Δεν είναι ιδέα μας: οι κατσαρίδες έχουν πληθύνει, μεγαλώσει και –το χειρότερο– αποθρασυνθεί. Δεν τρέχουν πια να κρυφτούν, όπως όφειλαν. Σουλατσάρουν σε κουζίνες και μπάνια, αποφεύγουν παντόφλες και παπούτσια με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα και –φυσικά– δεν έρχονται ποτέ μόνες τους. Γιατί αν δεις μία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι φιλοξενείς δεκάδες άλλες. Πράγματι, ειδικοί επιδημιολόγοι και επαγγελματίες απεντόμωσης αναφέρουν «σοβαρές ενδείξεις» ότι οι κατσαρίδες έχουν πολλαπλασιαστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Ο κυριότερος λόγος πίσω από αυτή την αύξηση φαίνεται να είναι οι μεταβολές στο κλίμα και στις πόλεις μας. Σύμφωνα με μελέτες, η άνοδος της θερμοκρασίας επιταχύνει τον αναπαραγωγικό τους κύκλο και τους εξασφαλίζει ευνοϊκότερες συνθήκες για να ζουν και να πολλαπλασιάζονται. Ενας επιπλέον παράγοντας που δυσκολεύει την κατάσταση είναι η αυξανόμενη ανθεκτικότητα ορισμένων ειδών στα εντομοκτόνα. Μελέτες δείχνουν ότι ιδιαίτερα η πιο κοινή οικιακή κατσαρίδα –η γερμανική– έχει εξελιχθεί τόσο ώστε πολλά κοινά σκευάσματα έχουν χάσει την αποτελεσματικότητά τους.
Την ίδια στιγμή, συγκαταλέγονται σε ένα από τα πιο αποτροπιαστικά έντομα για τον άνθρωπο, καθώς, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, καταφέρνουν να συνδυάσουν δύο βασικά ανθρώπινα συναισθήματα: τον φόβο και την αηδία. Το ενδιαφέρον είναι πως, αν και το μυαλό μας τις έχει συνδέσει με κινούμενες υγειονομικές βόμβες, στην πραγματικότητα οι κατσαρίδες σπανίως μεταδίδουν σοβαρές ασθένειες στον άνθρωπο. Οπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο εντομολόγος Jeffrey Lockwood, οι κατσαρίδες πυροδοτούν ένστικτα δυσανάλογα του πραγματικού κινδύνου: «Θα έλεγε κανείς ότι τα κουνούπια είναι πολύ πιο φονικά, όμως δεν αντιδρούμε στα κουνούπια όπως στις κατσαρίδες». Αυτό αποδεικνύεται και από έρευνες, όπως αυτή, που ζητήθηκε από ανθρώπους να βαθμολογήσουν εικόνες ζώων και οι κατσαρίδες αξιολογήθηκαν ως πιο αποκρουστικές και δυσάρεστες από τις αράχνες ή από τα φίδια.
Οι ψυχολόγοι το εξηγούν ως εξής: στην περίπτωση της κατσαρίδας, ο φόβος μας δεν εδράζεται σε φόβο τραυματισμού αλλά στην αποστροφή
Ο λόγος είναι ότι φαίνεται να πατούν ακριβώς πάνω στο σημείο τομής φόβου και αηδίας μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αυτά δηλαδή τα δύο συναισθήματα ενεργοποιούνται ταυτόχρονα: νιώθουμε ένα αντανακλαστικό τρόμου μόλις την αντικρίσουμε, αλλά και ένα βαθύ αίσθημα αποστροφής λόγω της βρώμικης φύσης που της αποδίδουμε. Οπως εξηγούν οι ειδικοί, ο εγκέφαλός μας συχνά συγχέει την αηδία με τον φόβο, αφού ο μηχανισμός της αηδίας εξελικτικά μας προστατεύει, μας κάνει να απορρίπτουμε αμέσως οτιδήποτε θα μπορούσε να μας βλάψει, όπως για παράδειγμα ένα σάπιο τρόφιμο ή ένα μολυσμένο αντικείμενο. Στο μυαλό μας, δηλαδή, μια κατσαρίδα ισοδυναμεί με δυνάμει εστία μόλυνσης, οπότε η αηδία λειτουργεί ως σήμα κινδύνου, πυροδοτώντας και τον φόβο μαζί. Οι ψυχολόγοι το εξηγούν ως εξής: στην περίπτωση της κατσαρίδας, ο φόβος μας δεν εδράζεται σε φόβο τραυματισμού αλλά στην αποστροφή. Είναι περισσότερο φόβος μόλυνσης και εισβολής παρά φόβος επίθεσης.
Οταν ο φόβος ξεπερνά τον πραγματικό κίνδυνο
Από εξελικτική άποψη, αυτή η διπλή αντίδραση είχε κάποτε λόγο ύπαρξης, καθώς προστάτευσε τους πιο προσεκτικούς προγόνους μας από δηλητηριάσεις και μολυσματικές ασθένειες. Ετσι, ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να δίνει ιδιαίτερη σημασία σε μικρά πλάσματα που τσιμπούν, δαγκώνουν ή κουβαλούν αρρώστιες. Με λίγα λόγια, όπως εξηγεί ο Lockwood, έχουμε μια εγγενή προδιάθεση να μαθαίνουμε να φοβόμαστε. Παράλληλα, από καθαρά αισθητική πλευρά, οι κατσαρίδες έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού φτιαγμένου για να προκαλεί αηδία. Το γυαλιστερό καφετί κέλυφος, οι μακριές κεραίες που κινούνται συνεχώς, τα τριχωτά πόδια – όλα συμβάλλουν σε μια αποκρουστική εικόνα. Οι επιστήμονες μιλούν για συνδυασμό αισθητηριακών ερεθισμάτων: η εικόνα της, η ιδέα της υφής αν την ακουμπούσαμε, ακόμη και ο ήχος του θρυμματισμού αν τη σκοτώσουμε, προκαλούν δυσάρεστες αισθήσεις. Ενας πρόσθετος λόγος που οι κατσαρίδες μάς τρομάζουν τόσο είναι ο τρόπος που κινούνται. Αθόρυβες, ταχύτατες και συχνά νυχτόβιες, εμφανίζονται ξαφνικά μόλις ανάψεις το φως της κουζίνας στις 3 τα ξημερώματα, προκαλώντας ανατριχίλα. Κινούνται πολύ γρήγορα σε σχέση με το μέγεθός τους – μια ενήλικη κατσαρίδα μπορεί να τρέξει με ταχύτητα που αναλογικά αντιστοιχεί σε άνθρωπο που θα έτρεχε με πάνω από 300 χιλιόμετρα την ώρα. Οι απρόβλεπτες, νευρικές τους κινήσεις ενισχύουν το στοιχείο του αιφνιδιασμού, κάνοντας την εμπειρία ακόμη πιο δυσάρεστη.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με τον λεγόμενο νόμο της μόλυνσης, δηλαδή «ό,τι αηδιαστικό αγγίζει κάτι, καθιστά και το ίδιο αηδιαστικό»
Σύμφωνα με το CDC (Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ) υπάρχει ελάχιστη τεκμηρίωση που να συνδέει τις κατσαρίδες με επιδημικές εξάρσεις ασθενειών. Αντιθέτως, σε γενικές γραμμές οι κατσαρίδες δεν είναι ούτε δηλητηριώδεις ούτε φονικές για τον άνθρωπο. Κι όμως, το μυαλό μας τις έχει ταυτίσει με καθετί βρώμικο και επικίνδυνο. Η δύναμη της αηδίας αποτυπώθηκε εντυπωσιακά σε ένα διάσημο πείραμα ψυχολόγων: ζήτησαν από εθελοντές να πιουν ένα ποτήρι χυμό, μέσα στο οποίο όμως είχαν βουτήξει για λίγο μια αποστειρωμένη κατσαρίδα (τους διαβεβαίωσαν μάλιστα ότι ήταν απόλυτα καθαρή και ακίνδυνη). Το αποτέλεσμα; Αναμενόμενο, καθώς οι περισσότεροι δήλωσαν πως δεν επιθυμούν πλέον να πιουν τον χυμό. Αυτό το πείραμα αναδεικνύει τον παράλογο –αλλά εξελικτικά ωφέλιμο– χαρακτήρα της αηδίας: ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με τον λεγόμενο νόμο της μόλυνσης, δηλαδή «ό,τι αηδιαστικό αγγίζει κάτι, καθιστά και το ίδιο αηδιαστικό». Μια κατσαρίδα, λοιπόν, «μολύνει» νοητικά οτιδήποτε αγγίζει – πόσω μάλλον όταν τριγυρνά στις κουζίνες και τα μπάνια μας.Τέλος, υπάρχει κι ένας ακόμα παράγοντας: οι κατσαρίδες είναι απρόσκλητοι εισβολείς στον προσωπικό μας χώρο. Οπως επισημαίνει ο Lockwood, «στη σύγχρονη εποχή, ζώντας πλέον σε αστικές κατοικίες όπου η καθαριότητα θεωρείται δεδομένη, σχεδόν όλες οι αλληλεπιδράσεις μας με τα έντομα είναι αρνητικές, αφού πρόκειται για πλάσματα που εισβάλλουν στο σπίτι». Και είναι απολύτως φυσιολογικό – είμαστε τελικά εξελικτικά προγραμματισμένοι να τη σιχαινόμαστε.

