Διατρέχοντας τις σελίδες της νουβέλας Η Μονίκ δραπετεύει (εκδ. Αντίποδες), βιβλίο που ο Εντουάρ Λουί έγραψε για τη μητέρα του τον Απρίλιο του 2024, αρχίζω να τη φαντάζομαι. Έχει εύθραυστη φωνή, υγρά μεγάλα μάτια σαν τη Θέμιδα Μπαζάκα, έχει αυτό το κράμα τρυφερότητας και σκληράδας που διακρίνει κανείς και στους τρόπους της Ελληνίδας ηθοποιού, αλλά συνολικά η κόντρα της Μπαζάκα με τον ρόλο που καλείται να ενσαρκώσει στη σκηνική μεταφορά του έργου από τον σκηνοθέτη Γιώργο Σουλεϊμάν είναι μεγάλη. Η Θέμις Μπαζάκα εκπέμπει έναν δυναμισμό που κλοτσάει με το physique μιας άβουλης, κακοποιημένης σωρευτικά γυναίκας από τους συντρόφους της ζωής της. Πώς θα τιθασεύσει αυτή την εικόνα, για να χωρέσει στο σώμα και στην ψυχολογία της Μονίκ;
«Έχω υποδυθεί πολλές οργισμένες γυναίκες στο σινεμά και το θέατρο, σχεδόν με ταυτίζουν με τέτοιους ρόλους. Ωστόσο εγώ δεν αισθάνομαι καμία οργή, η ζωή μού προσφέρθηκε απλόχερα και τη χειρίστηκα αρκετά καλά. Όμως την καταλαβαίνω, είναι αρκετά καθαρός χαρακτήρας για μένα η Μονίκ, μπορείς να ακολουθήσεις τη διαδρομή της, δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς γιατί είναι έτσι».
Πώς είναι, λοιπόν, η Μονίκ;
Έχει οργή, πόνο, κούραση, αμφιθυμία, μία είναι αισιόδοξη, μία είναι μαύρη. Της Μονίκ η κούραση είναι και ψυχική, φροντίζει παιδιά, αλκοολικούς συντρόφους, δεν χαλαρώνει. Αυτές οι γυναίκες δεν ηρεμούν, ζουν κάτω από έναν κίνδυνο, δεν ξέρουν το επόμενο λεπτό τι θα συμβεί. Όταν έχεις έναν άνδρα τόσο βίαιο, δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί η μέρα, προσπαθείς να είσαι ψύχραιμη. Αν έχεις επιπλέον και τη φτώχεια, αυτή η αγωνία τού τι θα φας σε εξοντώνει, το πώς θα πληρώσεις και πώς θα ζήσεις.

Και τελικά αναλαμβάνει να τη σώσει ο γιος της (Δημήτρης Φουρλής).
Σώζεται; Δεν είμαι σίγουρη. Υποκύπτει και στις πιέσεις του γιου της. Ελευθερία σημαίνει να αποδεχθείς την ευθύνη του εαυτού σου. Αυτό το «κάνω ό,τι θέλω» δεν είναι απλό. Πρέπει πρώτα να ξέρεις τι θέλεις, πώς το ορίζεις, τι κόστος έχει. Η Μονίκ μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας ζωής διστάζει, προτιμά να επιστρέψει σε αυτό που αναγνωρίζει ως οικείο, γι’ αυτό αφήνεται στις διαθέσεις, στις γνώμες των άλλων. Αυτό εξηγεί και την αδυναμία αυτών των γυναικών να απομακρυνθούν από μια βίαιη συμπεριφορά: αν έχεις μεγαλώσει με τη βία μέσα σου, αν ο πατέρας σου, ο παππούς σου, οι άνδρες γύρω σου ήταν βίαιοι ή αλκοολικοί, αυτό το κανονικοποιείς. Κι αν είσαι άνδρας, αυτή η βία τρέχει στο αίμα σου. Δεν ξεφεύγεις εύκολα. Για να ξεφύγεις, χρειάζεται παιδεία, ψυχολογική υποστήριξη, κρατική μέριμνα.
«Ελευθερία σημαίνει να αποδεχθείς την ευθύνη του εαυτού σου. Αυτό το “κάνω ό,τι θέλω” δεν είναι απλό. Πρέπει πρώτα να ξέρεις τι θέλεις, πώς το ορίζεις, τι κόστος έχει».
Υπάρχει απαγορευτική ηλικία όταν επιχειρείς μια «απόδραση», μια αλλαγή ζωής;
Έχουν υπάρξει γυναίκες που έφυγαν από τέτοιες σχέσεις στα εξήντα πέντε τους και ακόμα μεγαλύτερες. Φυσικά είναι δύσκολο. Το σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσεις βαθιά μέσα σου ότι θέλεις να φύγεις και να ξέρεις τι πυροδοτεί αυτή την απόφαση. Στην αρχή κάτι σε ενοχλεί, μετά σε ενοχλεί περισσότερο, μετά το παίρνεις πιο ελαφρά, το γελάς, έπειτα κάτι συμβαίνει και το ξεχνάς· κι ύστερα ξαναβρίσκεσαι στο ίδιο σημείο. Και δεν μιλάω μόνο για ερωτικές σχέσεις, αλλά και για φιλίες. Για μένα, στις μακροχρόνιες φιλίες είναι ίσως ακόμα πιο δύσκολο να ξεκόψεις· μοιάζει περισσότερο με αποχωρισμό. Μου έχει τύχει να χάσω μία-δύο τέτοιες σχέσεις, και ήταν από τις πιο δύσκολες απώλειες.
Με δική σας πρωτοβουλία;
Όχι πάντα – και πολλές φορές χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια εξήγηση. Έχω, όμως, σώσει και πολλές σχέσεις γιατί καταφέραμε να μιλήσουμε. Στη συζήτηση βρίσκεται η λύση. Αν ο άλλος, ο φίλος σου, σε αγαπάει και τον αγαπάς και εσύ πραγματικά, τότε το μόνο που υπάρχει είναι μια ειλικρινής επικοινωνία. Αναφέρομαι στις περιπτώσεις που η σχέση εξαρτάται μόνο από δύο ανθρώπους και όχι από εξωτερικούς παράγοντες, γιατί συχνά μπορεί να χάσεις μια φίλη γιατί δεν σε θέλει ο άνθρωπος που παντρεύτηκε· συμβαίνει και αυτό, και το θεωρώ ανεπίτρεπτο. Πρέπει να συζητάμε ακόμα και με βοήθεια συμβούλου ή ψυχολόγου, να λέμε όσα μας ενοχλούν, να λειαίνουμε τις διαφορές μας. Αφού είμαστε φίλες και αγαπιόμαστε, γιατί να χαθούμε; Σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να κρατάμε τους ανθρώπους δίπλα μας, πρέπει να είμαστε με εκείνους που ταιριάζουμε και έχουμε κοινή ιστορία.
Τι είναι για εσάς προδοσία;
Να νιώσω ότι ο άλλος πρόδωσε την εμπιστοσύνη μου. Γιατί, πάνω απ’ όλα, μια σχέση βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Και βέβαια στην αγάπη, αλλά κυρίως στην εμπιστοσύνη. Σε εμπιστεύομαι, σου μιλάω ανοιχτά, μου μιλάς κι εσύ, νιώθω ότι είσαι δίπλα μου, ότι αυτό που χτίζουμε έχει νόημα. Όταν αυτή η βάση διαρραγεί, τι απομένει; Το ίδιο ισχύει και στις ερωτικές σχέσεις: εμπιστεύεσαι τον σύντροφό σου, αν μάθεις πως έχει μια παράλληλη ζωή, πώς θα συνεχίσεις;

Δεν έχετε συγχωρήσει ποτέ απιστία;
Όχι, αυτό που είπα πριν είναι αληθινό γεγονός. Παρόλο που με αυτόν τον άνθρωπο μιλάμε τα τελευταία είκοσι χρόνια πού και πού, ρωτάμε ο ένας τον άλλον τι κάνει, δεν μπόρεσα να τον συγχωρήσω, αν και έκανα μεγάλη προσπάθεια. Ξαναγύρισα κιόλας σε εκείνον, όμως κάτι είχε μπει ανάμεσά μας, ένα τζάμι που δεν μου επέτρεπε να τον αγγίξω.
Κι αν ζητούσε συγγνώμη;
Το έκανε, πολλές φορές. Αλλά τι σημασία έχει; Συγγνώμη μπορεί να σου πει κι εκείνος που σου πατάει το πόδι στον δρόμο. Θα μου πεις, υπάρχουν και άνθρωποι που ούτε καν αυτή την τυπική συγγνώμη δεν λένε. Αλλά και πάλι, δεν φτάνει. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Αν κουβαλούν προσωπικά θέματα, τραύματα παιδικής ηλικίας, μπορεί με δουλειά χρόνων να ομαλοποιηθούν κάπως τα πράγματα, αλλά επί της ουσίας δεν αλλάζουν. Δεν αλλάζουν αυτό που είναι, αυτό που θέλουν, αυτό που τους χαρακτηρίζει.
Τι λέτε για τη θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μονογαμικό ον;
Το είχα ακούσει κι αυτό σε εκείνη τη σχέση. Τώρα πια η ψαλίδα έχει ανοίξει, όλα μπορείς να τα δικαιολογήσεις. Μπορείς να είσαι κι έτσι, να είσαι κι αλλιώς, και να ζητάς από τον άλλον να σε δεχτεί. Αλλά για μένα αυτό ισχύει μόνο αν υπάρχει ειλικρίνεια από την αρχή. Πες το ευθέως κι ας αποφασίσω εγώ αν θέλω να μπω σε αυτή την ιστορία. Όχι να το ανακαλύπτω εκ των υστέρων και να μου λες «μα εγώ έτσι είμαι». Πού να το ξέρω; Γιατί δεν μου το είπες; Και τι θεωρία είναι αυτή, ότι μπορούμε να είμαστε με όλους και με όλα; Μπορούμε, βέβαια. Η νέα γενιά είναι polyamorous, πιο ανοιχτή, αλλά στην ουσία αποφεύγει τη δέσμευση. Και όμως, η δέσμευση είναι το πιο όμορφο πράγμα.

Η σχέση σας με την κόρη σας πώς είναι;
Μεγαλώσαμε οι δυο μας. Ήμασταν πάντα πολύ δεμένες. Θυμάμαι πως από μικρή η κόρη μου είχε μια έντονη ανάγκη ανεξαρτησίας. Ήταν μόλις πέντε-έξι χρονών όταν άρχισε να με ρωτάει πότε θα μπορέσει να μείνει μόνη της στο σπίτι. «Να φύγεις, μαμά», μου έλεγε, «να μου αφήσεις το κλειδί, θα κλειδώσω». «Παιδί μου, είσαι πέντε χρονών, δεν υπάρχει περίπτωση», της απαντούσα γελώντας. «Εγώ πότε θα μείνω μόνη μου;» Κι εγώ της εξηγούσα: «Θα μείνεις μόνη σου μετά τα δεκαοκτώ, όταν θα μπορείς να βγάζεις τα δικά σου χρήματα». «Το δεκαοκτώ είναι πολύ μακριά», μου έλεγε απογοητευμένη.
Τελικά έφυγε;
Έφυγε στα δεκαεννιά. Από τότε έχει ταξιδέψει παντού, έχει ζήσει σε διάφορες χώρες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έφυγε, όταν πέρασε στη Σχολή Κινηματογράφου της Πράγας. Πήγα μαζί της, την εγκατέστησα κι έκλαιγα σε όλη την επιστροφή. Γύρισα στο σπίτι κι ένιωσα πως είχε αδειάσει ο κόσμος. Αυτό που λένε «σύνδρομο της άδειας φωλιάς», έτσι ακριβώς ήταν. Μου έλειπε. Για χρόνια είχα έναν σκοπό κάθε μέρα: τι θα φάει, πώς θα είναι, αν χρειάζεται κάτι. Ακόμα και μεγαλώνοντας, το μυαλό μου ήταν σε εκείνη. Κάποια στιγμή με πήρε μια φίλη μου από τη Θεσσαλονίκη. «Σου έχω τη λύση», μου είπε. Τρεις μέρες μετά, ήρθε με το ταχυδρομείο ένα κιβώτιο. Μέσα είχε όλες τις κασέτες του Sex and the City. «Τι είναι αυτό;» τη ρώτησα. «Άρχισε να το βλέπεις, θα γελάσεις, θα βρεις τη χαρά της ζωής». Θεέ μου, τι σειρά ήταν αυτή! Τι ευφορία. Άνοιξα τα παντζούρια, πήγα κι αγόρασα καινούργια ρούχα, βγήκα έξω. Άρχιζα να ζω μια άλλη ζωή!
Στο έργο υπάρχει μια αντιστροφή ρόλων: είναι ο Λουί που φροντίζει τη μητέρα του. Το κάνατε κι εσείς αυτό για τον πατέρα σας.
Θα ήθελα να πιστεύω πως το έκανα με μεγαλύτερη συνείδηση απ’ ό,τι ο Λουί. Δεν τον συμπαθώ πολύ τον συγγραφέα, είναι μερικά πράγματα που τα κάνει για τον εαυτό του, για την υστεροφημία του. Είναι ένα τραυματισμένο παιδί, αλλά λειτουργεί ψυχρά, σαν τεχνοκράτης. Εμένα ο τρόπος μου ήταν πιο συναισθηματικός – κι ίσως γι’ αυτό μου κόστισε περισσότερο. Έζησα το Αλτσχάιμερ, μια ασθένεια που δεν την αντέχουν ούτε οι νοσηλευτές. Κάποια στιγμή κουνήθηκε το μυαλό μου. Τότε η κόρη μου και μια φίλη μου μου είπαν: «Τώρα πρέπει να το κάνεις».

Διστάζατε να αναθέσετε τη φροντίδα του σε κάποιον τρίτο;
Ναι, η αλήθεια είναι πως είχα τεράστια συναισθηματική εμπλοκή, είχα υποσχεθεί στη μητέρα μου πως θα τον φρόντιζα εγώ. Δέκα χρόνια πήγαινα ξημερώματα στο σπίτι του να του δώσω το χάπι του θυρεοειδούς, μαγείρευα, καθάριζα, τον σήκωνα απ’ το πάτωμα, τον έτρεχα στα νοσοκομεία. Δεν δεχόταν καμία γυναίκα να τον βοηθά. Στο lockdown έμεινα μαζί του πέντε μήνες. Εκεί κατέρρευσα. Η ασθένειά του χειροτέρεψε, δεν καταλάβαινε τι σημαίνει «δεν μπορούμε να βγούμε». Έχασα επτά κιλά σε τρεις μήνες. Μέχρι που ένας γιατρός μού είπε: «Αν είχε καρκίνο, δεν θα τον πηγαίνατε στο νοσοκομείο; Τι είναι αυτά τα παλιομοδίτικα;». Όταν μπήκε στη μονάδα –μια εξαιρετική μονάδα–, ένιωσα ελευθερία αλλά και τύψεις. Το πρώτο καλοκαίρι πήγα σε επτά νησιά. Μετά από μήνες απομόνωσης νόμιζα πως θα τρελαθώ από την ευτυχία. Η αλήθεια είναι πως είναι άγριο για ένα παιδί να συνειδητοποιεί ότι γίνεται εκείνο ο φροντιστής, ότι πια δεν είναι ο αποδέκτης της φροντίδας. Είναι σκληρό, αλλά πρέπει να ξέρεις γιατί το κάνεις. Όχι από υποχρέωση. Να μη βαρυγκομάς. Είναι δύσκολο, γιατί συνήθως συμβαίνει σε μια εποχή που είσαι παραγωγικός, έχεις τις δικές σου υποχρεώσεις κι έρχεται αυτό να σε συντρίψει. Αλλά σκέψου: αυτοί ήταν δίπλα σου και σε μεγάλωσαν. Κι εκεί ηρεμείς. Λες, τώρα είναι η ώρα να ανταποδώσω. Εγώ έτσι ένιωθα.
«Η αλήθεια είναι πως είναι άγριο για ένα παιδί να συνειδητοποιεί ότι γίνεται εκείνο ο φροντιστής, ότι πια δεν είναι ο αποδέκτης της φροντίδας».
Οι δικοί σας στήριξαν τις αποφάσεις σας;
Καθόλου. Ήταν αυστηροί και τα πρώτα χρόνια είχαμε απομακρυνθεί, δεν καταλάβαιναν τι ήθελαν να κάνω. Η στάση τους άλλαξε όταν είδαν ταινίες όπως τα Πέτρινα χρόνια και αντιλήφθηκαν τι σινεμά ήθελα να κάνω.
Πώς προέκυψε η υποκριτική;
Δεν πέρασα για λίγο στην Αρχιτεκτονική, έπειτα ασχολήθηκα με το σχέδιο μόδας στη Θεσσαλονίκη και αργότερα με δέχτηκαν στο Central St Martins στο Λονδίνο, αλλά γύρισα γρήγορα λόγω του θανάτου του αδελφού μου. Στο θέατρο με έστρεψε ένας φίλος μου, που επέμενε να δώσω εξετάσεις. Πέρασα πρώτη στη σχολή του ΚΘΒΕ. Όταν αποφοίτησα, κι ενώ μου πρότειναν να μείνω, είπα πως θα κατέβω στην Αθήνα να κάνω σινεμά. Των δικών μου τους έπεσε το σαγόνι, τότε σινεμά ακόμα ήταν η Βουγιουκλάκη.
Το σινεμά είναι στην καρδιά σας;
Στο πανί μένεις για πάντα. Ίσως γιατί ξεκίνησα από το σινεμά, συμμετέχοντας σε αυτές τις μεγαλειώδεις ταινίες της δεκαετίας του ’80, το υπερασπίζομαι. Η πρώτη μου ταινία ήταν το Ρεμπέτικο. Αντικατέστησα τελευταία στιγμή την Κατερίνα Γώγου – είχε τσακωθεί με τον παραγωγό Παρασκευή και Δευτέρα ξεκινούσαν τα γυρίσματα. Είχα γνωρίσει τον Φέρρη λίγο νωρίτερα και είχε δηλώσει τον θαυμασμό του για το Μινόρε της αυγής όπου συμμετείχα. Μου είπε τότε: «Τι είσαι εσύ, παιδί μου; Παναγία μου, δεν έχω ρόλο να σου δώσω». Και με θυμήθηκε μόλις έφυγε η Γώγου. Ήμουν 22 χρονών, δεν καταλάβαινα, ένιωθα ότι μπροστά στην κάμερα δεν θα ήξερα τι να κάνω, έβγαλα έρπητα ζωστήρα από το άγχος μου. Όμως, μόλις βρέθηκα εκεί, ήξερα πού να κοιτάξω, πού είναι το φως, πώς να μιλήσω. Ήμουν ψύχραιμη και απλή, σαν να με κοιτούσαν από μια κλειδαρότρυπα – και αυτοί το εντόπισαν. Μου είπαν ότι «αυτό είναι ταλέντο, Θέμις, κάτι που δεν έχουν όλοι. Σε άλλους παίρνει χρόνο να συνειδητοποιήσουν τι κάνουν, να συγκεντρωθούν». Εγώ το έκανα σαν να υπήρχα εκεί από πάντα. Λατρεύω να είμαι μπροστά στην κάμερα. Δεν είναι ναρκισσισμός, αλλά κάτι μυστικό δικό μου: σαν κάποιος να κοιτάζει μέσα στο μυαλό και στην ψυχή μου και να ανακαλύπτει κάτι κρυφό, προσωπικό.

Το σινεμά σάς λείπει;
Παρόλο που το θέατρο με έκανε καλύτερη ηθοποιό και μου έμαθε πολλά, αν ζούσα σε μια χώρα με μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία, θα έκανα πολύ λίγο θέατρο. Αγαπώ ακόμα και το lifestyle του σινεμά: κάθε μέρα γύρισμα σε άλλο μέρος, ένας ολόκληρος κόσμος 30-40 ανθρώπων μαζί σου. Το καμαρίνι το μισώ, δεν μπορώ να καθίσω μέσα, πάντα θα με βρεις σε ένα σκαλάκι, παθαίνω κλειστοφοβία.
Έχετε, όμως, αφήσει και δυνατές ερμηνείες στο θέατρο.
Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο να κάνω θέατρο, λόγω του σινεμά. Τότε, ας πούμε, όποιος έκανε σινεμά δεν έκανε θέατρο, γιατί στο θέατρο πρέπει να είσαι αφοσιωμένος και το σινεμά είναι εύκολο. Ακόμα το λένε. Τώρα όμως υπάρχει άλλος διαχωρισμός: τώρα είναι αυτοί που κάνουν καλό θέατρο και αυτοί που κάνουν εμπορικό. Δεν μπορείς να κινηθείς ανάλογα με τις επιθυμίες σου, με το τι σου ταιριάζει, με το έργο, με τον σκηνοθέτη.
«Το καμαρίνι το μισώ, δεν μπορώ να καθίσω μέσα, πάντα θα με βρεις σε ένα σκαλάκι, παθαίνω κλειστοφοβία».
Είναι συγκεκριμένοι οι ρόλοι που σας προτείνουν πλέον;
Καλά, αυτό είναι ένα τραγικό θέμα που αντιμετωπίζει μιία ηθοποιός μετά τα 60, και πολύ νωρίτερα σε κάποιες περιπτώσεις. Αν δεν έχεις περιποιηθεί το πρόσωπό σου, αν δεν αρχίσεις να επεμβαίνεις κυνηγώντας μια νιότη που δεν υπάρχει, φεύγεις από αυτή την κατηγορία και πας σε μια άλλη κατηγορία που πρέπει να είσαι…
Μάνα; Αποκλειστικά;
Δεν με πειράζει να γίνομαι μάνα· το θέμα είναι τι μάνα γίνομαι. Με ενδιαφέρει ο ρόλος, όχι απλώς το ότι είμαι μαμά ή γιαγιά. Έπαιξα τη γιαγιά στο Milky Way και νομίζω ότι το έκανα καλά, αλλά ήταν και μια υπέροχη γιαγιά. Υπάρχει όμως ένας ηλικιακός ρατσισμός. Και είναι περίεργο, γιατί δεν είμαστε στο Χόλιγουντ ή στη Γαλλία, όπου οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας φαίνονται όμορφες, αδύνατες, αρυτίδωτες και οι ταινίες είναι εμπορικές. Εδώ κάνουμε σινεμά του auteur και οι ενδιαφέροντες ρόλοι γι’ αυτή την ηλικία είναι σπάνιοι. Φεύγει μια μεγάλη γκάμα χαρακτήρων: εισαγγελείς, δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, επιχειρηματίες, υπουργοί, πρωθυπουργοί, όλα πάνε σε άνδρες. Μου αρέσουν οι ρόλοι όπου ο ήρωας βρίσκεται μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα. Ονειρεύομαι μια εισαγγελέα, αλλά σε λίγο θα είμαι συνταξιούχος εισαγγελέας! Ή μια μάνα, μια γιαγιά που είναι «power»: που κάνει κάτι για να σώσει το παιδί της, που υπερβαίνει τον εαυτό της. Αυτοί οι ρόλοι με συναρπάζουν. Θέλω ο ήρωας να πράττει ηρωικά, να υπερβαίνει τα όριά του.

Στη ζωή σας πώς είστε; Πώς σας χαρακτηρίζουν οι συνάδελφοί σας;
Θα έλεγα πως είμαι ατίθαση και διεκδικητική στη δουλειά μου. Έχω μια πολύ έντονη εικόνα τού τι θέλω να κάνω και παλεύω να το πετύχω. Κάποιες φορές αυτό οδηγεί σε μια έντονη διεκδίκηση.
Κοντράρεστε με τους σκηνοθέτες;
Ναι, συνέχεια, αλλά αγαπιόμαστε. Όποιος συνεργάστηκε μαζί μου μου πρότεινε ξανά δουλειές. Αυτό κάτι δείχνει. Ξέρουν ότι μπορεί να είμαι δύσκολη, αλλά είμαι αποτελεσματική, εμπνευστική και υποστηρικτική.
Ποιο θεωρείτε το πιο δυνατό σας σημείο;
Έχω μεγάλη φαντασία, μου έρχονται συνεχώς ιδέες, είμαι καλή στους αυτοσχεδιασμούς, βρίσκω λύσεις. Επί Λούκου στο φεστιβάλ, οργάνωσα το Farewell στον Κεραμεικό, μια περφόρμανς με δέκα εικαστικούς και δέκα ηθοποιούς. Τους ένωσα σε ζευγάρια και πήρε το κάθε ζευγάρι ένα δωμάτιο, έπαιζαν επί δύο 24ωρα σε 7ωρες λούπες το ίδιο θέμα πάνω στον αποχαιρετισμό. Πέρασαν 1.500 άτομα από εκεί. Μου αρέσουν οι περφόρμανς, είχα κάνει και εγώ στα rooms του Γεράσιμου Καππάτου. Σκέφτομαι πως, αν ήμουν νέα, ίσως έκανα χορό – αγαπώ την εικόνα, χωρίς λόγο, αυτά τα οποία μπορείς να πάρεις από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Δεν θέλετε να σκηνοθετήσετε;
Όχι. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να κάνω μια μικρού μήκους ταινία, αλλά δεν νομίζω ότι έχω κάτι καινούργιο να κομίσω στην τέχνη μας. Ίσως να μπορώ να στήσω μια ωραία παράσταση, μπορεί και όχι, αλλά δεν μου λέει κάτι αυτό. Όποιος καταπιάνεται με τη σκηνοθεσία πρέπει να μπορεί να εισφέρει κάτι νέο, να προχωρήσει την τέχνη μας. Η αγάπη μου είναι η σκηνή, η ηθοποιία. Ως συνεργάτις, όμως, μπορώ να προσφέρω το δικό μου λιθαράκι.
Η παράσταση Η Μονίκ δραπετεύει ανεβαίνει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας.
Σκηνοθεσία – διασκευή: Γιώργος Σουλεϊμάν. Παίζουν: Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Φουρλής. Mουσικός επί σκηνής: Capétte
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, Πέμπτη έως Κυριακή.
lykofos.org

