«Με χαρά θα παραδεχτώ, ως αφοσιωμένη και χρόνια αναγνώστρια, ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα βιβλία που με έχουν κάνει να κλάψω. Αλλά η “Λίγη Ζωή” της Χάνια Γιαναγκιχάρα ανήκει σε μια άλλη κατηγορία. Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που με έκαναν να κλαίω, ακόμη κι αφότου τα είχα ολοκληρώσει. Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως αυτό το βιβλίο με έκανε να αναθεωρήσω όσα σκεφτόμουν για τη φιλία και την αγάπη. Είναι από αυτά τα βιβλία που μένουν μαζί σου για καιρό», έγραφε το 2023 στην ιστοσελίδα των βραβείων Booker η βραβευμένη τραγουδίστρια και περήφανη βιβλιοφάγος, Ντούα Λίπα.
Αντίστοιχα, σε σχόλια στο Goodreads διαβάζουμε πως ενώ πολλοί το λάτρεψαν, είναι ένα βιβλίο που δεν θα πρότειναν ποτέ. Άλλοι διατείνονται πως είναι «εκνευρισμένοι με την ύπαρξή του». Με περισσότερες από 890.000 αξιολογήσεις στην πλατφόρμα, η «Λίγη Ζωή» μετρά σήμερα 4,28 στα 5 αστέρια. Ο λογαριασμός του βιβλίου στο Instagram αγγίζει τους 70 χιλιάδες ακόλουθους, ενώ στο TikTok πολλοί είναι εκείνοι που αποκαλύπτουν τα δάκρυά τους σε βίντεο, με αρκετούς μάλιστα να λένε πως από τον θυμό τους χρειάστηκε να πετάξουν το βιβλίο στον τοίχο περισσότερες από δέκα φορές μέχρι να το ολοκληρώσουν.
Ένα πολιτιστικό φαινόμενο
Με δύο sold-out θεατρικές διασκευές σε σκηνοθεσία Ίβο Βαν Χόβε, audio-book με τη φωνή του Ματ Μπόμερ, μια συλλογή από τον οίκο Valentino με αποσπάσματα των σελίδων και μια τηλεοπτική μεταφορά που διαρκώς αναβάλλεται, η «Λίγη Ζωή» συμπληρώνει φέτος 10 χρόνια αναγνώσεων, σχολιασμών και φανατικών οπαδών, με τις τις επετειακές εκδόσεις της να μετρούν ήδη χιλιάδες πωλήσεις. Η Χάνια Γιαναγκιχάρα, τα βιβλία της οποίας κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με τη δεύτερη λογοτεχνική της εμφάνιση (προηγήθηκε το «Οι άνθρωποι στα δέντρα», ενώ ακολούθησε το «Προς τον παράδεισο») άνοιξε μια τεράστια συζήτηση για τον «συναισθηματικό εκβιασμό» και την «πλοκή του τραύματος».
Στον αστερισμό των «trigger warnings»
Η Πάρουλ Σέγκαλ, κριτικός στο περιοδικό New Yorker, έγραφε το 2021 πως το πρόβλημα με τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή έγκειται στην εμμονή της με το τραύμα, στερώντας έτσι από τους χαρακτήρες τη δυνατότητα και τον χώρο που χρειάζονται για να εξελιχθούν. Αυτό καταλήγει, κατά τα λεγόμενά της, στο να αντιμετωπίσουμε τον ήρωα ως σύμπτωμα. Την ίδια στιγμή, σε κριτικές και blogs, αναγνώστες του βιβλίου τόνιζαν πως στο οπισθόφυλλό του, μαζί με τη σύνοψη, θα έπρεπε να καταγράφονται και τα trigger warnings (σημάνσεις για τις προκλητικές θεματικές που συνήθως σχετίζονται με ζητήματα βίας) που προκύπτουν από την πλοκή. Ενδεικτικά: σεξουαλική κακοποίηση, παιδική κακοποίηση, λεκτική κακοποίηση, ψυχολογικός εκβιασμός και gaslighting, απαγωγή/φυλάκιση, πολλές μορφές αυτοτραυματισμού, βίαιο ατύχημα, σκηνές προκατάληψης απέναντι σε άτομα με αναπηρία, χρήση ναρκωτικών, πένθος και αυτοκτονία.
Η ιστορία ξεκινά κι εμείς βρισκόμαστε σε μια άχρονη, μα γνώριμη Νέα Υόρκη. Εκεί συναντάμε τέσσερις συμφοιτητές και φίλους που προσπαθούν να ξεκινήσουν την ενήλικη ζωή τους με όσα εφόδια διαθέτει ο καθένας τους. Σύντομα, τις σελίδες κατακτά ο αινιγματικός Τζούντ. Όσο οι άλλοι τρεις προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο της ύπαρξής τους, η Γιαναγκιχάρα τους αποσιωπεί και αφήνει τον Τζουντ να συνομιλήσει απευθείας μαζί μας.
Τι μαθαίνουμε; Ένα μωρό βρίσκεται πεταμένο δίπλα σε έναν κάδο κοντά σε ένα μοναστήρι στη Νότια Ντακότα. Οι μοναχοί αποφασίζουν να το μεγαλώσουν και μέχρι τα πέντε του έχουν ήδη αρχίσει να το κακοποιούν σεξουαλικά. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας εξ αυτών θα απαγάγει το παιδί και θα αρχίσει να το εκδίδει σε ομάδες ανδρών. Το παιδί θα προσπαθήσει να αποδράσει, θα «κάνει πράγματα που δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί», όμως η κατάληξή του -μέχρι και την τελευταία σελίδα- θα παραμείνει αβέβαιη.
Ο διχασμός που οδήγησε στην επιτυχία
Κατά πολλούς, ο πρωταγωνιστής ακολουθεί μια σχεδόν χριστιανική πορεία, θεωρώντας μάλιστα την επιλογή του ονόματός του (Τζουντ=Ιούδας) μια ευθεία αναφορά στις θρησκευτικές γραφές. Όμως, στην περίπτωσή του, η κάθαρση δεν είναι αναγκαία. «Και αυτός ήθελε να ξέρει τα πάντα. Ένιωθε ευγνωμοσύνη τότε για τους φίλους του, και για τα ελάχιστα, σχετικά, που του είχαν αποσπάσει, για το ότι τον άφηναν στην ησυχία του, ένα κενό, απρόσωπο λιβάδι κάτω από την κίτρινη επιφάνεια του οποίου γεωσκώληκες και σκαθάρια στριφογύριζαν στο μαύρο χώμα και κομματάκια οστών ασβεστοποιούνταν αργά και γίνονταν πέτρα», διαβάζουμε στη σελίδα 161 της ελληνικής έκδοσης. Οι χαρακτήρες υποσκάπτονται από τα υλικά της ύπαρξής τους.
Το βιβλίο της Χάνια Γιαναγκιχάρα, το οποίο κυκλοφορεί στις 13 Νοεμβρίου σε συλλεκτική σκληρόδετη έκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, χαρακτηρίστηκε ως ένα «σύγχρονο κλασικό αριστούργημα», απέσπασε βραβεία και σημείωσε περισσότερες από μισό εκατομμύριο πωλήσεις φυσικών αντιτύπων μέχρι την αρχή του 2025. Αγαπήθηκε και μισήθηκε εξίσου. Δοξάστηκε ως κορυφαίο έργο της queer λογοτεχνίας -έστω κι αν η δημιουργός του δεν ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα- και παράλληλα καταδικάστηκε για την ωμή του βία. Η συγγραφέας χρησιμοποίησε 896 σελίδες (κατά την ελληνική έκδοση) για να μας αποδείξει πως η ζωή είναι όντως λίγη – κι ίσως αυτή να είναι η επιτυχία της.

