Τη φετινή σεζόν, η Μυρτώ Αλικάκη θα υποδυθεί τη Λίντα στο ομώνυμο έργο της Πενέλοπε Σκίνερ στο Θέατρο Επί Κολωνώ. Παίρνοντας τη σκυτάλη από την Κατερίνα Λέχου, θα μας συστηθεί ως μια γυναίκα καριέρας 55 ετών, που κατέχει διευθυντική θέση σε μια εταιρεία προϊόντων ομορφιάς, μητέρα και σύζυγο δύο παιδιών, που πασχίζει να κρατήσει τη ζωή της σε τροχιά. Δυσκολεύεται να βρει κοινό για να επικοινωνήσει τις ιδέες της, μοιάζει να λέει και να κάνει τα λάθος πράγματα στο γραφείο και στο σπίτι, υπεκφεύγει από τα δικά της τραύματα και αποτυχίες, μέχρι που οι συνθήκες θα την αναγκάσουν να τα δει κατά πρόσωπο.
Η Μυρτώ Αλικάκη φοράει και δεν φοράει αυτά τα «παπούτσια» στην πραγματική της ζωή. Γυναίκα καριέρας και η ίδια, σε ηλικία κοντινή με αυτήν της ηρωίδας της, μητέρα δύο παιδιών, φαίνεται να συλλαμβάνει τη μεγάλη εικόνα, σκέφτεται όμως διαφορετικά. «Αυτός ο ρόλος δίνει την ευκαιρία σε μια γυναίκα ηθοποιό μέσης ηλικίας –όπου δεν είναι τόσο πολλοί οι σπουδαίοι ρόλοι από ένα σημείο και μετά– να μιλήσει για τα θέματα που απασχολούν μια σύγχρονη γυναίκα. Μέσα από το έργο κατάλαβα πράγματα για τον εαυτό μου, για τη μητέρα μου, για τη δυσκολία τού να συνδυάζεις τη μητρότητα με όλους τους άλλους ρόλους που καλείσαι να φέρεις εις πέρας. Σκέφτηκα ότι μεγαλώνεις και έχεις να αντιμετωπίσεις, εκτός από τη φθορά του χρόνου, και το συναίσθημα του να μένεις στο περιθώριο. Τον κίνδυνο του να εκτοπιστείς, δηλαδή, από μια νεότερη γυναίκα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Λίντα», αναφέρει η Μυρτώ.
Αποδεχόμενη τον χρόνο
Οι άνθρωποι και η προσφορά τους τελικά έχουν ημερομηνία λήξης; Εκείνη πιστεύει ότι αυτή η αίσθηση είναι και σύμπτωμα της εποχής μας. «Η ταχύτητα πλέον είναι το πρώτο ζητούμενο, και οι μεγαλύτεροι έχουν μια άλλη κουλτούρα στα πράγματα, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με αυτό. Πλέον, δεν υπάρχει επιθυμία για επένδυση χρόνου σε πράγματα ή ανθρώπους. Από την άλλη, εγώ είμαι αισιόδοξη και πιστεύω, όπως και η Λίντα το πιστεύει, ότι ένας εργαζόμενος σε πιο ώριμη ηλικία μπορεί να αντιτάξει μια πιο πνευματική διάθεση και διάσταση στα πράγματα. Ένας φίλος μου έλεγε ότι πλέον σε πολλά επαγγέλματα αναζητούν υπαλλήλους άνω των 50 ετών, γιατί οι νεότεροι έχουν τρομερή διάσπαση προσοχής, δεν μπορούν να εστιάσουν εύκολα σε κάτι, δεν αφιερώνουν χρόνο σε μια δουλειά. Πρέπει λοιπόν κανείς να ενισχύει αυτό που θεωρεί το δυνατό του στοιχείο αλλά και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις κάθε εποχής. Γουστάρω, για παράδειγμα, ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που έχουν τα κότσια να μάθουν πώς λειτουργεί ένα smartphone ή ένας υπολογιστής, δηλώνουν παρόντες και δεν δέχονται να ζουν παροπλισμένοι».
Επιστρέφοντας στη Linda που σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη, σχολιάζω πως η ηρωίδα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα με τρομερή αυτοπεποίθηση, που τα έχει όλα υπό έλεγχο, τη δουλειά της, τον γάμο της, την οικογένειά της. Αρχίζει να ανησυχεί για το πώς δείχνει όταν ξεκινά η κρίση στον γάμο της. «Πιστεύω ότι, αν μια γυναίκα δεν έχει μια βαθιά, ισορροπημένη σχέση αγάπης με τον σύντροφό της ή δεν έχει κατακτήσει πράγματα που για την ίδια είναι σημαντικά, τότε το να φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία εξελίσσεται σε μια δύσκολη φάση. Και εδώ παίζει ρόλο και το βιολογικό κομμάτι. Τη φύση δεν μπορείς να την αγνοήσεις· είναι εκεί για να σου θυμίζει πολλά πράγματα. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι επειδή πέρασα την κλιμακτήριο δεν είμαι ερωτεύσιμη, ικανή ή δυνατή. Όμως, είναι μια πραγματικότητα που κάθε γυναίκα βιώνει με τον δικό της τρόπο, συχνά δύσκολα, και σηματοδοτεί κάτι. Έτσι, εμείς οι γυναίκες έχουμε μια “διπλή δουλειά” να κάνουμε: να διαχειριστούμε τόσο τη βιολογική αλλαγή όσο και τα κοινωνικά στερεότυπα που μας θέλουν “άχρηστες” όταν δεν κάνουμε πια παιδιά. Παράλληλα, το σώμα αλλάζει και πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτό. Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τη βαθύτερη ικανοποίηση που φέρνει η ωρίμανση. Αν κάποιος μένει καθηλωμένος στη νεότητα, αυτό δεν παλεύεται».

Η ίδια έχει μπει ποτέ στον πειρασμό να σταματήσει τον χρόνο; Με διορθώνει: «Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τον χρόνο». Να τον καμουφλάρεις τότε; «Κοίτα, μου αρέσει η αλήθεια: Θέλω να είμαι καλά, δυνατή, υγιής και ευλύγιστη για όσο περισσότερο μπορώ. Κατανοώ την ανάγκη των αισθητικών επεμβάσεων σε περιπτώσεις όπως μια μαστεκτομή, ένα ατύχημα ή κάποιο χαρακτηριστικό που βασανίζει κάποιον από παιδί. Όμως, όταν μιλάμε μόνο για τη γήρανση, εγώ δεν θέλω να μπω σε αυτό το παιχνίδι· δεν με αφορά, το έχω πει από πολύ νωρίς. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι κουλ με ό,τι βλέπω πάνω μου. Απλώς κάθε μέρα προτιμώ να λέω “ΟΚ, προχωράμε”. Έτσι το αντιμετωπίζω καλύτερα: με την αποδοχή, όχι με την άρνηση».
Γονείς και παιδιά, μια δύσκολη ισορροπία
Η Λίντα έχει να διαχειριστεί και μια δύσκολη σχέση με τη μεγάλη της κόρη και αναρωτιέμαι αν η Μυρτώ ανακαλούσε στις πρόβες και στιγμές έντασης με τα δικά της παιδιά ή σκηνές από τη δική της εφηβεία. «Στην πραγματικότητα, ταυτίζομαι περισσότερο με τη μεγάλη κόρη της Λίντα παρά με την ίδια, παρόλο που φυσικά έχουμε πολλά κοινά: είμαι εργαζόμενη, έχω παιδιά, ξέρω τι σημαίνει πίεση και αγώνας για επιβίωση. Στον πυρήνα όμως, στις διαπροσωπικές μου σχέσεις, διαφέρω από εκείνη. Η Λίντα έχει πολλά ναρκισσιστικά στοιχεία –και η κόρη της επίσης– αλλά θεωρώ ότι κατά 99,9% φταίνε οι γονείς και όχι τα παιδιά. Το λέω αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη και για τα δικά μου παιδιά.
«Όσο μεγαλώνουμε είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τη βαθύτερη ικανοποίηση που φέρνει η ωρίμανση. Αν κάποιος μένει καθηλωμένος στη νεότητα, αυτό δεν παλεύεται».
Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα τραυματίσεις· είναι αδύνατον. Το ζήτημα είναι πώς θα το χειριστείς: να είσαι εκεί, να ζητήσεις συγγνώμη, να εξηγήσεις, να κατανοήσεις το παιδί. Αν δεν το κάνεις, για μένα είσαι φάουλ».
Υποστηρίζει ότι ο γονιός δεν μπορεί να περιμένει επιβεβαίωση από το παιδί του· αυτό είναι αντιστροφή ρόλων. Όσο κι αν το παιδί «χτυπάει», ο γονιός πρέπει να αντέξει με στωικότητα. «Τα παιδιά μου μου έχουν πει πράγματα που τα πλήγωσαν· και τους έχω ορκιστεί ότι δεν θα τα ξανακάνω. Αν τύχει από κεκτημένη ταχύτητα και επαναλάβω κάποιο λάθος, θα το παραδεχτώ και θα ζητήσω συγγνώμη». Επιμένει ότι ο γονιός είναι σαν το μεγάλο πουλί που ανοίγει τις φτερούγες του για να προστατεύσει. «Δεν είναι σχήμα λόγου αυτό, η παρομοίωση δεν είναι τυχαία. Έτσι πρέπει να γίνεται. Αν, αντίθετα, ο γονιός ζητά να χωθεί κάτω από τις φτερούγες του παιδιού, τότε έχουμε πρόβλημα».
«Τα παιδιά μου μου έχουν πει πράγματα που τα πλήγωσαν· και τους έχω ορκιστεί ότι δεν θα τα ξανακάνω».
Αναφέρει ότι δεν υπήρξε ποτέ «δύσκολο παιδί», σαν τη μεγάλη κόρη, αν και μοναχοπαίδι η ίδια· στην εφηβεία όμως πέρασε μια φάση έντασης με τη μητέρα της. «Η μαμά μου, παρότι ανοιχτή σε πολλά πράγματα, σε κάποιες κρίσιμες στιγμές δεν κατάφερε ίσως να με κατανοήσει σε βάθος. Έβαλε μπροστά τους φόβους, τις ανασφάλειες και τον συντηρητισμό της, αντί να δει το παιδί της». Η υποκριτική προέκυψε σαν διέξοδος στις εφηβικές της αγωνίες; «Η υποκριτική υπήρχε πάντα κάπως μέσα μου και από το Γυμνάσιο έγινε πια βεβαιότητα». Αποφοιτώντας από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, για όλη την Ελλάδα έγινε η Αναστασία. Αναφέρει ότι η πρώτη της σκέψη μετά την απρόσμενη επιτυχία της πρώτης τηλεοπτικής της εμφάνισης ήταν να κρυφτεί. «Όταν συνήλθα λίγο, η δεύτερη σκέψη ήταν να γεμίσω αυτό το όνομα με ουσία, με δουλειά – και κυρίως στο θέατρο. Κάθε χρόνο που το έκανα, ένιωθα ότι έριχνα μέσα στο “σακουλάκι” του ονόματός μου αξιόλογες δουλειές. Και έτσι άρχισα να νιώθω καλά, ώσπου έφτασα να νιώθω πραγματικά πολύ καλά».
Μου θυμίζει ότι το 1993 η τηλεόραση ήταν κυρίαρχη. «Η τηλεθέαση της σειράς ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι χωρίς να με αναγνωρίσουν. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Το άλλο δύσκολο ήταν η αίσθηση ότι οι άλλοι σε βλέπουν ως “προϊόν” και περιμένουν συνεχώς κάτι από σένα. Ευτυχώς, είχα πείσμα και μια αντιδραστική πλευρά που με έσωσε. Σήμερα, νιώθω μόνο ευγνωμοσύνη· και για την επιτυχία, αλλά και για τη δυσκολία. Έμαθα γρήγορα, έκανα “ταχύρρυθμα” μαθήματα με πράγματα που αλλιώς θα με ταλαιπωρούσαν περισσότερο. Και χαίρομαι που ξεμπέρδεψα νωρίς».
Το Μητσάκι επιστρέφει
Το 2026 θα επιστρέψει στην τηλεόραση με έναν άλλο αγαπημένο της ρόλο, το Μητσάκι από τα Υπέροχα πλάσματα. «Δεν ήταν ποτέ ένα μέινστριμ τηλεοπτικό προϊόν. Είχαν πάντα ένα πιο εναλλακτικό προφίλ ως προς την αισθητική τους, το περιεχόμενο, τον τρόπο γυρίσματος. Χαίρομαι που θα ξαναβρεθούμε με τη Μυρτώ, τη Φαίδρα και τον Γιώργο. Τα Υπέροχα πλάσματα είχαν τελειώσει τότε με κάποιες δυσκολίες και μια πικρία· όλοι είχαμε δυσκολευτεί πολύ. Σήμερα, αυτό έχει τακτοποιηθεί και πιστεύω ότι πια δεν κινδυνεύει να χαθεί αυτή η σχέση… Τα Υπέροχα πλάσματα ήταν τότε, και θα είναι και τώρα, μια πολύ ωραία φάση· πήγαινες στο γύρισμα και περνούσες όμορφα. Ακόμα και σήμερα μου έρχονται στο στόμα ατάκες των χαρακτήρων, και αυτό είναι φανταστικό».

Μου εξηγεί ότι όταν ανακοινώθηκε η επιστροφή, δέχτηκε πάνω από 500 μηνύματα. «Πολλοί μού έγραψαν ότι κάθε φορά που δεν είναι καλά βάζουν να δουν τα Υπέροχα πλάσματα. Και μιλάμε και για νέα παιδιά, που δεν ήταν καν της γενιάς εκείνης. Αυτό δείχνει ότι η σειρά έχει αφήσει ένα πολύ δυνατό αποτύπωμα. Με όλα αυτά τα comeback, αυτό είναι πραγματικά ένα από εκείνα που αξίζει να γίνουν, και ελπίζω να μην εμφανιστούμε ως θλιβερές εκδοχές των νεαρών μας εαυτών. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα είμαστε αυτό».
Το μικρό λιθαράκι
Τη ρωτάω και για τον κινηματογράφο και μου λέει πως θα ήθελε να σκηνοθετήσει δύο ταινίες μικρού μήκους, από τις οποίες η μία θα αφορά το Ολοκαύτωμα. Πιάνομαι από αυτό και της ζητώ να μου σχολιάσει την κίνηση που έγινε πρόσφατα στο Χόλιγουντ με την υπογραφή ενός κειμένου για μη συνεργασία με ισραηλινές εταιρείες παραγωγής και φεστιβάλ σε κανένα πρότζεκτ. «Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι όσα συμβαίνουν στη Γάζα αποτελούν γενοκτονία, είναι έγκλημα πολέμου, και πρέπει να σταματήσει χθες. Ταυτόχρονα, δεν πρόκειται να γίνω αντισημίτρια· έχω ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα και δεν δέχομαι ότι όλοι οι Εβραίοι είναι κακοί. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κριτική πολιτικής μιας κυβέρνησης και την απαξίωση ενός ολόκληρου λαού. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση».
Η συζήτησή μας πλησιάζει προς το τέλος, αλλά είναι φανερό ότι η Αλικάκη έχει ξεκάθαρη άποψη, όχι απλή συνθηματολογία, και θέλει να την εκφράσει. «Σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις και τα μποϊκοτάζ, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: Δεν μπορείς να γενικεύεις ότι όποιος δίνει χρήματα είναι φασίστας· όμως κάποιες εταιρείες ή ρητές χρηματοδοτήσεις πράγματι μπορεί να ασκούν πίεση και να χρήζουν ειδικής αξιολόγησης. Είμαι υπέρ του να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσει αυτή η βία –έστω και με μικρές, συγκεκριμένες δράσεις– χωρίς να νομίζουμε ότι υπάρχει εύκολη ή καθαρή λύση. Προσωπικά, αγαπώ και έχω φίλους Εβραίους· σέβομαι την κουλτούρα και γνωρίζω το βάρος της ιστορίας τους. Πιστεύω επίσης ότι, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, πρέπει να δούμε και το ευρύτερο σύστημα –τον καπιταλισμό και τις αλυσίδες βίας που παράγει– αλλά και να επιλέξουμε καθένας τι μπορεί να κάνει: να φροντίζει, να ευαισθητοποιεί, να υποστηρίζει με όποιον τρόπο αντέχει ό,τι τον συνταράζει. Ο καθένας ας βάλει το μικρό του λιθαράκι, αλλιώς απλώς κλείνουμε τα μάτια».
Από 09/10, Linda, Θέατρο Επί Κολωνώ, Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94, epikolono.gr
Τα γυρίσματα για τα καινούργια Υπέροχα πλάσματα αναμένεται να ξεκινήσουν με τη νέα χρονιά.

