Ισαβέλλα Ζαμπετάκη, Φωτογραφίες: Περικλής Μεράκος
Απάνω Μεριά ονομάζονται τα 22 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή, αλλιώς, το βόρειο μισό της Σύρου. Αποτελεί την περιοχή στην οποία είχαν παραδοσιακά τα μποστάνια τους οι κάτοικοι του οικισμού της Άνω Σύρου και παραμένει ακόμα και σήμερα ένα από τα πιο ανέγγιχτα σημεία των Κυκλάδων. Το γεγονός ότι η Απάνω Μεριά συγκαταλέγεται στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 εξηγεί και την ύπαρξη ελάχιστων χιλιομέτρων ασφαλτόδρομου που συνδέουν την Άνω Σύρο με μικρούς οικισμούς, όπως του Σαν Μιχάλη και του Κάμπου. Τα παλιά μονοπάτια που χρησιμοποιούν οι ελάχιστοι εναπομείναντες κτηνοτρόφοι, εκτός από βοσκοτόπια, οδηγούν και σε κάποιους από τους παραγνωρισμένους θησαυρούς του νησιού. Ο Ελβετός καθηγητής γεωλογίας Martin Engi Riedtmann, ο οποίος μελετά τα πετρώματα της Σύρου εδώ και δεκαετίες, θεωρεί μάλιστα την περίπτωσή της μοναδική παγκοσμίως.

Δύο σπάνια πετρώματα που καθιστούν ξεκάθαρη την ιδιαιτερότητά της είναι ο εκλογίτης και ο γλαυκοφανιτικός σχιστόλιθος. Ο πρώτος υπήρξε αρχικά ηφαιστειακό πέτρωμα και δημιουργήθηκε πριν από 40 με 50 εκατ. χρόνια. Ωστόσο, η χημική του σύσταση υπέστη ολική μετάλλαξη όταν βρέθηκε εκτεθειμένος σε εξαιρετικά υψηλές πιέσεις. Ο δεύτερος, με το ιδιαίτερο γαλάζιο του χρώμα, γνωστός και ως κυανοσχιστόλιθος, είναι προϊόν της βύθισης της αφρικανικής τεκτονικής πλάκας κάτω από την ευρωπαϊκή και αναδύθηκε από βάθος 80 χιλιομέτρων. Την αδιαπραγμάτευτη αξία γεωλογικών σχηματισμών όπως οι παραπάνω θέλουν να επικοινωνήσουν στο κοινό ο καθηγητής Engi σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σχεδιάζοντας δίκτυο γεωδιαδρομών και κέντρο ενημέρωσης επισκεπτών, τα οποία εκτιμούν ότι θα είναι έτοιμα το φθινόπωρο του 2025.

Οι θησαυροί των μονοπατιών
Πεζοπορικές διαδρομές στα βόρεια μονοπάτια της Σύρου προτείνουν επίσης η ΚοινΣεπ «Απάνω Μεριά», η οποία και έχει ως βασικό της αντικείμενο την προστασία και την ανάδειξη της περιοχής, και η Ομάδα Πεζοπόρων Σύρου. Νωρίς το πρωί μιας ηλιόλουστης Κυριακής του Σεπτεμβρίου, συναντιόμαστε με την Ηώ Σταυρίδη, τη Μαρίνα Κωνσταντοπούλου και τον Ανδριανό Παππά, μέλη της ΚοινΣεπ, για να περπατήσουμε το μονοπάτι που ξεκινά από τον Κάμπο και καταλήγει στην παραλία της Λίας. Καλημερίζουμε έναν από τους λίγους εναπομείναντες βοσκούς του νησιού την ώρα που ταΐζει τα αιγοπρόβατά του και ανοίγουμε την καγκελόπορτα που οδηγεί στο μονοπάτι, ασφαλίζοντάς την και πάλι, ώστε να μη φύγουν τα ζώα από την περιοχή της βόσκησής τους.
Καθώς κατηφορίζουμε, διακρίνουμε στις απέναντι πλαγιές αναβαθμίδες που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι για να καλλιεργούν κηπευτικά και κριθάρι, απολαμβάνοντας τα αρώματα βοτάνων ανάμεσα στα άφθονα φρύγανα. Η διαδρομή είναι ήπια και περνά από έναν επιβλητικό βράχο που μοιάζει με κατάμαυρο φυσικό μενίρ. Όταν όμως τον πλησιάσεις, δυσκολεύεσαι να προσδιορίσεις το χρώμα του, αφού έχει «ανταύγειες» σε διαφορετικούς τόνους: καφέ, βαθυπράσινο, μελιτζανί, βαθυκόκκινο. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο κομμάτι εκλογίτη, του πιο σπάνιου και εντυπωσιακού από τα πετρώματα της Απάνω Μεριάς.

Κάποια μέτρα πιο κάτω, συναντάμε και τον κυανοσχιστόλιθο, με τις χαρακτηριστικές του γαλάζιες αποχρώσεις, καθώς και ένα ασβεστοκάμινο που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι Συριανοί για να φτιάξουν ασβέστη. Αφού φτάσουμε στην απόμερη παραλία της Λίας, η Ηώ μάς εξηγεί ότι η έλλειψη οδικού δικτύου είναι ο βασικός λόγος που έχει διατηρηθεί ανέγγιχτη η φυσική ομορφιά των παραλιών στο βόρειο μέρος του νησιού. Η ΚοινΣεπ «Απάνω Μεριά» διοργανώνει εκπαιδευτικούς περιπάτους στο δίκτυο των μονοπατιών, με αναφορές στα σημεία πολιτιστικού και γεωλογικού ενδιαφέροντος, και ευαισθητοποιεί τους μαθητές σχετικά με τη σωστή διαχείριση των απορριμμάτων και την ανακύκλωση του πλαστικού.

Ένας από τους χώρους που χρησιμοποιούνται για συναντήσεις και εκδηλώσεις είναι και το Κτήμα Πομόνια, στην άκρη του οικισμού Παπούρι. Περπατάμε ένα μονοπάτι χαραγμένο κατά μήκος μιας πανέμορφης παλιάς ξερολιθιάς και φτάνουμε στην είσοδο μιας μικρής αγροικίας, όπου και μας υποδέχεται ο Κώστας Βασιλάκης, ιδιοκτήτης του κτήματος. Ο Κώστας μάς μιλάει για τις συναυλίες και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται το καλοκαίρι στο υπαίθριο θεατράκι που στήνεται με φόντο το Αιγαίο Πέλαγος και την Τζια. Καθώς περπατάμε ανάμεσα σε αμπέλια και καρποφόρα δέντρα που επλήγησαν από την παρατεταμένη ανομβρία του φετινού καλοκαιριού, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολλαπλές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι βιοκαλλιεργητές της Σύρου. Ευαίσθητο είναι το σύνολο του τοπικού οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστευτικών πουλιών που περνούν από εδώ. Ανάμεσα στα είδη ορνιθοπανίδας που μπορεί να παρατηρήσει κανείς στο νησί είναι και η γερακίνα, το μαυροκιρκίνεζο, ο χρυσαετός, ο μελισσοφάγος και ο τσαλαπετεινός.

Σαν Μιχάλης: όπως παλιά
Διασχίζοντας τα λιγοστά χιλιόμετρα ασφάλτινου δρόμου, φτάνουμε στον Σαν Μιχάλη, τον πιο ζωντανό οικισμό της Απάνω Μεριάς. Έχεις την αίσθηση ότι τα σπίτια και τα μαγαζιά εδώ δεν είναι περισσότερα από δέκα. Οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν την ηρεμία του ημιορεινού τοπίου και, ανάλογα με το αν ζουν στην ανατολική ή τη δυτική πλευρά του χωριού, τη θέα των αντίστοιχων γειτονικών νησιών. Στον Σαν Μιχάλη βρίσκεται και το οινοποιείο του οινολόγου και οινοποιού Νίκου Χατζάκη, ο οποίος και εγκαταστάθηκε στη Σύρο το 2011. Καθόμαστε κάτω από τη συκιά όπου γίνονται οι γευσιγνωσίες και απολαμβάνουμε την πρασινωπή ανταύγεια που παίρνει το λευκό κρασί όταν υψώνεις το ποτήρι σου κάτω από τον φθινοπωρινό συριανό ουρανό.

Στα 15 στρέμματα του αμπελώνα του, ο Νίκος καλλιεργεί κυρίως Σεριφιώτικο, καταφέρνοντας να πετύχει ικανοποιητικά αποτελέσματα παρά τις περιορισμένες δυνατότητες της γηγενούς αυτής ποικιλίας των Κυκλάδων. Παρότι η ετήσια παραγωγή τους κυμαίνεται συνήθως γύρω στις 35.000 φιάλες τον χρόνο, η φετινή συγκομιδή είναι σαφώς μειωμένη, ενώ οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ένας μικρός οινοπαραγωγός εκτείνονται από την κλιματική αλλαγή μέχρι την έλλειψη εργατικών χεριών. Ακόμα όμως κι αν η δουλειά γίνεται κάτω από όλο και πιο δυσμενείς συνθήκες, και παρά την αυξανόμενη ζήτηση, ο Νίκος επιλέγει να μην ανεβάζει τις τιμές των προϊόντων του. Κι αυτή του η στάση δείχνει απόλυτα εναρμονισμένη με το τοπίο της Απάνω Μεριάς, που συνδυάζει την άγρια ομορφιά με τους χαμηλούς τόνους. Παρατηρώντας τα αφράτα λευκά σύννεφα να καθρεφτίζονται μέσα στα ήρεμα νερά της θάλασσας, νιώθεις μια ανακούφιση ότι, παρά τις αυξανόμενες αντιξοότητες, κάποια πράγματα συνεχίζουν να διατηρούν αναλλοίωτη τη γοητεία τους.

Το μεγαλείο του απόμερου
Παίρνουμε το μοναδικό σοκάκι του οικισμού του Σαν Μιχάλη και, αφού περάσουμε μέσα από έναν πελώριο βράχο, αποκαλύπτεται και πάλι μπροστά μας η θέα της θάλασσας, με την Άνδρο, την Τήνο και τη Μύκονο στον ορίζοντα. Δίπλα στο ξωκλήσι του Αγίου Μιχαήλ υπάρχει μάλιστα και ένα τραπέζι λαξευμένο από πέτρα, στο οποίο κάθονταν οι παλιοί για να κουβεντιάσουν, να παίξουν τρίλιζα και να ατενίσουν το πέλαγος. Λίγα μέτρα παραδίπλα, βρίσκεται το Στεάδι, ένα οικογενειακό καφενείο που αποπνέει ατόφια την αίσθηση της παραδοσιακής αγροικίας. Μπροστά από την ξύλινη αυλόπορτα συναντάμε τον χαμογελαστό Φραγκίσκο, που μαζί με τον παππού και τον πατέρα του έχουν να διηγηθούν πολλές ιστορίες σχετικά με τη ζωή στον μικρό αυτόν οικισμό της Απάνω Μεριάς: από το πώς ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος δεν έχει φύγει από τον οικισμό ούτε για… κούρεμα τα τελευταία 30 χρόνια, μέχρι το ποιος μικροκαλλιεργητής διαθέτει ακόμα παραδοσιακούς σπόρους και φυτεύει άνυδρα κηπευτικά. Η ονομασία του μαγαζιού παραπέμπει στο στεγάδι, που προστατεύει από τον βοριά και συγκέντρωνε εδώ από παλιά τους κατοίκους για τις νυχτερινές τους κουβέντες. Η προστατευμένη αυλή είναι διακοσμημένη με πολλά κειμήλια από τις αγροτικές ασχολίες των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ ένα σοφά μελετημένο άνοιγμα στον ανατολικό πέτρινο τοίχο επιτρέπει να περνά ένα ευχάριστο αεράκι, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα μια ολογάλανη «μπουκιά» ουρανού και θάλασσας.

Η ευχάριστη αίσθηση της απομόνωσης χαρακτηρίζει και την περιοχή στα ανατολικά του Σαν Μιχάλη, όπου και βρίσκονται η Χαλανδριανή και το Καστρί, δύο σημαντικοί οικισμοί της Πρωτοκυκλαδικής Περιόδου που ήκμασαν γύρω στο 2300 π.Χ. Στη Χαλανδριανή έχει ανασκαφεί ένα από τα μεγαλύτερα προϊστορικά νεκροταφεία των Κυκλάδων, όμως και οι δύο χώροι παραμένουν αναξιοποίητοι τουριστικά. Μέρος της Χαλανδριανής είναι προσβάσιμο από τον δρόμο, ενώ η επίσκεψη στο Καστρί προϋποθέτει μια αρκετά απαιτητική πεζοπορία διάρκειας μιας ώρας.
Ο γειτονικός οικισμός του Λυγερού διαθέτει, ωστόσο, ένα αξιόλογο δείγμα σύγχρονου γαστρονομικού πολιτισμού, καθώς εδώ επέλεξαν να ανοίξουν την ομώνυμη ταβέρνα οι σεφ Θεόδωρος Κασσαβέτης και Στέλιος Θεοδωράκης. Αν και δεν είναι ντόπιοι, η φιλοσοφία την οποία πρεσβεύουν ταιριάζει απόλυτα με την Απάνω Μεριά. Προμηθεύονται κρέας από ντόπιους κτηνοτρόφους, μαγειρεύουν παραδοσιακές συνταγές στον ξυλόφουρνο και τηρούν ευλαβικά τον ήπιο ρυθμό ζωής που κυριαρχεί σε αυτή την απόμερη γωνιά του Αιγαίου. Την ώρα που ανάβουν τα ελάχιστα φώτα του οικισμού στον απέναντι λόφο και το φεγγάρι ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα, νιώθεις ότι ολόκληρος ο κόσμος συμπυκνώνεται για να χωρέσει στη μικρή κλίμακα των Κυκλάδων.

