«Αδελφέ, έχω μια τρελή ιδέα». Ο Αντώνης Καστελλάνος πλησίασε τον Αλέξη Κολιτσόπουλο σε ένα φοιτητικό πάρτι, τον Φεβρουάριο του προηγούμενου χρόνου, και του ξεδίπλωσε μια ιδέα, γραμμένη σ’ ένα «σκονάκι» με προορισμούς πρόχειρα σημειωμένους. Μια διαδρομή που θα διέσχιζε την Πίνδο από τους Δελφούς μέχρι τον Γράμμο, με τα πόδια. «Τι εννοείς όλη την Πίνδο;», τον ρώτησε ο Αλέξης. «Ολη την Πίνδο», επέμεινε ο Αντώνης. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Αλέξης του απάντησε: «Ωραία. Υπολόγισέ με μέσα».
Εδωσαν τα χέρια σε ένα πεζούλι λίγο πιο δίπλα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, προστέθηκε στην παρέα τους και ο Γιώργος Μαυρίδης. Η ομάδα απέκτησε μορφή και όνομα: Το Βουνό Μου, ένας ορειβατικός σύλλογος που δεν είχε ως στόχο τα ρεκόρ, αλλά τη βιωματική σχέση με τη φύση. Μαζί με την ομάδα μεγάλωσε και η αρχική ιδέα: πρόσθεσαν στη διαδρομή τους και την Πελοπόννησο.

Ξεχασμένα μονοπάτια
Ο σχεδιασμός τους ξεκίνησε με δύο βασικούς προβληματισμούς: τη χάραξη της διαδρομής και την τροφοδοσία. Τα μονοπάτια που είχαν στο μυαλό τους ήταν σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητα ή ξεχασμένα. Επρεπε να επικοινωνήσουν με τοπικούς συλλόγους, με καταφυγιάρχες, με ανθρώπους που είχαν περπατήσει πρόσφατα στις ίδιες περιοχές. Βασικός συνομιλητής και πηγή γνώσης: ο Αποστόλης Τσιμπανάκος, ο άνθρωπος πίσω από την προσπάθεια δημιουργίας του Pindus Trail. «Ενας εξαιρετικός άνθρωπος, με ασύλληπτες πολιτισμικές, γεωμορφολογικές και ορειβατικές γνώσεις», λέει ο Αλέξης. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν το φαγητό. Σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν υπάρχει περιθώριο να κουβαλάς καθημερινά μαγειρικά σκεύη ή πρώτες ύλες. Χρειάστηκε να βρουν λύσεις. Η πιο λειτουργική ήταν η αποξήρανση: μαγείρευαν μεγάλες ποσότητες φαγητού εκ των προτέρων, τις αφυδάτωναν με θερμό αέρα και στο πεδίο πρόσθεταν μόνο βραστό νερό. Σε 20 λεπτά, το φαγητό ήταν έτοιμο. Ούτε βάρος ούτε σκουπίδια ούτε σπατάλη ενέργειας.
Η διαδρομή περνούσε πάνω από τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, έπιανε το Μαίναλο και τον Χελμό, διέσχιζε την καρδιά της Πίνδου, από τους Δελφούς μέχρι τον Σμόλικα και κατέληξε στην κορυφή του Γράμμου.
Συνολικά: 1.045 χιλιόμετρα και περίπου 50.000 μέτρα θετικής υψομετρικής διαφοράς.
Από τη Μεσσηνία στην Κόνιτσα, από τα κυπαρίσσια στις καστανιές, από την κάψα της Πελοποννήσου στην πρωινή ομίχλη της Ηπείρου.

«Ημασταν γεμάτοι ανυπομονησία», θυμάται ο Αντώνης. «Μετά από τόσο καιρό, το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, μόνο το ξεκίνημα. Ηταν σαν να μπαίνεις σε μια ομίχλη όπου, αν και ήξερες την κατεύθυνσή σου, δεν μπορούσες να δεις ακριβώς τι θα συναντήσεις στην πορεία σου». Ξεκίνησαν από το Γύθειο στις 2 Μαΐου. Περπατούσαν καθημερινά για ώρες, με σακίδια που σταδιακά βάραιναν περισσότερο. Η διαδρομή περνούσε πάνω από τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, έπιανε το Μαίναλο και τον Χελμό, διέσχιζε την καρδιά της Πίνδου, από τους Δελφούς μέχρι τον Σμόλικα και κατέληξε στην κορυφή του Γράμμου. Συνολικά: 1.045 χιλιόμετρα και περίπου 50.000 μέτρα θετικής υψομετρικής διαφοράς. Από τη Μεσσηνία στην Κόνιτσα, από τα κυπαρίσσια στις καστανιές, από την κάψα της Πελοποννήσου στην πρωινή ομίχλη της Ηπείρου.
Τρεις ώρες για να καλύψουν 2,5 χιλιόμετρα
Μερικά μονοπάτια υπήρχαν στον χάρτη, άλλα όχι. Υπήρχαν ημέρες που η πυκνή βλάστηση ή τα σαθρά εδάφη τούς ανάγκαζαν να διανύσουν διαδρομές 10–15 χιλιομέτρων σε διπλάσιο χρόνο. Αλλες φορές απλώς ακολουθούσαν το ένστικτό τους. Σε ορισμένες περιοχές, όπως ανάμεσα στο Κερασοχώρι και το Ανθηρό στα Αγραφα, οι χαρτογραφικές ενδείξεις τούς οδήγησαν σε αδιέξοδες πλαγιές, πυκνές από τσουκνίδες και φτέρες, με σχεδόν μηδενική ορατότητα. Εκείνη τη νύχτα χρειάστηκαν τρεις ώρες για να καλύψουν 2,5 χιλιόμετρα. Οπως λέει ο Αλέξης, «σε κάποια φάση ήμασταν τόσο απεγνωσμένοι, που αφήσαμε την Κάρυα, τη σκυλίτσα μας, να μας οδηγήσει και… όπου βγει».


Την Κάρυα την είχαν γνωρίσει τυχαία, στη Βρέσθενα, στους πρόποδες του Πάρνωνα. Ηταν αδύναμη, καχεκτική και η συνολική κατάστασή της μαρτυρούσε πως ήταν παρατημένη. «Υποθέσαμε ότι θα μας συντροφεύσει για λίγο και θα φύγει. Της δίναμε από λίγο φαγητό, και δεν ξέρουμε πώς, απλώς δεν έφυγε ποτέ». Τις πρώτες δέκα ημέρες κοιμόταν έξω από τη σκηνή τους. Κάθε πρωί, τους περίμενε σιωπηλή. Μερικές φορές έμενε πίσω και εμφανιζόταν ξανά μπροστά τους λίγο πιο μετά, σαν να ήξερε τη διαδρομή. «Μετά από ένα σημείο και όταν πια τερματίσαμε την Πελοπόννησο, ήταν νομίζω για όλους μας αυτονόητο ότι είναι πλέον η τετράποδή μας φίλη, ότι θα την υιοθετήσουμε και ότι θα φτάσει μαζί μας μέχρι τον Γράμμο», σχολιάζει ο Αλέξης. Πλέον, ζει μαζί με τον Αντώνη, στην Αθήνα.
@to.vouno.mou 🥾Από το Γύθειο στον Γράμμο / Διάσχιση ορεινής Ελλάδας 📅Ημέρα 45η #fyp #epirus #diasxisielladas #φοργιου #pindos ♬ original sound – to vouno mou

«Η Ελλάδα δεν περιορίζεται στα όρια που νομίζαμε»
Πιο ψηλά, στις μεγάλες αναβάσεις, ήρθαν και τα όρια. Οχι μόνο από την κούραση ή τον καιρό, αλλά από την αποσύνδεση του σώματος από το μυαλό. Ο Αντώνης περιγράφει τη διαδρομή από τον Σμόλικα στον Γράμμο, 41 χιλιόμετρα με 2.500 μέτρα υψομετρικής διαφοράς: «Ηταν μια μέρα που η ψυχή τραβούσε μπροστά, μα το σώμα δεν ήθελε». Η βλάστηση πυκνή, το μονοπάτι ξεχασμένο. Οι ντόπιοι τούς είχαν προειδοποιήσει: δεν το είχε διαβεί κανείς εδώ και χρόνια.
Αντίστοιχα, ο Γιώργος θυμάται την ημέρα που ξεκίνησαν από το χωριό «Αθανάσιος Διάκος» με προορισμό το καταφύγιο των Βαρδουσίων. «Περάσαμε από την κορυφή “Κόρακας” και ήμασταν μόνο δύο αντί για τρεις, γιατί νωρίτερα είχε τραυματιστεί ο Αλέξης και το κενό του μάς είχε ρίξει ήδη την ψυχολογία. Από νωρίς ο καιρός μας δυσκόλεψε λόγω της απότομης, θετικής υψομετρικής και της βροχής που δεν άργησε να γίνει χαλάζι. Υστερα από λίγο, ο καιρός άνοιξε και φάνηκε πως βελτιωνόταν η κατάσταση. Με τον Αντώνη είχαμε αρχικά αποφασίσει να κατευθυνθούμε κατευθείαν προς το καταφύγιο, αφού βλέπαμε ότι ο καιρός δεν ήταν με το μέρος μας παρακάμπτοντας την κορυφή. Ομως καθώς περνούσαμε δίπλα από το μονοπάτι που οδηγούσε σε αυτήν, ο καιρός έδειχνε να φτιάχνει και με μια ματιά συνεννοηθήκαμε… “Πάμε”».
Μου κάνει εντύπωση το πόσο έντονα θυμάμαι κάθε ημέρα της πορείας μας με λεπτομέρεια, σε αντίθεση με την πόλη, όπου οι ημέρες περνούν σαν θόρυβος.
«Ξεκινήσαμε την ανάβαση, αλλά λίγο πριν από την κορυφή ο καιρός άλλαξε απότομα, έπιασε ξανά χαλάζι και σχεδόν αμέσως άρχισε να χιονίζει. Ο αέρας ήταν παγωμένος και τα χέρια μας είχαν μουδιάσει, ούτε το κινητό μου να πιάσω μπορούσα, τα χέρια μου είχαν παγώσει σε σημείο που ένιωθα ότι είχε διακοπεί η κυκλοφορία του αίματος. Παρ’ όλα αυτά, τα καταφέραμε και ανεβήκαμε. Κάτσαμε μόλις ένα-δύο λεπτά και αμέσως ξεκινήσαμε την κατάβαση. Η επιστροφή ήταν γεμάτη εκπλήξεις, η κατηφόρα ήταν πολύ απότομη και γλιστρούσε πολύ, με αποτέλεσμα να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο με κάθε βήμα να θέλει πολλή προσοχή. Ομως όταν πια πλησιάσαμε στο καταφύγιο και είδαμε τα παιδιά από μακριά, θυμάμαι χαρακτηριστικά την φωνή του Αλέξη να μας καλεί. Η ανακούφιση έγινε χαρά και αρχίσαμε να τρέχουμε γελώντας σαν να έφυγε όλη κούραση από πάνω μας».

Ο Αλέξης, αν έπρεπε να ξεχωρίσει ένα χωριό που χαράχτηκε στη μνήμη του, αυτό είναι το χωριό Καλαρρύτες, χωμένο μέσα στο βουνό, γεμάτο από παραδοσιακά πετρόχτιστα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές τους. «Εκεί γνωρίσαμε τον Ναπολέοντα, μια πολύ ιδιαίτερη μορφή του χωριού. Ο Ναπολέων μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία των Βλάχων, της βλάχικης γλώσσας καθώς και αρκετά παραδοσιακά βλάχικα τραγούδια. Η φιλοξενία του και η αφηγηματικότητά του μάς έκαναν να αισθανθούμε το χωριό σαν το σπίτι μας και μας έκαναν να καταλάβουμε ότι η “Ελλάδα” δεν περιορίζεται στα όρια που έως τότε νομίζαμε».

Πέντε άνθρωποι, μια ομάδα
Δύο μόλις μέρες πριν από την εκκίνηση από το Γύθειο, ένα μήνυμα προσγειώθηκε στο inbox της σελίδας του «Βουνού Μου». Ηταν από τον Χρήστο Κεκέ. Δεν είχαν καμία κοινή επαφή, δεν είχαν ξαναμιλήσει. Το μήνυμα έλεγε πως μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του, τον Φάνη Τσιογκρή, ήθελαν να ακολουθήσουν την αποστολή, να ζήσουν το ταξίδι και να το κινηματογραφήσουν. «Μέσα σε δύο ημέρες βρεθήκαμε, συζητήσαμε και τα παιδιά οργάνωσαν τα πράγματά τους για ένα ταξίδι δύο μηνών», λέει ο Αλέξης.
Καταφέραμε να γίνουμε μια πολύ δεμένη ομάδα, και από άγνωστοι μέσα σε δύο μήνες καταλήξαμε να είμαστε καλοί φίλοι. Τα καταφέραμε μαζί.
Ο Φάνης και ο Χρήστος, από την πλευρά τους, θυμούνται ότι «όταν η απάντηση στην πρότασή μας ήταν θετική νιώσαμε έντονα το καθήκον να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα, που χωρίς να γνωρίζουμε καλά καλά τα παιδιά, αλλά και έχοντας μόνο τρεις ημέρες να προετοιμαστούμε, αφήσαμε όλη τη ζωή μας πίσω και αρχίσαμε την οργάνωση». Το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουν δεν αφορά μόνο την αθλητική πρόκληση. Επικεντρώνεται στη σχέση του ανθρώπου με το βουνό, στη λαογραφία, στις αφανείς ιστορίες των χωριών, στην καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στα ορεινά. «Χωρίς τον Φάνη και τον Χρήστο, δεν θα το είχαμε απολαύσει τόσο», λέει ο Αλέξης. «Καταφέραμε να γίνουμε μια πολύ δεμένη ομάδα, και από άγνωστοι μέσα σε δύο μήνες καταλήξαμε να είμαστε καλοί φίλοι. Τα καταφέραμε μαζί».


Ενα ταξίδι που δεν τελειώνει στον τερματισμό
Επειτα από 56 ημέρες και χιλιάδες βήματα, έφτασαν στο τέλος. «Είναι σαν να ξυπνάς από ένα όνειρο που δεν ήθελες ποτέ να τελειώσει», λέει ο Αντώνης. «Μετά από 56 μέρες δεν ήμασταν τρεις, αλλά ένας. Μία ομάδα, ένα σύνολο που ρέει αρμονικά και ίσια σαν αλφάδι», λέει ο Γιώργος. Και ο Αλέξης προσθέτει: «Ακόμη και αν ήμασταν πολύ καλοί φίλοι πριν, τώρα μοιραζόμαστε μια εμπειρία την οποία μόνο εμείς καταλαβαίνουμε. Δεν μπορώ να βρω καλύτερο τρόπο να το περιγράψω. Είναι σαν τα παιδιά να είναι ένα κομμάτι μου, και εγώ ένα κομμάτι τους». Η εμπειρία αυτή δεν άφησε μόνο συναισθήματα. Αφησε και ένα νέο βλέμμα πάνω στον χρόνο. «Στο βουνό, την ημέρα τη ζεις αντί να τη μετράς», λέει ο Αντώνης. «Η ησυχία της φύσης σε αφήνει να παρατηρήσεις, να σκεφτείς, να καταλάβεις τι συμβαίνει γύρω σου. Μου κάνει εντύπωση το πόσο έντονα θυμάμαι κάθε ημέρα της πορείας μας με λεπτομέρεια, σε αντίθεση με την πόλη, όπου οι ημέρες περνούν σαν θόρυβος».

