Η φίλη που με φιλοξενεί στο Βερολίνο, έχει γράψει στην πίσω πλευρά του εκτυπωμένου εισιτηρίου τη διαδρομή μέχρι την πλατεία Μπέρτολτ Μπρεχτ. Οι Βερολινέζοι κινούνται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς τον περισσότερο καιρό, όταν δηλαδή δεν παίρνουν το ποδήλατό τους. Ταξί ελάχιστα, μολονότι το κόμιστρο δεν είναι ακριβότερο από την Αθήνα. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης δεν θέλουν να στηρίζονται παρά στις δικές τους δυνάμεις.
Μπαίνω στο μετρό, στη γραμμή U7, και αλλάζω παίρνοντας το τρένο S1 για να κατέβω στη Φριντριχστράσε. Βαδίζω πλάι στον ποταμό Σπρέε, περνώ τη γέφυρα και βρίσκομαι στη δεξιά πλευρά του. Μπροστά μου απλώνεται η πλατεία, η οποία πήρε τιμητικά το όνομα του ανθρώπου που όρισε το γερμανικό θέατρο του 20ού αιώνα. Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, ο θίασος που ιδρύθηκε από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τη σύζυγό του Χελένε Βάιγκελ το 1949 στο Ανατολικό Βερολίνο, στεγάζεται εδώ και δεκαετίες σε ένα τεράστιο νεο-μπαρόκ οικοδόμημα στην περιοχή του Μίττε. Πίσω από την βαριά πόρτα της εισόδου, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μπρεχτ υποδέχεται το κοινό.

Φτάνω κάπως νωρίς και έχω χρόνο να παρατηρήσω το φουαγιέ του θεάτρου. Στους τοίχους, επένδυση από σκούρο ξύλο, κόκκινες βελούδινες κουρτίνες στα παράθυρα, κέφι και γέλια από το κοινό που σιγά σιγά μαζεύεται. Είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας που μετατρέπουν τον κλασικό χώρο σε κάτι ποιητικά όμορφο. Το δημιουργεί η νοσταλγία μιας εποχής που τροφοδότησε μεγάλες πολιτικές ουτοπίες, ή σε αυτό το θέατρο το παρόν καταφέρνει να είναι εξίσου εναργές καλλιτεχνικά με το περίφημο παρελθόν του;
Τhe place to BE
Το πνεύμα του τελευταίου διευθυντή του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, του σκηνοθέτη Όλιβερ Ρις, εκφράζεται από το μότο: «Berliner Ensemble: it’s the place to BE», που είτε μεταφράζεται ως «ο ιδανικός προορισμός, το κατάλληλο μέρος» είτε λειτουργεί ως λογοπαίγνιο με τα αρχικά του ονόματος του θιάσου. Και πραγματικά εδώ συνυπάρχουμε τουρίστες και Βερολινέζοι, για να συναντηθούμε με ό,τι ο Ρις ονομάζει «διεθνές σύγχρονο δράμα που διαπραγματεύεται τα επείγοντα θέματα της στιγμής». Με άλλα λόγια, τα έργα του Μπρεχτ δεν είναι τα μόνα στο ρεπερτόριό τους, το οποίο όμως εξακολουθεί να αναγνωρίζει την πολιτική αξία του θεάτρου ως τον κύριο χώρο για ανατρεπτική επικοινωνία.

Με το τρίτο κουδούνι που ο επιφορτισμένος με το καθήκον ηλικιωμένος υπάλληλος του θεάτρου χτυπά με τον παραδοσιακό τρόπο, έχουμε όλοι τακτοποιηθεί στις θέσεις μας -βελούδινες, άνετες, ανανεωμένες. Όσοι δεν είμαστε γερμανόφωνοι, επιλέγουμε θέσεις στον πρώτο και δεύτερο εξώστη, από όπου οι αγγλικοί υπέρτιτλοι είναι περισσότερο ευανάγνωστοι. Η κεντρική αίθουσα, όπου φιλοξενείται η παράσταση, έχει χωρητικότητα 700 ατόμων, και όσο φτάνει το μάτι μου η πλατεία είναι γεμάτη, όπως και ο πρώτος εξώστης. Έχουμε έρθει να δούμε «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», σε σκηνοθεσία Όλιβερ Ρις. Το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας, ορόσημο της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, έχει διασκευαστεί δραματουργικά σε έναν μονόλογο διάρκειας περίπου δύο ωρών, με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Νίκο Χόλονικς, έναν από τους 26 μόνιμους ερμηνευτές στον πυρήνα αυτού του μακροβιότατου θεατρικού οργανισμού.
Από τη γέννησή του ο Χόλονικς (Όσκαρ Μάζερατ) αναγνωρίζει τον κόσμο ως τεράστια, παγκόσμια καταστροφή. Μόνο το τενεκεδένιο ταμπούρλο που του υπόσχεται η μητέρα του προσφέρει μια αποδεκτή προοπτική επιβίωσης. Έτσι, στα τρίτα γενέθλιά του, ο Όσκαρ αποφασίζει να μη μεγαλώσει πια, αλλά να παρατηρεί και να χτυπά το ταμπούρλο του. Από τη σκοπιά του -αυτή ενός χολωμένου παιδιού-, περιγράφει την άνοδο της φασιστικής σκέψης και δράσης. Είναι μάρτυρας, ταυτόχρονα θύμα αλλά και συμμέτοχος σε έναν κόσμο που θα καταλήξει στο Ολοκαύτωμα. Ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία του αιώνιου τυμπανιστή σε μια θεατρική εκδοχή προσαρμοσμένη εξ ολοκλήρου στην οπτική γωνία του κύριου χαρακτήρα.

Οι δύο ώρες περνούν απνευστί χάρη στη γοητεία του κειμένου και την ερμηνεία αυτού του χαρισματικού ηθοποιού, που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στην πρόκληση και την ευαισθησία του ρόλου του. Η πρώτη εκφράζεται μέσω του ταμπούρλου του, μέσα από τις αιχμηρές παρατηρήσεις του, την περιφρόνηση προς τον κόσμο των ενηλίκων. Αλλά κάτω από τον θόρυβο, υπάρχει μια εύθραυστη ψυχή που αναζητά προστασία και αρνείται να μεγαλώσει, για να αποφύγει την ευθύνη και τη φρίκη του κόσμου των ενηλίκων. Ο Χόλονικς δημιουργεί έναν Όσκαρ πολύπλοκο, που είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γελάσει πειράζοντας το κοινό, να μας προβοκάρει -στα γερμανικά που δυστυχώς δεν μεταφράζονταν, αφού είναι αυτοσχεδιασμοί του ηθοποιού- και να χαθεί μετά στη θλίψη του.
Η παράσταση τελειώνει και περίπου στις 11 το βράδυ βγαίνω και πάλι στην Μπέρτολτ Μπρεχτ Πλατς. Στο Μίττε η βραδινή ζωή συνεχίζεται. Η γειτονική μπιραρία Berliner Republik μένει ανοιχτή έως τις 6 το πρωί, και λένε ότι είναι μια χαρά για δοκιμάσει κανείς σπιτική βερολινέζικη κουζίνα και πολλές μπίρες. Τουριστική παγίδα; Δεν θα το διαπιστώσω σήμερα. Οι πελάτες πάντως φορούν ζεστά μπουφάν και κάθονται έξω, κάτω από τις θερμάστρες του μαγαζιού. Περπατώ γρήγορα προς το μετρό, κάνει κρύο, η θερμοκρασία περίπου 4 βαθμοί Κελσίου.
Για εισιτήρια για τις παραστάσεις του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, berliner-ensemble.de
Κεντρική φωτογραφία: Πορτρέτα της Helene Weigel και του Bertolt Brecht στο πάτωμα της παλιάς σκηνής. (Φωτογραφία: Nico Lenz)

