Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι

Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι

Η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε μέσω ανοιχτής διαδικασίας την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου στην πρώτη της μεγάλη συνέντευξη

αργυρώ-χιώτη-στο-κ-το-εθνικό-πρέπει-ν-563871409 (Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος)
(Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος)
Φόρτωση Text-to-Speech...

Ο τόνος της φωνής της είναι σταθερός, ήρεμος. Η Αργυρώ Χιώτη δεν κομπιάζει, δεν κάνει μεγάλες παύσεις, αλλά ούτε υπεκφεύγει να απαντήσει σε ερωτήσεις για τις παθογένειες του Εθνικού Θεάτρου. Μου κάνουν εντύπωση τα κοφτά της «όχι». Φαίνεται να έχει ξεκάθαρη εικόνα τού τι θέλει να κάνει στο Εθνικό Θέατρο. Αιφνιδίασε τόσο με τον χρόνο που ανακοίνωσε τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό για τη σεζόν 2025/26 –τον περασμένο Μάιο και ενώ είχε αναλάβει καθήκοντα τον Μάρτιο– όσο και με τις επιλογές της. Τις υπερασπίζεται όλες, μιλάει για «ρεύμα» νέων δημιουργών, για ένα Εθνικό Θέατρο που τους αφορά όλους, που συμπράττει με άλλους φορείς, που ανοίγεται σε όλες τις τέχνες και «πηγαίνει» παντού μέσα από το web radio αλλά και με παραστάσεις όπως το Σταθμός Ω, η οποία θα περιοδεύσει σε ΔΗΠΕΘΕ και στην Περιφέρεια προτού παρουσιαστεί στο Κτήριο Τσίλλερ.

Είχε καταθέσει υποψηφιότητα και πριν από τρία χρόνια για τα ηνία του οργανισμού, με ένα συνεργατικό σχήμα που αποτελούνταν από την ίδια, τον Ακύλλα Καραζήση και τον Νίκο Χατζόπουλο. «Ήταν τολμηρό. Το γνωρίζαμε και η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύαμε πραγματικά ότι θα συμβεί. Αλλά θεωρούσαμε σημαντικό να δοθεί το στίγμα της πρόθεσης· της δυνατότητας· της συνδιαχείρισης ενός τέτοιου οργανισμού στην Ελλάδα». Νομίζω πως και οι πρώτες της κινήσεις ως καλλιτεχνικής διευθύντριας ακολουθούν αυτή την οδό, δίνοντας ένα ξεκάθαρο στίγμα ανανέωσης της ταυτότητας του Εθνικού μας Θεάτρου. «Όταν ανέλαβα, είδα το ΦΕΚ της ίδρυσης του θεάτρου το 1932, και μέσα στους σκοπούς του φορέα υπάρχει ο χορός και η μουσική γύρω από αυτό που ονομάζουμε θέατρο. Πρέπει να κάνουμε χώρο για να συμβούν τα πράγματα, να μην αφηνόμαστε στον φόβο, στην ευκολία, στην ασφάλεια ή στον συντηρητισμό για τις αλλαγές».

Θυμάστε πώς έγινε και ασχοληθήκατε με το θέατρο;

Ουσιαστικά η σχέση μου με το θέατρο ήρθε μέσα από τους γονείς μου, και κυρίως από τη δεύτερη μητέρα μου, που με πήγε να δω μια παράσταση στο θέατρο Εμπρός, από τη σχολή του οποίου αποφοίτησα αργότερα. Εκείνη την εποχή, στη σχολή ήταν ο Τάσος Μπαντής, η Ράνια Οικονομίδου και ο Δημήτρης Καταλειφός, και λίγο αργότερα η Αμαλία Μουτούση. Το αναφέρω γιατί νομίζω ότι το φέρω σε ό,τι κάνω στο θέατρο και το συναντώ και τώρα στο Εθνικό, τη σημασία δηλαδή της ομάδας. Το θέατρο είναι εμπειρία. Είτε είσαι από μέσα, μέρος της δημιουργικής ομάδας, είτε απ’ έξω θεατής, όλοι αναζητούμε να βιώσουμε κάτι. Αυτό το βίωμα, η εμπειρία έχει να κάνει με πολλά. Είναι τρόπος ζωής. Κοιτάζοντας πίσω, συνειδητοποιώ ότι δεν ήξερα τι είναι το θέατρο, δεν ονειρεύτηκα εμένα στο θέατρο με κάποιον τρόπο, δεν υπήρχε κάποια στρατηγική, το ένα βήμα έφερε το άλλο, μετά πήγα στη Γαλλία για σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά για αρχή το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μπήκα σε έναν χώρο στον οποίο ήθελα να ξαναπάω. 

Ποια ήταν η παράσταση;

Νομίζω πως ήταν ο Σωσμένος του Έντουαρντ Μποντ, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί παραδόξως αυτό που με κέρδισε ήταν το γύρω από την παράσταση: το φουαγιέ, το μπαρ, το ταμείο, ο Τάσος. Αντιλήφθηκα πώς λειτουργεί αυτός ο χώρος και πώς όλα όσα συμβαίνουν σε αυτόν αποτυπώνονται σε μια δημιουργία που συνομιλεί με τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο. Στο θέατρο ουσιαστικά φτιάχνουμε έναν άλλο κόσμο: τον ιδεατό, τον προσωπικό ή τον χαμένο κόσμο. Αυτόν τον κόσμο είχα εντοπίσει τότε και αυτόν αναζητώ να φτιάχνω κάθε φορά στο θέατρο.

Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι-1
Κουκλίτσα, έργο βασισμένο στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά. (Φωτογραφία: Γιάννης Κουσκούτης)

Πώς αισθάνεστε σήμερα στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου; 

Δεν είχα αυτό που λέμε όνειρο να βρεθώ σε αυτή τη θέση. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος ούτε ήταν κάτι που έλειψε από τη ζωή μου. Νομίζω ότι ξεκίνησε από το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι που είμαστε στον χώρο –δημιουργοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί– τα προηγούμενα χρόνια γκρινιάζαμε σχεδόν μόνιμα για το πώς συνέβαιναν τα πράγματα στο Εθνικό, κάναμε σχόλια για τη διαχείριση, τις επιλογές, για οτιδήποτε. Θεωρώ ότι όταν δίνεται μια τέτοια ευκαιρία μέσα από ανοιχτό κάλεσμα, σχεδόν οφείλουμε να δοκιμάσουμε, να δοκιμαστούμε και εμείς σε κάτι τόσο πολύπλοκο και ιδιαίτερο όπως είναι αυτή η διαχείριση, την οποία επικρίναμε πριν. Από τη μία, λοιπόν, τόλμησα γιατί αισθανόμουν ότι μπορεί να είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη δεν το βλέπω σαν κάτι διαφορετικό από τη δημιουργική πορεία που είχα. 

Πρώτες μέρες, τι περιμένατε και τι συναντήσατε; 

Τι ακριβώς περίμενα δεν ξέρω – βούτηξα σε αυτό. Είναι ένας μεγάλος οργανισμός, με πολλούς εργαζομένους· λίγο-πολύ όλοι το φανταζόμαστε, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό όταν το ζεις από μέσα, τι σημαίνει να βιώνεις τις διαδικασίες του Δημοσίου.

Όλα κινούνται πιο αργά;

Δεν είναι μόνο οι ρυθμοί, αλλά πράγματα που έξω φαντάζουν απλά, όπως το να θέλεις να πάρεις μια λάμπα, εδώ δεν είναι τόσο. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες που πρέπει να μάθεις να ακολουθείς, για τα πάντα: από τις αγορές και τη λειτουργία των σκηνών μέχρι τα ωράρια, την ασφάλεια και τη διαχείριση του προσωπικού. Η πολυπλοκότητα είναι μεγάλη, γιατί από τη μία πρέπει να τηρείς τους κανόνες του Δημοσίου, από την άλλη όμως το θέατρο έχει τα δικά του ιδιαίτερα ζητούμενα και ανάγκες. Γνωρίζοντας ανθρώπους σε διαφορετικά τμήματα, διαπίστωσα ωστόσο ότι το Εθνικό Θέατρο λειτουργεί και στηρίζεται πάνω και σε πολλούς ικανούς, έμπειρους επαγγελματίες που γνωρίζουν το σύστημα εκ των έσω και μεταδίδουν τη γνώση τους. Σίγουρα χρειάζονται βελτιώσεις, όμως δεν ήρθα με την πρόθεση να ξηλώσω, να ανατρέψω καταστάσεις. Δεν μπορείς ξαφνικά να πεις αυτό δεν γίνεται έτσι, από αύριο θα γίνεται αλλιώς. Υπάρχει ένας τρόπος για να γίνουν τα πράγματα. Αυτό όμως που διέκρινα, επίσης, έντονα είναι μια διάχυτη ανάγκη ανανέωσης – και το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να θυμόμαστε όλοι, κι εγώ μαζί, ότι είμαστε εδώ για να κάνουμε θέατρο. Μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά είναι ουσιώδες: να υπηρετούμε μια δημιουργική διαδικασία, μια ανοιχτή επικοινωνία που καλλιεργεί τη σκέψη και το συναίσθημα.

Προσπαθείτε να τους εμπνεύσετε όλους λοιπόν, από τους ταξιθέτες μέχρι τους ηθοποιούς, το βεστιάριο, το αρχείο, το λογιστήριο.

Ναι, ακριβώς. Γιατί, ειδικά σε ένα τόσο μεγάλο σύστημα, πολλοί άνθρωποι δεν κάνουν καθημερινά κάτι δημιουργικό· χρειάζονται υπενθύμιση, έμπνευση, ανατροφοδότηση. Αυτή η αποστολή –να ισορροπήσεις ανάμεσα στη διοίκηση και τη δημιουργία– είναι μια λεπτή άσκηση ισορροπίας.

Είστε η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση μέσα από ανοιχτή διαδικασία. Θεωρείτε ότι έχει διαφορά το φύλο ως προς τον τρόπο που συναντάτε τους ανθρώπους;

Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου με έναν άνδρα· λειτουργώ με τον δικό μου τρόπο και είμαι αυτή που είμαι, οπότε δεν έχω μέτρο σύγκρισης. Αυτό που μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα είναι ότι προφανώς αυτή η επιλογή φέρει κάτι διαφορετικό – και είναι μια συνολική επιλογή, γιατί είμαστε πολλές γυναίκες, εγώ, η Ιώ Βουλγαράκη ως αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια, η Μαρία Μαγκανάρη, υπεύθυνη του Μικρού Εθνικού, η Νεφέλη Μαϊστράλη, συνυπεύθυνη στην Πειραματική, και η Δηώ Καγγελάρη, διευθύντρια σπουδών της δραματικής σχολής. Δεν είμαι βέβαιη, ωστόσο, σε ποιον βαθμό ο οργανισμός ήταν έτοιμος να υποδεχθεί μια τέτοια αλλαγή.

Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι-2
Δράση από την Πειραματική Σκηνή. (Φωτογραφία: Γιάννης Κουσκούτης)

Πιστεύετε ότι η ηλικία και αυτό το χαμηλών τόνων προφίλ μπορούν να δώσουν χώρο για λάθος εντυπώσεις; 

Όχι, ίσως αυτό έχει να κάνει με το τι εμπνέω ως άνθρωπος. Νομίζω πως, ακόμη κι αν ήμουν μικρότερη, δεν θα το ένιωθα διαφορετικά. Είμαι βέβαιη ότι μια τέτοια προκατάληψη υπάρχει σε κάποιον βαθμό, απλώς δεν την αφήνω να πάρει χώρο ή να διαμορφώνει τις σχέσεις μου, μέσα ή έξω από το θέατρο. Ίσως επειδή έχω πια μια ηλικία και μια εμπειρία, και επειδή στο ελεύθερο θέατρο, ως σκηνοθέτρια, έχω ήδη αντιμετωπίσει το ζήτημα του να πρέπει να διαχειριστείς ομάδες και τεχνικούς σε ένα πεδίο που παραμένει έως έναν βαθμό ανδροκρατούμενο. Νομίζω πως με τον καιρό, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει λογική, πρακτικότητα και ειλικρινής πρόθεση συνεργασίας, αυτά τα στερεότυπα υποχωρούν – ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω, επειδή είμαι αισιόδοξος άνθρωπος.

Ανακοινώσατε πολύ νωρίς τον προγραμματισμό. Ήσασταν έτοιμη πριν ακόμα αναλάβετε;

Όλα αυτά τα χρόνια στο ελεύθερο θέατρο γνωρίζεσαι με τους ανθρώπους, βλέπεις δουλειές, συνεργάζεσαι, ξέρεις ποιος θα μπορούσε να ταιριάξει με μια ιδέα, και δουλεύεις για να φτιάξεις το Εθνικό που ονειρεύεσαι. Οπότε από αυτή την άποψη μπορώ να πω ότι υπήρχε μια ετοιμότητα. Θεωρούσα, επίσης, σημαντικό να δοθεί το στίγμα της χρονιάς από νωρίς. Επιπλέον, η εξωστρέφεια, για την οποία γίνεται τόσο συχνά λόγος, απαιτεί καλή οργάνωση. Οι συμπαραγωγές, όπως αυτή με το Royal Court Theatre για το Cow/Deer ή το Pina Bausch Foundation για το Kontakthof, δεν «κλείνονται» τελευταία στιγμή και έπειτα εμείς πήραμε την απόφαση να κάνουμε μαζικά ακροάσεις για όλες μας τις παραγωγές. Αυτό είχε πολύ καιρό να συμβεί στο Εθνικό Θέατρο· μόνο τα τελευταία χρόνια γίνονταν ακροάσεις για τις δύο επιδαύριες παραγωγές και κυρίως για τον Χορό το καλοκαίρι.

Είναι σαν να φέρατε στο Εθνικό τους συνοδοιπόρους σας –Ακύλλας Καραζήσης, Νεφέλη Μαϊστράλη, Χρήστος Θεοδωρίδης, Μαρία Πανουργιά–, δημιουργούς με τους οποίους σας συνδέει μια καλλιτεχνική συγγένεια.

Η πρόθεσή μας είναι να δώσουμε χώρο σε ανθρώπους που έχουν κάτι να προτείνουν, μια δική τους σκηνική γλώσσα, μια ιδιαίτερη μέθοδο, ένα ξεχωριστό βλέμμα. Μιλάμε για δημιουργούς που έχουν ήδη καταθέσει προτάσεις με ουσία, αλλά μέχρι σήμερα είτε δεν είχαν πρόσβαση στο Εθνικό είτε συνεργάστηκαν ελάχιστα – όπως, για παράδειγμα, η Μαρία Πανουργιά. Θέλουμε τέτοιοι άνθρωποι να έρθουν κοντά μας. Αυτό είναι το πρώτο μας μέλημα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε τους ήδη καταξιωμένους καλλιτέχνες που έχουν συνεργαστεί ξανά με το Εθνικό. Στη σκέψη μου –και στη σκηνοθετική μου δουλειά– υπάρχει πάντα η ανάγκη να μην ακολουθούμε την πεπατημένη. Δεν υπάρχουν δεδομένα. Ονειρευόμαστε, δοκιμάζουμε και δίνουμε στον εαυτό μας και στον οργανισμό τη δυνατότητα να τολμήσει και να εξελιχθεί.

Μεγάλο ρόλο στο όνειρο έχει και η Πειραματική Σκηνή

Έτσι είναι. Μαζί με τον Ακύλλα Καραζήση και τη Νεφέλη Μαϊστράλη θέλουμε να δώσουμε χρόνο και χώρο στους δημιουργούς να αναπτύξουν τη φωνή τους, την τόλμη και το προσωπικό τους ύφος, χωρίς πίεση για άμεσο αποτέλεσμα. Θέλω να δημιουργηθεί ένα «ρεύμα», ένα ντόμινο που να συνδέει δημιουργούς, κείμενα και πρακτικές. Στόχος μου είναι η Πειραματική να φέρει θεατές κοντά στη διαδικασία της δημιουργίας, από τη θεωρία στην πράξη.

«Δεν υπάρχουν δεδομένα. Ονειρευόμαστε, δοκιμάζουμε και δίνουμε στον εαυτό μας και στον οργανισμό τη δυνατότητα να τολμήσει και να εξελιχθεί». 

Μήπως είστε πολύ μοντέρνα για το Εθνικό; Πώς απαντάτε σε αυτό;

Ξέρω ότι μπορεί να ακούστηκε και αυτό, αλλά νομίζω πως αυτή την άποψη την έχουμε αφήσει πίσω μας. Ίσως στην αρχή να υπήρξε ένας φόβος, ακόμη και μέσα στον οργανισμό, όμως ο φετινός προγραμματισμός δείχνει καθαρά την πρόθεση για πολυμορφία. Το Εθνικό πρέπει να χωράει τα πάντα, όλες τις γλώσσες, όλες τις αισθητικές, από το κλασικό μέχρι το πιο πειραματικό. Ας θυμηθούμε την Οδύσσεια του Μπομπ Γουίλσον ή το Πουθενά του Παπαϊωάννου. Είναι από τις παραστάσεις που έδειξαν τον δρόμο για το Εθνικό. Οπότε απαντώ: Δεν είμαι «πολύ μοντέρνα» για το Εθνικό Θέατρο· το Εθνικό οφείλει να είναι ανοιχτό. Και κυρίως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το κοινό. Οι θεατές κάθε γενιάς και τάσης είναι έτοιμοι να συναντήσουν διαφορετικές προτάσεις. Το θέμα είναι να τους κινητοποιήσουμε, να τους καλέσουμε εμείς σε αυτό το άνοιγμα. Γιατί τελικά το καλό θέατρο είναι απλώς καλό θέατρο.

«Δεν είμαι “πολύ μοντέρνα” για το Εθνικό Θέατρο· το Εθνικό οφείλει να είναι ανοιχτό. Και κυρίως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το κοινό». 

Στο σημείωμα που συνόδευε την ανακοίνωση για τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό παρομοιάζατε το Εθνικό Θέατρο με φάρο.

Το Εθνικό Θέατρο οφείλει να είναι φάρος, να εκπέμπει, που σημαίνει να δονείται. Το Εθνικό πρέπει να γίνει σημείο αναφοράς και «στέκι». Να φτιάξουμε τους χώρους, να έρχονται οι άνθρωποι να βλέπουν παραστάσεις, να κάνουν τα ραντεβού τους στο καφέ, να συμμετέχουν στα εργαστήρια. Αυτό είναι το όραμά μας για το θέατρο αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό δίνουμε έμφαση στη σύνδεση, στις γλώσσες, στους προθαλάμους, στις παράλληλες δράσεις και στις παραστάσεις – ειδικά φέτος, που λόγω της απουσίας του Rex έχουν συγκεντρωθεί πολλές παραγωγές στο «Τσίλλερ». 

Ποιο επίθετο χαρακτηρίζει το Εθνικό όπως το ονειρεύεστε;

Σοβαρό· θέλουμε ένα θέατρο σοβαρό, αλλά όχι σοβαροφανές, ένα θέατρο που να μπορεί μέσα από τις προτάσεις του να προκαλέσει συζητήσεις, να ταράξει παγιωμένες αντιλήψεις και να διεγείρει σκέψεις για τον τρόπο που συνυπάρχουμε. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να μείνουμε αποκομμένοι από τη γειτονιά μας, την κοινωνία ή τα θεατρικά δρώμενα στο διεθνές τοπίο· με όλα αυτά πρέπει να συνομιλούμε. Εδώ έρχεται η έννοια του «παλμού» και της «ζεύξης θεωρίας και πράξης» που αναφέρω και στο σημείωμα: σε κάθε πρόταση, σε κάθε έργο και σε κάθε δημιουργό θέτουμε το ερώτημα του πώς συνομιλεί η σκέψη του, το ανέβασμά του με το σήμερα, τι πολιτικό φέρει. Για παράδειγμα, με τον Χρήστο Θεοδωρίδη συζητήσαμε ποιο έργο θα ανεβάσει. Καταλήξαμε στην Ιεροτελεστία του νεαρού Γάλλου συγγραφέα Γκιγιόμ Πουά, ένα έργο βασισμένο σε μαρτυρίες από την περίοδο της πανδημίας, που ο Χρήστος θα εμπλουτίσει με νέες ιστορίες. Πολιτικό θέατρο ή συνομιλία με το σήμερα, για μένα, δεν σημαίνει απαραίτητα ρεαλισμός ή αυστηρή επικαιρότητα· σημασία έχει η προσωπική ματιά, η σκέψη που αποτυπώνεται στη σκηνή.

Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι-3
Τρεις αδελφές του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. (Φωτογραφία: Γιάννης Κουσκούτης)

Δεν αναλάβατε εσείς κάποια σκηνοθεσία στο φετινό πρόγραμμα.

Όχι, δεν σκηνοθετώ, ούτε εγώ ούτε η Ιώ Βουλγαράκη. Πήραμε πολύ γρήγορα αυτή την απόφαση, γιατί αντιληφθήκαμε ότι η διοίκηση ενός οργανισμού αυτού του μεγέθους είναι τεράστια και απαιτεί πλήρη αφοσίωση. Όταν μιλώ για το Εθνικό, μου έρχεται στον νου συχνά η λέξη «φροντίδα». Πρέπει να ενημερωθούμε για κάθε τομέα, να φροντίσουμε τον οργανισμό συνολικά, ώστε να μπουν όλα σε ένα κανάλι που να μας δημιουργεί ασφάλεια. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται χρόνος, τρομακτική ενέργεια και να είσαι διαρκώς από πάνω. Πολύ απλά, για να απαντήσω, εμένα προσωπικά αυτή τη στιγμή θα μου φαινόταν αδύνατο να έχω και μια πρόβα να σκεφτώ. Αισθάνομαι ότι κάτι από τα δύο θα άφηνα, δεν θα το έκανα καλά. Οι ώρες είναι ατελείωτες, είμαι δεν είμαι στο γραφείο. Και πάλι κάποιες στιγμές αισθάνομαι ότι δεν μπορούμε, δεν προλαβαίνουμε να ασχοληθούμε με όλα όσα θα θέλαμε ή θα έπρεπε μέσα στη μέρα.

Στην Αθήνα συστηθήκατε με τους Vasistas, μια ομάδα με ερμηνευτές διαφορετικών εθνικοτήτων και «πολυγλωσσικές» παραστάσεις.

Τότε είχαμε βρεθεί αυτοί οι άνθρωποι και έπρεπε να επικοινωνήσουμε. Το εμπόδιο, λοιπόν, το μετατρέψαμε σε δημιουργικότητα. Αρχίσαμε να παίζουμε με αυτό που σημαίνει διαφορετικές γλώσσες στη σκηνή. Αυτό είχε να κάνει ούτως ή άλλως με την τότε ερευνά μου, δηλαδή, από το μηδέν, όταν ξεκίνησα να κάνω σκηνοθεσίες· το ζήτημα της γλώσσας ήταν παρόν με την έννοια ότι όλα τα πεδία της τέχνης στη σκηνή μπορούν να συνομιλούν επί ίσοις όροις. Αυτό που μπορεί ευρύτερα να ονομάζουμε σήμερα «ολιστικό θέατρο». Αυτό με ενδιέφερε τότε αλλά και τώρα.

Τι κοινό περιμένετε να δείτε στην πλατεία της Κεντρικής Σκηνής;

Σίγουρα υπάρχει το κοινό των παραδοσιακών θεατρόφιλων που θέλουν να δουν σοβαρό θέατρο, μεγάλα ανεβάσματα, κλασικά έργα. Ναι, υπάρχει αυτό, αλλά θα δούμε και ποιοι άλλοι θα έρθουν. Σκοπός μας είναι να διευρύνουμε τα όρια, άρα και τους φίλους μας, σε όλα τα επίπεδα: στη σκηνική γλώσσα, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη σκηνή, το κείμενο, το έργο, τον ηθοποιό και τη σύμπραξη και τη συνύπαρξη των σκηνών, τις εποχές, την ιστορικότητα, την επικαιρότητα, τη γειτονιά, το διεθνές, την εξωστρέφεια, την εντοπιότητα, την παράδοση, τα κοστούμια μας, δηλαδή όλα.

Θα πειράξετε, δηλαδή, την έννοια του «κλασικού θεάτρου»;

Φυσικά, εννοείται. Ποιος δεν συγκινείται με έναν ωραίο Τσέχοφ; Το θέμα, όμως, είναι να μετακινηθούμε, να τσιγκλήσουμε λίγο τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα. Μου είναι σημαντικό να δω τον Βυσσινόκηπο από τον Έκτορα Λυγίζο, που είναι ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη ματιά πάνω στη γλώσσα του συγγραφέα και στο πώς αυτή αποδίδεται στη σκηνή. Το ίδιο ισχύει και για τη Μαρία Μαγκανάρη, η οποία δεν στάθηκε σε ένα συμβατικό, ωραίο ανέβασμα στις Τρεις αδελφές, αλλά προχώρησε τη σκέψη μας, το βίωμά μας σε σχέση με το έργο.

Γιατί προσπαθήσατε να φέρετε το Kontakthof;

Μια τυχαία συνάντηση με τον Δάφνι Κόκκινο γέννησε αυτόν τον σπόρο και είπα: Βρε, λες να γίνεται; Αντικειμενικά, έμοιαζε σχεδόν αδύνατον, γιατί το Pina Bausch Foundation προγραμματίζει χρόνια πριν τις παραστάσεις του. Μιλήσαμε με τον Σάλομον Μπάους σε ένα Zoom και όταν του είπαμε ότι θέλουμε να γίνει άμεσα, γελούσε στην αρχή – αλλά το καταφέραμε. 

Έχετε άγχος για το αν θα τα καταφέρετε;

Φυσικά, αλλά προσπαθώ να μη μένω ούτε στο μεγάλο όραμα ούτε στη μεγάλη εικόνα. Η καθημερινότητα είναι τόσο απαιτητική, που εστιάζουμε στην κάθε μέρα – τι λύσαμε, τι προχωρήσαμε, τι έγινε σήμερα. Με την Ιώ Βουλγαράκη το έχουμε σχεδόν σαν ανέκδοτο να λέμε καθημερινά τι καταφέραμε, γιατί αυτό καταλαγιάζει το άγχος και την αγωνία. Για παράδειγμα, την προηγούμενη Κυριακή είχαμε τον πρώτο «Προθάλαμο Δ΄», τη δράση των διακαλλιτεχνικών και διεπιστημονικών διαλόγων, και ήταν μαγικό: βλέπεις ότι αυτό που οραματίζεσαι αρχίζει να συμβαίνει. Παρόμοια και με το web radio που θέλουμε να φτιάξουμε. Όταν το ακούς, λες «να μια ωραία ιδέα», όταν όμως πας να την υλοποιήσεις, πέφτεις πάνω σε ζητήματα πρακτικά, νομικής φύσεως, διοικητικά, γραφειοκρατικά, που κάλλιστα μπορούν να σε αποθαρρύνουν, δηλαδή να χαθείς στη διαδρομή και να σκεφτείς πού πάω να μπλέξω. Δεν θέλω όμως να σκέφτομαι έτσι, δεν θέλω να νικήσει καμία αγωνία και κανένας φόβος, πρέπει να νικήσει το όνειρο. Λίγους μήνες πριν, σε μια συνάντηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, μας είπε: «Μα πρέπει να κάνετε άσκηση της ελευθερίας σας».

Οι γυναίκες του Εθνικού Θεάτρου

Η πρώτη γυναίκα συγγραφέας που συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο είναι η Γαλάτεια Καζαντζάκη με το έργο Ενώ το πλοίο ταξιδεύει (1932), το οποίο ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη.

Αργυρώ Χιώτη στο «Κ»: Το Εθνικό πρέπει να γίνει στέκι-4

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1938 ανεβαίνει η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, η πρώτη μετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, υπό το φως του ηλίου, με την Κατίνα Παξινού στον ρόλο της Ηλέκτρας και την Ελένη Παπαδάκη στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

Το 1947 η Μελίνα Μερκούρη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο, στο έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο Άνθρωπος και υπεράνθρωπος στο Κτήριο Τσίλλερ. 

Την επόμενη χρονιά η Έλλη Λαμπέτη παίζει για πρώτη φορά σε παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου: στον Κουρέα της Σεβίλλης, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, με τον Δημήτρη Χορν ως Φίγκαρο, και στους Φοιτητές του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Δημητρίου Ροντήρη.

Πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις είναι η Ράια Μουζενίδου με τη Δημαρχίνα, που έκανε πρεμιέρα στις 22 Απριλίου 1983 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Την ίδια χρονιά ανεβαίνει στη Νέα Σκηνή το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ Πετυχημένες γυναίκες, σε σκηνοθεσία Μαριέττας Ριάλδη, με την ομάδα να απαρτίζεται αποκλειστικά από γυναίκες. Η Μαριλένα Γεωργιάδη είχε κάνει τη μετάφραση, 
τα σκηνικά η Λιλή Κεντάκα, τη μουσική επιμέλεια η Σοφία Μιχαλίτση. Έπαιξαν: Κίττυ Αρσένη, Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, Μιράντα Ζαφειροπούλου, 
Νόρα Κατσέλη, Λίλη Παπαγιάννη, Πόπη Παπαδάκη, Όλγα Τουρνάκη.

Πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις στην Επίδαυρο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου είναι η Λυδία Κονιόρδου, που σκηνοθετεί το 1996 την Ηλέκτρα του Σοφοκλή.

Το 2000 διοργανώνεται η Πρώτη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου στο Μονοδένδρι 
της Ηπείρου, με υπεύθυνη την Ελένη Βαροπούλου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT