περίοδος της πανδημίας πήγε να επαναφέρει προσωρινά την αγορά της ομπρέλας, αλλά όχι για πολύ. Η ανάγκη να πάει κανείς να ξεκουραστεί και να διασκεδάσει στις ελληνικές παραλίες συνεπάγεται για τους περισσότερους την ανεύρεση μιας οργανωμένης παραλίας, ανάλογα με το βαλάντιο που ο καθένας διαθέτει. Η επιστροφή της ομπρέλας στην αρχαιοπρεπή σημασία της πολυτέλειας και της αριστοκρατικής διάθεσης καλά κρατεί, παρότι την ίδια ώρα διαμορφώνει την πιο ανεπαίσθητη αλλά αρκετά σκληρή διαστρωμάτωση των λουομένων σε διαφορετικές τάξεις κατανάλωσης.
Το κίνημα της πετσέτας το 2023 και σήμερα η εφαρμογή mycoast για καταγγελίες παράνομης κατάληψης της παραλίας (από επιχειρήσεις ή ιδιώτες), δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο άλλοτε χώρος πλουραλιστικής συνεύρεσης έχει μεταμορφωθεί σε χώρο πολύμορφης σύγκρουσης.
*O κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

