Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους

Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους

Με αφορμή την πρωτοβουλία Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και το ντοκιμαντέρ «Οι υφάντρες και οι αναμνήσεις τους», η Σύρος ξαναβρίσκει τη φωνή των γυναικών που στήριξαν με τον μόχθο τους την τοπική βιομηχανία

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Την τελευταία φορά που χτύπησαν κάρτα οι εργάτριες στο κλωστοϋφαντουργείο Ζησιμάτου ήταν στις 28 Αυγούστου 1986. Το κλείσιμο του εργοστασίου ανακοινώθηκε στο προσωπικό εν ώρα βάρδιας, χωρίς να δοθεί καμία περαιτέρω εξήγηση. Το καλοκαίρι του 2013, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το αιφνίδιο τέλος της κλωστοϋφαντουργίας, ο συλλέκτης Δημήτρης Σταυρακόπουλος ανακαλύπτει χάρη στον παιδικό του φίλο Βασίλη Χαλκιά μια τρύπα στην περίφραξη της έκτασης όπου στεγαζόταν το εργοστάσιο.

Μπαίνουν μέσα, βρίσκουν τις πόρτες ξεκλείδωτες, πατάνε προσεκτικά ανάμεσα σε μπάζα και σπασμένα δοκάρια, φτάνουν σε μια ψηλοτάβανη αίθουσα με παραταγμένους στη σειρά ογκώδεις αργαλειούς. Παραβλέπουν τη μεταλλική επιγραφή που απαγόρευε την είσοδο στους «μη έχοντας εργασία» και κινούνται στον χώρο. «Είχαν φυτρώσει λουλούδια στο πάτωμα, υπήρχαν παντού ιστοί αράχνης και οι ραπτομηχανές ήταν καλυμμένες με σκόνη», θυμάται ο κύριος Σταυρακόπουλος, ιδρυτής του Μουσείου Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης και εμπνευστής του Hermoupolis Heritage, μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με αντικείμενο τη διαφύλαξη και τη διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Σύρου, υλικής και άυλης. 

Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους-1
(Φωτογραφία: Δημήτρης Καραΐσκος)

Οι δύο φίλοι αφήνουν πίσω τους τις μεζούρες και τις μπομπίνες και αρχίζουν να εξερευνούν τον υπόλοιπο χώρο. Βρήκαν το χρηματοκιβώτιο, λογιστικά φύλλα, αλληλογραφία με προμηθευτές και πελάτες, εμπορικούς κανονισμούς. Ο Δημήτρης Σταυρακόπουλος έρχεται σε επαφή με τους απογόνους του ιδιοκτήτη, τους ζητά να μισθώσει τον χώρο και να τον μετατρέψει σε μουσείο. Επισκευάζει το κέλυφος, συντηρεί τα μηχανήματα και αναζητά μαρτυρίες και αντικείμενα. Το 2021, με αφορμή τα 35 χρόνια από το κλείσιμο του εργοστασίου, οργανώνει ένα reunion για τους ανθρώπους που εργάστηκαν στην κλωστοϋφαντουργία. Με κάθε εργάτρια που μιλάει, δεν παραλείπει να τη ρωτήσει αν έχει κρατήσει φωτογραφίες ή κάποιο αναμνηστικό αντικείμενο. «Οι περισσότερες απασχολούνταν στα κλωστήρια με σκοπό να φτιάξουν την προίκα τους. Πολλές μάλιστα διέθεταν μέρος από το μεροκάματό τους για να αγοράσουν είδη από το εργοστάσιο».

Σημειώνει ότι για εκείνον δεν είχε νόημα να κάνει ένα «άψυχο» μουσείο όπου ο επισκέπτης θα έβλεπε τις μηχανές, θα διάβαζε τις λεζάντες και θα έφευγε. Επιδίωξή του ήταν όσοι εισέρχονται στο εντυπωσιακό πέτρινο κτίσμα να μεταφέρονται μεμιάς στο παρελθόν. Να βιώνουν την εμπειρία με κάθε αίσθηση, να ακουμπούν τα νήματα, να γεύονται την παστελαριά που έτρωγαν και οι εργάτριες, να ακούν τον ήχο από τη μηχανή πετρελαίου που έδινε ενέργεια στο εργοστάσιο, να βλέπουν τα ίχνη μιας εργασιακής ρουτίνας που σίγουρα, όσο και αν καλύπτεται με ένα πέπλο νοσταλγίας και ρομαντισμού για εκείνη την περίοδο, δεν ήταν ευχάριστη για τις γυναίκες που δούλευαν στα διάφορα πόστα και ούτε σκόνταφτε σε ηθικά ζητήματα για την παιδική εργασία. «Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Πολλές οικογένειες έπρεπε να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και έτσι έστελναν τα ανήλικα κορίτσια τους να εργαστούν. Οι ιστορίες αυτών των γυναικών είναι η ψυχή του μουσείου, γι’ αυτό και όταν προέκυψε η πρωτοβουλία Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, σκέφτηκα να δηλώσω συμμετοχή ώστε να μπορέσουμε να καταγράψουμε αυτές τις μαρτυρίες. Το ντοκιμαντέρ Οι υφάντρες και οι αναμνήσεις τους μιλάει για τη συμβολή των εργατριών στην οικονομική άνθιση που γνώρισε ο τόπος. Τα βιώματά τους είναι μέρος της βιομηχανικής κληρονομιάς του νησιού». 

Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους-2
Ασπρόμαυρη φωτογραφία με εργαζόμενες της εποχής καλωσορίζει τους επισκέπτες στο Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης. (Φωτογραφία: Νίκος Καρανικόλας)

Η πρωτοβουλία Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας χρηματοδοτήθηκε και το ντοκιμαντέρ για  τις υφάντρες της Σύρου, γεννήθηκε to 2022 για να σταθεί δίπλα στους κατοίκους των Κυκλάδων και να τους δώσει τα μέσα να διασώσουν οι ίδιοι όσα τους ανήκουν: τις αφηγήσεις, τις παραδόσεις, την άυλη πολιτιστική τους κληρονομιά. Σε μόλις δύο χρόνια ζωής έχει ήδη αγκαλιάσει 16 προγράμματα σε 11 νησιά, από την Ίο και τη Σίκινο μέχρι την Πάρο, την Αμοργό και τη Δονούσα, με δράσεις που αναδεικνύουν τόσο την καθημερινή εμπειρία όσο και την ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε τόπου. Στόχος της δεν είναι να επιβάλει μια ενιαία αφήγηση, αλλά να αφήσει χώρο στις τοπικές κοινωνίες να μιλήσουν με τη δική τους φωνή. «Εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε τον δάσκαλο μέσα από αυτή την πρωτοβουλία», εξηγεί και από τη μεριά της η πρόεδρος του ΜΚΤ, Σάντρα Μαρινοπούλου. «Δεν θέλουμε να υποδείξουμε στους Κυκλαδίτες τι να κάνουν, μόνο να τους υποστηρίξουμε μπορούμε. Πρέπει η κάθε δράση να προέρχεται από τους ανθρώπους των νησιών, να είναι κάτι δικό τους, να θέλουν να το μοιραστούν με τις οικογένειές τους, να θέλουν να το διατηρήσουν στη μνήμη τους. Είναι συγκινητικό να δίνεις αξία σε κάτι που πάει να χαθεί και να αποκαθιστάς τη θέση αυτών των ανθρώπων στην τοπική κοινωνία», σημειώνει.

Το Μάντσεστερ της Ελλάδας

Στην είσοδο μας υποδέχεται η Ηλιάνα Θέου, μια νεαρή κοπέλα με κόκκινη στολή εργάτριας και σπουδές στο ντιζάιν. Μας μιλάει για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Σύρο. Τα ηνία είχε η βυρσοδεψία από το 1829, ενώ ακολούθησε η υφαντουργία, με το πρώτο εργοστάσιο να κάνει την εμφάνισή του το 1870. Μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, το νησί αριθμεί 68 βιομηχανικές μονάδες – από αυτές, οι 24 είναι κλωστοϋφαντουργικές, απασχολώντας 3.000 άτομα. Μέρος αυτής της ανάπτυξης –το «Μάντσεστερ της Ελλάδας», όπως αποκαλούσαν την κλωστοϋφαντουργία της Ερμούπολης– η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οφείλεται και στην εισροή προσφύγων στο νησί. «Η Μύκονος ήταν ένα πολύ φτωχό νησί, στη γειτονική Τήνο υπήρχε επιδημία χολέρας και από την Άνδρο τούς είχαν διώξει», εξηγεί η Ηλιάνα. Οι πρόσφυγες ήρθαν στη Σύρο και ρίζωσαν, βοηθώντας την παραγωγή με χέρια και τεχνογνωσία. Περνάμε στον προαύλιο χώρο, όπου οι εργάτριες έκαναν μεσημεριανό διάλειμμα. Τα τραπέζια είναι παραταγμένα όπως και τότε, λειτουργώντας σαν νησίδα ανάμεσα στα δύο πετρόκτιστα κτίσματα, τις δύο εργοστασιακές μονάδες του Ζησιμάτου και του Κωνσταντινόπουλου. Οι δύο επιχειρηματίες ξεκίνησαν μαζί την εταιρεία το 1914 με αντικείμενο την παραγωγή και την εμπορία καλτσών. Το 1950 η συνεργασία τους λήγει και το εργοστάσιο Ζησιμάτου σταδιακά αλλάζει αντικείμενο. Ο εξοπλισμός ανανεώνεται με σύγχρονους αργαλειούς από τη Γερμανία και αρχίζει η παραγωγή προσοψίων και μπουρνουζιών σε πληθώρα σχεδίων. 

Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους-3
Τεκμήρια από το αρχείο του εργοστασίου Ζησιμάτου. (Φωτογραφία: Δημήτρης Καραΐσκος)

Μπροστά από τα καζάνια όπου έβραζαν τα νήματα, η Ηλιάνα τονίζει ότι συνήθως οι κλωστοϋφαντουργίες δεν είχαν βαφεία. Μας δείχνει τη μηχανή πετρελαίου, την «καρδιά» του εργοστασίου με τον εκκωφαντικό θόρυβο, όπως μαρτυρούσαν και οι εργάτριες, και φτάνουμε στους αργαλειούς. Ανάμεσά μας στην ξενάγηση είναι και αρκετές εργάτριες. Θυμούνται πού καθόταν η καθεμία, κοιτάζουν τις επιγραφές, τις μπομπίνες, τα εργαλεία, τα σχέδια σε χαρτί μιλιμετρέ. Μία από αυτές, η Λουίζα Ρούσσου, ακούγεται στο ντοκιμαντέρ να μιλάει για τις ακριβείς αποχρώσεις σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο. «Το έκανα τόσα χρόνια, το θυμάμαι απόξω».

Οι ιστορίες του Βαμβακάρη

Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε για πρώτη φορά την περασμένη Κυριακή, 39 χρόνια από τότε που σίγησαν οι μηχανές και οι αργαλειοί. Η προβολή πραγματοποιήθηκε στον χώρο όπου παλιά οι εργάτριες δίπλωναν τις πετσέτες. Όμως την αφήγηση δεν την ξεκινούν εκείνες, αλλά ο Μάρκος Βαμβακάρης με την Κλωστηρού του. Το να σε αποκαλούν «κλωστηρού» ήταν υποτιμητικό για τις γυναίκες της καλής κοινωνίας της Σύρου, όμως ο Βαμβακάρης, που εργάστηκε από μικρό παιδί δίπλα στη μάνα του στην κλωστοϋφαντουργία του Δεληγιάννη, τις έκανε διάσημες μέσα από το τραγούδι του. Σε μαρτυρία του αναφέρει πως τις τσιμπούσε, τις πείραζε, τις χάιδευε, «έκλεβε» και κανένα φιλάκι, δίνοντας και το πλαίσιο. Έφηβος εκείνος, ανήλικες στην πλειονότητά τους και οι εργάτριες που απασχολούνταν στα κλωστήρια. Οι περισσότερες θυμούνται τις φιλίες που έκαναν εκείνα τα χρόνια, αναγνωρίζουν πρόσωπα σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Μιλούν για τη διαδρομή μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι από την Άνω Σύρο –οι περισσότερες ήταν Απανωχωρίτισσες– για τις οκτώ ώρες ορθοστασίας, τη μηχανική δουλειά. 

Ανάμεσά μας στην ξενάγηση είναι και αρκετές εργάτριες. θυμούνται πού καθόταν η καθεμία, κοιτάζουν τις επιγραφές, τις μπομπίνες, τα εργαλεία, τα σχέδια σε χαρτί μιλιμετρέ. 

Η Γεωργία Ρούσσου, ορφανή από μητέρα, ακολούθησε την αδελφή της, περνώντας πρώτη φορά το κατώφλι της κλωστοϋφαντουργίας τον Ιανουάριο του ’79. «Τώρα, μια δεκατετράχρονη δεν θα έκανε αυτό που έκανα εγώ τότε», λέει με σιγουριά στην κάμερα, ενώ η Αντωνία Βουτσίνου θυμάται ότι ξεκίνησε το ’72, όμως βιβλιάριο εργασίας ανηλίκου τής εξέδωσαν το 1973 και όταν ερχόταν επόπτης, την έκρυβαν σε ένα κοτέτσι. Η Μαρία Ρούσσου θυμάται ότι ξεκίνησε από τα μικρά «αργαλειά», όπου έβγαζαν τα «πανιά υγείας», τις σημερινές σερβιέτες, δείχνει με περηφάνια τα σχέδια από τις πετσέτες, μιλάει για το παρελθόν με χαμόγελο και κάποια νοσταλγία. Ο Δημήτρης Σταυρακόπουλος της έχει ζητήσει να είναι μία από τις ξεναγούς στο μουσείο. «Έρχομαι με μια λαχτάρα να πω πώς ήταν εκείνα τα χρόνια», εξηγεί στην κάμερα. 

Οι «κλωστηρούδες» της Σύρου και η άγνωστη ιστορία τους-4
«Η Σύρος ήταν διάσημη για τα μπαμπακερά της», αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής, γιατρός και βοτανολόγος Τουρνεφόρ στις αρχές του 1700. (Φωτογραφία: Νίκος Καρανικόλας)

Στην εκδήλωση μίλησε και ένας άντρας, από τους ελάχιστους άντρες υπαλλήλους της κλωστοϋφαντουργίας, ο μηχανικός Αντώνης Βαμβακάρης, 92 ετών σήμερα. Εργάστηκε για περισσότερα από 35 χρόνια, από το 1951 έως το 1986, και ποτέ όπως μας διαβεβαίωσε δεν είπε κακό για κοπέλα. «Συχνά έπιαναν τις κουβέντες για γκομενιλίκια και η παραγωγή έπεφτε. Όταν με ρωτούσε το αφεντικό, του έλεγα πως το μηχάνημα είναι χαλασμένο». Εκείνος μας έδωσε και τη δική του εξήγηση για το κλείσιμο της επιχείρησης. «Το 1986 η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ, η αγορά άλλαζε. Έφερναν προσόψια από την Τουρκία, ποιοτικά κατώτερα, αλλά πολύ φθηνότερα, είχε έρθει το τέλος». Όμως, όπως ακούγεται να λέει στο ντοκιμαντέρ η Λουίζα Ρούσσου, αυτή η δράση «έδωσε ξανά ζωή στο εργοστάσιο», ακούστηκαν οι ιστορίες τους.

Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης, Ηρώων Πολυτεχνείου 16 (πάροδος), hermoupolisheritage.com, cycladicidentity.gr

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT