Στα ογδόντα δύο της χρόνια, η Ιζαμπέλ Αλιέντε αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες και πιο επιτυχημένες εμπορικά ισπανόφωνες συγγραφείς στον κόσμο. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες και τα βιβλία της έχουν πουλήσει περισσότερα από ογδόντα εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Μιλάμε για πραγματικά πολλά βιβλία. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, που έχει τίτλο Το όνομά μου είναι Εμίλια ντελ Βάγιε, κυκλοφόρησε τον Μάιο και πραγματεύεται μια σκοτεινή περίοδο στην ιστορία της Χιλής: τον εμφύλιο πόλεμο του 1891. Όπως συμβαίνει σε πολλά από τα βιβλία της Αλιέντε, η ιστορία του έχει να κάνει με γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με δυσκολίες και βρίσκουν τον τρόπο να τις ξεπεράσουν. Το θέμα του, βέβαια, δεν απέχει πολύ από τη δική της, προσωπική ιστορία.
Η Αλιέντε μεγάλωσε στη Χιλή και το 1973 –όταν ήταν τριάντα ενός ετών, μεγάλωνε δύο μικρά παιδιά και εργαζόταν ως δημοσιογράφος– ήρθαν στη ζωή της τα πάνω κάτω. Μιλάμε για τη χρονιά που ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο οποίος ήταν ξάδερφος του πατέρα της. Εκείνη διέφυγε στη Βενεζουέλα, όπου έγραψε το Σπίτι των πνευμάτων, το οποίο προέκυψε μέσα από τη συνέχιση μιας επιστολής που είχε αρχίσει να γράφει προς τον ετοιμοθάνατο παππού της. Το βιβλίο έγινε κατευθείαν μπεστ σέλερ και παραμένει ένα από τα πιο γνωστά της. Η Αλιέντε μετακόμισε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έκτοτε, έχοντας εκεί τη βάση της, γράφει χωρίς σταματημό. Όπως μου είπε, όμως, δεν έπαψε στιγμή να λαχταράει και να αναλογίζεται το παρελθόν της – είτε αυτό αφορά την πατρίδα της, είτε τους προγόνους της, είτε την κόρη της, που πέθανε νέα. Αφού μίλησα μαζί της, νομίζω ότι καταλαβαίνω το γιατί.
Η πρωταγωνίστρια του νέου σας βιβλίου, η Εμίλια, δεν έχει σχέσεις με τον βιολογικό της πατέρα, μέχρι που αποφασίζει να τον αναζητήσει. Ξέρω ότι και εσείς δεν είχατε σχέσεις με τον βιολογικό σας πατέρα. Αναρωτιέμαι πώς σας μιλούσε η μητέρα σας για εκείνον όταν ήσασταν μικρή, αλλά και τι πιστεύατε εσείς γι’ αυτόν.
Δεν μου μίλησε για τον βιολογικό μου πατέρα ούτε μία φορά. Όλες οι φωτογραφίες του είχαν σκιστεί και δεν γινόταν ποτέ αναφορά στο όνομά του. Όταν τη ρωτούσαμε για εκείνον, πάντα αποκρινόταν με τον ίδιο τρόπο: «Ήταν ένας πολύ ευφυής άνθρωπος». Αυτό όλο κι όλο. Δεν μας έλεγε γιατί έφυγε ούτε γιατί δεν μπορούσαμε να τον δούμε, δεν μας έδινε καμία εξήγηση. Κάποια στιγμή, όταν ήταν έφηβοι, οι αδερφοί μου ήθελαν να τον συναντήσουν και απογοητεύτηκαν οικτρά, επειδή ο πατέρας μου δεν μπορούσε με τίποτα να συνδεθεί μαζί τους, δεν τον ενδιέφεραν. Εγώ, όμως, δεν τον αναζήτησα ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν δούλευα ως δημοσιογράφος, με κάλεσαν σε ένα νεκροτομείο για να αναγνωρίσω το πτώμα ενός άνδρα που είχε πεθάνει στον δρόμο. Δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω, δεν μου έλεγε τίποτα η όψη του. Ήταν ο πατέρας μου.

Κατ’ αρχάς, αυτό ακούγεται φρικτό.
Όχι, δεν ήταν φρικτό. Εννοώ ότι, ναι, ήταν φρικτό το να βλέπεις ένα πτώμα για πρώτη φορά. Δεν ένιωσα, όμως, τίποτα. Καμία σύνδεση, κανέναν οίκτο, καμία επιθυμία οποιουδήποτε είδους.
Η Εμίλια, όπως εσείς, για ένα μεγάλο μέρος της ζωής της δεν έχει σχέσεις με τον πατέρα της. Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι μόλις μου είπατε, βρήκα αρκετά συγκινητικές τις σκηνές του βιβλίου όπου τελικά τον συναντά. Πώς νιώθατε όταν τις γράφατε;
Μπορούσα να μπω στη θέση της. Υποθέτω ότι, αν είχα συναντήσει τον πατέρα μου κι εκείνος ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, άρρωστος, χάλια, με κατάθλιψη, δυστυχισμένος, να ζει με τον φόβο του θανάτου, θα ένιωθα συμπόνια για εκείνον, θα μου έβγαζε μια οικειότητα. Δεν είχα ποτέ, βέβαια, αυτή την ευκαιρία, γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω τίποτα με σιγουριά. Μου ήταν, όμως, εύκολο να φανταστώ ότι η Εμίλια θα είχε τη συμπεριφορά που την έβαλα να έχει, επειδή ήταν πολύ ανοιχτόμυαλη. Ήταν ανοιχτή σε όλα.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός –δεδομένου τού ποια είστε εσείς η ίδια– ότι η Εμίλια καταρρίπτει πολλές συμβάσεις για τις γυναίκες της εποχής της. Γράφει λαϊκής απεύθυνσης μυθιστορήματα που στάζουν αίμα, που μιλούν για φόνους και ανθρώπους που ζητούν εκδίκηση. Στη συνέχεια, γίνεται πολεμική ρεπόρτερ. Κάποια στιγμή, γνωρίζει μια χορεύτρια οριεντάλ στη Νέα Υόρκη, η οποία την πείθει πως ενδεχομένως να είναι προτιμότερο το να είσαι μια κακιά γυναίκα από το να είσαι μια νεαρή γυναίκα που τη σέβονται όλοι. Έχετε πει πολλές φορές ότι είστε παιδιόθεν φεμινίστρια, λόγω του τρόπου με τον οποίο είδατε τη μητέρα σας και τις γυναίκες της γενιάς της να σας φέρονται όταν μεγαλώνατε στη Χιλή. Αλήθεια, κατά τη διάρκεια της καριέρας σας γράφατε σκόπιμα τους γυναικείους χαρακτήρες σας όπως τους γράφατε ή απλώς «συνέβαινε» αυτή η γραφή, καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που ξέρατε για να μιλήσετε για τις γυναίκες;
Θα ήταν πολύ δύσκολο να γράψω ένα μυθιστόρημα με φόντο τα προάστια και ηρωίδα μια υποτακτική σύζυγο που περιμένει τον άντρα της να γυρίσει στο σπίτι από τη δουλειά. Δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ιστορία εκεί. Εγώ γράφω για γυναίκες που αμφισβητούν τις συμβάσεις με κάθε ευκαιρία και ξεσηκώνουν μεγάλες αντιδράσεις γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά, αλλά στέκονται στο ύψος τους και μπορούν να παλέψουν για τον εαυτό τους. Τέτοιους χαρακτήρες αγαπάω και για τέτοιους γράφω, επειδή τους γνωρίζω πραγματικά καλά.
«Γράφω για γυναίκες που αμφισβητούν τις συμβάσεις με κάθε ευκαιρία και ξεσηκώνουν μεγάλες αντιδράσεις γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά, αλλά στέκονται στο ύψος τους».
Γεννήθηκα τη δεκαετία του 1940, σε μια καθολική, συντηρητική, αυταρχική και πατριαρχική οικογένεια. Οι γυναίκες της γενιάς και της κοινωνικής μου τάξης «έπρεπε» να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά και μετά… τέλος. Ήταν μια πρόκληση το να δραπετεύσω από αυτή την καταπιεστική νοοτροπία. Ανήκω στην πρώτη γενιά γυναικών που μπόρεσαν, κάποιες από εμάς, να τα καταφέρουν.
Πόσων χρονών νομίζετε ότι ήσασταν όταν συνειδητοποιήσατε ότι όλο αυτό δεν ήταν παρά κάτι σαν φυλακή;
Η μητέρα μου λέει ότι, όταν ήμουν πέντε-έξι ετών και με ρωτούσαν «τι θέλεις να κάνεις όταν μεγαλώσεις;», εγώ απαντούσα «να τα βγάζω πέρα μόνη μου». Αργότερα, όμως, στράφηκα κατά της αντρικής εξουσίας. Συνειδητοποίησα πως η εξουσία βρισκόταν πάντα στα χέρια των αντρών. Οι ιερωμένοι, η αστυνομία, ο παππούς μου… όλοι όσοι είχαν εξουσία ήταν άντρες. Επαναστάτησα, λοιπόν, εναντίον αυτού του πράγματος που, όμως, τότε δεν είχε όνομα. Δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι που ονομαζόταν φεμινισμός. Δεν είχα ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη. Χρειάστηκε να φτάσω προς το τέλος της εφηβείας μου για να φτάσει στ’ αυτιά μου ο φεμινισμός και το γυναικείο κίνημα. Κάπως έτσι άρχισα να διαβάζω πράγματα που μου πρόσφεραν μια πιο εκλεπτυσμένη γλώσσα, ικανή για να εκφράσω τον θυμό που ένιωθα όλη μου τη ζωή.
Είχατε φίλες με τις οποίες μπορούσατε να μιλήσετε γι’ αυτά τα πράγματα;
Όχι, γι’ αυτά τα πράγματα δεν είχα. Υποθέτω πως τα άλλα κορίτσια προσπαθούσαν να βρουν σύζυγο. Δεν είμαι σίγουρη, βέβαια. Πάντως, βρήκα μια κοινότητα γυναικών που σκέφτονταν όπως εγώ, όταν άρχισα να δουλεύω ως δημοσιογράφος σε ένα γυναικείο περιοδικό που λεγόταν Paula. Ήταν το πρώτο περιοδικό στη Χιλή που τόλμησε να δημοσιεύσει θέματα που μέχρι τότε δεν τα άγγιζε κανείς. Μιλήσαμε για την άμβλωση, το διαζύγιο, την απιστία ή άλλα τέτοια πράγματα – και για την πολιτική. Μας ένοιαζε το τι συνέβαινε στην «πραγματική ζωή» και το καλύπταμε. Είχαμε, πάντως, και ενότητες μόδας, ομορφιάς και διακόσμησης. Ήταν ένα ιλουστρασιόν γυναικείο περιοδικό, όπου όμως μπορούσε να βρει κανείς στις σελίδες του όλες αυτές τις πληροφορίες που οι γυναίκες δεν είχαν μέχρι τότε. Έκανε πάταγο.
Στις αρχές της καριέρας σας, λοιπόν, ήσασταν δημοσιογράφος. Δουλέψατε για το περιοδικό Paula και διάφορες άλλες εκδόσεις. Μέχρι που γνωρίσατε έναν από τους διασημότερους Χιλιανούς συγγραφείς όλων των εποχών, τον μεγάλο ποιητή…
…Πάμπλο Νερούδα.
Ο οποίος γύρισε και σας είπε: «Ιζαμπέλ, μάλλον εσύ δεν είσαι για δημοσιογραφίες και τέτοια».
Ζούσε σε ένα σπίτι στην παραλία της Ίσλα Νέγκρα, γύρω στα εκατό χιλιόμετρα από το Σαντιάγο. Ήταν άρρωστος και είχε ήδη κερδίσει το βραβείο Νόμπελ. Με κάλεσε στο σπίτι του και νόμιζα ότι ήθελε να του πάρω συνέντευξη. Όλοι στο περιοδικό είχαν γίνει πράσινοι από τη ζήλια τους που είχε διαλέξει εμένα. Ήταν χειμώνας και οδηγούσα μέσα στη βροχή μέχρι να φτάσω έως εκεί. Με υποδέχτηκε πολύ ευγενικά. Μου είχε μαγειρέψει και είχε βγάλει στο τραπέζι ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Μου έδειξε τις συλλογές του με τα χίλια δυο παράξενα αντικείμενα που μάζευε, συλλογές που τώρα θεωρούνται τέχνη, αλλά τότε τις περνάγαμε για ένα ατελείωτο «σκουπιδαριό». Μέχρι που κάποια στιγμή τού είπα: «Οκέι, ντον Πάμπλο, τώρα πρέπει πραγματικά να καθίσουμε και να κάνουμε τη συνέντευξη, γιατί θα αρχίσει να βραδιάζει κι εγώ πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου». «Ποια συνέντευξη;», μου είπε. «Μα, για να σου πάρω συνέντευξη δεν ήρθα μέχρι εδώ;», αποκρίθηκα. «Ω, όχι, αγαπητή μου, δεν θα σου έδινα ποτέ συνέντευξη εσένα. Από όλους τους δημοσιογράφους αυτής της χώρας, εσύ είσαι η χειρότερη. Βάζεις πάντα τον εαυτό σου στο επίκεντρο των πάντων. Γράφεις συνέχεια ψέματα. Είμαι σίγουρος ότι, αν δεν σου βγαίνει μια ιστορία από την έρευνά σου, θα την επινοήσεις. Γιατί δεν το γυρίζεις στη λογοτεχνία, όπου όλα αυτά τα ελαττώματα είναι αρετές;» Θα έπρεπε να είχα δώσει μεγαλύτερο βάρος στα λόγια του τότε, αλλά χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να το κάνω.
Ας επιστρέψουμε όμως για λίγο στο σπίτι αυτής της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας, στην ώρα που ο Νερούδα γυρνάει και σας λέει κάτι που θα έκανε τον περισσότερο κόσμο χίλια κομμάτια.
Μα κι εγώ έγινα χίλια κομμάτια! Παρότι τα είπε όλα αυτά με έναν πολύ ευγενικό τρόπο.
Δεν τον ακούσατε τότε.
Όχι, δεν τον άκουσα και δύο μήνες μετά έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Οπότε, ό,τι σχέδια και να έκανε κανείς μέχρι τότε για το μέλλον, έπρεπε να τα ξεχάσει. Τα πάντα διακόπηκαν· για πάντα. Βρίσκεσαι σε ένα από αυτά τα σταυροδρόμια της ζωής που σου ζητούν να πάρεις μια νέα κατεύθυνση που ούτε την είχες προγραμματίσει ούτε την περίμενες. Τότε ήταν που έλαβε τέλος και η δημοσιογραφική μου καριέρα.

Χρειάστηκε να πάτε στη Βενεζουέλα, επειδή έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Ποια ήταν η στιγμή που είπατε «ήρθε η ώρα να φύγω»;
Χρειάστηκε να περάσουν μήνες. Η βαρβαρότητα, βέβαια, ξεκίνησε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες· το Κογκρέσο παύτηκε επ’ αόριστον, άρχισε να επιβάλλεται λογοκρισία στα πάντα, όλα τα πολιτικά δικαιώματα ανεστάλησαν, δεν ίσχυε πια το «habeas corpus»: Ο καθένας μπορούσε να συλληφθεί αυθαίρετα, δίχως να του αποδοθεί κάποια κατηγορία και στη συνέχεια, χωρίς να περάσει από ανάκριση ή δικαστήριο, να οδηγηθεί στη φυλακή χωρίς να του δοθούν εξηγήσεις ή, απλώς, να «εξαφανιστεί». Παρότι όλα έγιναν πολύ γρήγορα στη Χιλή, όμως, τις συνέπειες του πραξικοπήματος αρχίσαμε να τις μαθαίνουμε σταδιακά, επειδή ήταν από αυτές που δεν σε επηρεάζουν αμέσως σε προσωπικό επίπεδο. Για να το θέσω καλύτερα, φυσικά και υπήρχαν άνθρωποι που επηρεάστηκαν αμέσως και κυνηγήθηκαν, το μεγαλύτερο, όμως, μέρος του πληθυσμού δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Βρίσκεσαι σε μια φάση που αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι μπορείς να ζήσεις με αυτή την κατάσταση και λες ότι δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα. Κάπως έτσι ζεις σε άρνηση για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή δεν θέλεις να πολυαλλάξει η κατάσταση. Μέχρι που μια μέρα σού έρχεται κι εσένα η κεραμίδα.
Σ’ εμένα συνέβησαν πολλά πράγματα. Στην αρχή έκρυβα ανθρώπους στο σπίτι μου, επειδή δεν γνωρίζαμε τις συνέπειες. Δεν είχαμε ιδέα ότι, αν αυτό το άτομο συλλαμβανόταν και εξαναγκαζόταν να πει πού βρισκόταν, θα έρχονταν να με συλλάβουν κι εμένα. Θα μπορούσαν να βασανίσουν τα παιδιά μου μπροστά στα μάτια μου. Αυτά τα μαθαίνεις αργότερα. Όταν με απείλησαν στα ίσια, είπα: «Αυτό ήταν, φεύγω». Πίστευα ότι θα έφευγα για δύο μήνες και μετά θα επέστρεφα. Γι’ αυτό και πήγα μόνη μου στη Βενεζουέλα. Μετά από έναν μήνα, ο σύζυγός μου συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να γυρίσω πίσω. Έφυγε, λοιπόν, κι εκείνος. Άφησε το σπίτι όπως ήταν, έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε την εξώπορτα και ήρθε να με βρει στη Βενεζουέλα. Δεν είδαμε ποτέ ξανά εκείνο το σπίτι και όλα τα πράγματα χάθηκαν, δεν έχει καμία σημασία, δεν θυμάμαι τίποτε από αυτά. Θυμάμαι όμως την ώρα που το αεροπλάνο διέσχιζε τις Άνδεις. Με έπιασαν τα κλάματα επειδή ήξερα, με έναν ενστικτώδη τρόπο, ότι βρισκόμουν σε ένα μεταίχμιο και ότι όλα θα άλλαζαν από εκείνη τη στιγμή και μετά.
Πώς το εξηγήσατε αυτό στα παιδιά σας;
Δεν το έκανα, και αυτό ήταν έγκλημα, δηλώνω ένοχη. Προσπαθήσαμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από τον φόβο. Ο φόβος είναι κάτι που εξαπλώνεται πολύ εύκολα και μεταμορφώνει μια κοινωνία, αλλάζει τον τρόπο που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται μεταξύ τους, αλλάζει εσένα τον ίδιο, εσωτερικά. Κάτι σπάει μέσα σου. Δεν θέλαμε να μάθουν τα παιδιά μας για τα βασανιστήρια, για τις εξαφανίσεις, παρότι ήταν αναμενόμενο να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων. Ξαφνικά, έμπαιναν στην τάξη ενός σχολείου δύο τύποι και έπαιρναν μαζί τους τον δάσκαλο. Τα παιδιά θα το έβλεπαν, αλλά δεν θα τους δινόταν καμία εξήγηση. Έτσι, λοιπόν, όταν έφυγαν με τον σύζυγό μου, αυτό έγινε σε ένα κλίμα του τύπου «ω, τι ωραία, θα πάμε στη Βενεζουέλα να δούμε τη μαμά». Χρειάστηκε να περάσει ένα διάστημα για να καταλάβουν ότι θα μέναμε στη Βενεζουέλα, πως ήμασταν πρόσφυγες και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα γυρίζαμε πίσω, γι’ αυτό και θα έπρεπε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Έπρεπε να τα πάνε καλά με τους άλλους και να ξεχάσουν ό,τι άφησαν πίσω τους.
«Ο φόβος είναι κάτι που εξαπλώνεται πολύ εύκολα και μεταμορφώνει μια κοινωνία, αλλάζει τον τρόπο που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται μεταξύ τους».
Στη Βενεζουέλα γράψατε το πρώτο σας μυθιστόρημα, το Σπίτι των πνευμάτων, όταν ήσασταν ήδη τριάντα εννιά ετών. Νομίζω ότι πολύς κόσμος έχει την αίσθηση ότι, από ένα σημείο της ζωής του και μετά, μάλλον είναι πολύ αργά για να κάνει αυτό που θέλει, αυτό για το οποίο φτιάχτηκε. Όταν εσείς βρεθήκατε να αρχίσετε να γράφετε μια επιστολή με παραλήπτη τον παππού σας, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αυτό το απίστευτο μυθιστόρημα, σας πέρασε από το μυαλό η σκέψη «Τι στο καλό κάνω; Είμαι τριάντα εννιά ετών. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω μυθιστοριογράφος σε αυτή την ηλικία»;
Δεν με απασχολούσε το πόσων χρονών ήμουν. Ένιωθα ότι η ζωή μου δεν πήγαινε πουθενά, ότι είχα ζήσει σχεδόν σαράντα χρόνια και δεν είχα κάνει τίποτα που να αξίζει, εκτός από τα δύο μου παιδιά. Βαριόμουν τη δουλειά μου – ήμουν διευθύντρια σε ένα σχολείο μιας χώρας που δεν ήταν η δική μου, στην οποία αισθανόμουν πολύ ξένη, από διάφορες απόψεις, σαν να ήμουν επισκέπτρια σε αυτήν. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθα και επισκέπτρια στη ζωή. Έτσι, λοιπόν, αυτό το γράμμα, που τελικά εξελίχθηκε σε βιβλίο, ήταν σαν το άνοιγμα μιας φλέβας που πέταξε έξω όλο το αίμα που κρατούσα μέσα μου. Ήταν μια άσκηση πάνω στην έννοια της λαχτάρας. Ήθελα να γυρίσω πίσω, ήθελα να ξαναβρώ τη χώρα που είχα χάσει, τους φίλους μου, τη δουλειά μου, τη ζωή που είχα πριν. Σε αυτή την προσπάθεια ανάκτησης όσων είχα χάσει, άρχισα να ανασύρω από τη μνήμη μου τις ανεκδοτολογικές ιστορίες του παππού μου, της χώρας μου, όλων αυτών των ανθρώπων. Ανέσυρα ένα ολόκληρο χωριό καθισμένη μπροστά στον πάγκο της κουζίνας μου –γιατί εκεί έγραφα– το οποίο κατοίκησε στις σελίδες μου. Δεν έγραφα βάσει σκέψης. Δεν έγραφα βάσει σχεδίου. Δεν είχα αποφασίσει το ποια θα είναι η δομή του βιβλίου. Δεν ήξερα καν πώς να κάνω επιμέλεια σε ό,τι έγραφα, μέχρι που τελείωσα το βιβλίο και το έδωσα στον σύζυγό μου, που ήταν πολιτικός μηχανικός, να το διαβάσει. Κι εκείνος το μόνο πράγμα που μου είπε πως παρατήρησε ήταν το ότι οι ημερομηνίες δεν ταίριαζαν: «Έχεις βάλει στη σελίδα είκοσι έναν χαρακτήρα να είναι δεκαοκτώ ετών και στη σελίδα τριακόσια βλέπω ότι παραμένει στην ίδια ηλικία. Τι συνέβη; Ήπιε νερό από την πηγή της αιώνιας νιότης;». Έφτιαξε, λοιπόν, στον τοίχο του σπιτιού μας έναν χάρτη με τις ημερομηνίες, τους χαρακτήρες και τα συμβάντα του βιβλίου, έτσι ώστε να μπορέσω να το οργανώσω λιγάκι.
Λέτε ότι νιώθατε πως η ζωή σας δεν πήγαινε πουθενά. Νομίζω ότι, αν εγώ αισθανόμουν έτσι, θα πελάγωνα. Δεν ξέρω αν θα ήμουν σε θέση να ξεκινήσω κάτι καινούργιο, ό,τι κι αν ήταν αυτό.
Ήμουν χαμένη, βαριόμουν τη ζωή μου, νομίζω ότι είχα κατάθλιψη. Υπήρχε, όμως, πάντα ένα πράγμα στη ζωή μου: το γράψιμο. Έγραφα ως δημοσιογράφος, έγραφα γράμματα στη μητέρα μου, έγραφα στον παππού μου, πάντα έγραφα. Νομίζω ότι ο τρόπος που έχω βρει για να ξεπερνώ τις δυσκολίες που βρίσκω στον δρόμο μου, για να καταλαβαίνω τα πράγματα, για να εξερευνώ την ίδια μου την ψυχή ή το παρελθόν μου και, κυρίως, για να θυμάμαι, είναι το γράψιμο. Όταν πέθανε η κόρη μου, πέρασα τη χειρότερη περίοδο σε όλη μου τη ζωή. Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσω το τι συνέβαινε και για να το διαχειριστώ ήταν το γράψιμο. Έγραψα, λοιπόν, ένα βιβλίο.
Έχουν περάσει λίγο περισσότερα από τριάντα χρόνια από τότε που δημοσιεύτηκε αυτό το βιβλίο με τα απομνημονεύματά σας, το οποίο μόλις αναφέρατε, το Πάουλα [Σ.τ.Μ.: στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδ. Ωκεανίδα], που πήρε τον τίτλο του από το όνομα της κόρης σας. Πραγματεύεται τη ζωή σας μαζί της και την κατάσταση στην οποία βρεθήκατε όταν έπεσε σε κώμα, το οποίο κράτησε περίπου έναν χρόνο, μέχρι τον θάνατό της. Στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν, πώς άλλαξε ή μεταλλάχθηκε η θλίψη που σας προκάλεσε αυτό το γεγονός;
Αισθάνομαι ακόμη τη συντροφιά της κόρης μου. Στον νιπτήρα του μπάνιου μου, εκεί που βουρτσίζω τα δόντια μου κάθε πρωί και κάθε βράδυ, έχω μια φωτογραφία της από την ημέρα του γάμου της αλλά και μια φωτογραφία της μητέρας μου με νυφικό, που το φόρεσε όταν ήταν ογδόντα ετών.
«Όταν πέθανε η κόρη μου, πέρασα τη χειρότερη περίοδο σε όλη μου τη ζωή. Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσω το τι συνέβαινε και για να το διαχειριστώ ήταν το γράψιμο».
Κι έτσι μπορώ να τους λέω καλημέρα και καληνύχτα. Είναι πάντα μαζί μου. Βρίσκομαι σε συνεχή επαφή με την Πάουλα. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Δεν τη βλέπω σαν «στοιχειό». Ούτε πιστεύω ότι μετά τον θάνατό μου θα περάσω μέσα από ένα φωτεινό τούνελ και θα τη βρω να με περιμένει στην άλλη του άκρη. Ζει, όμως, μέσα μου.

Το πρώτο σας μυθιστόρημα ξεκίνησε ως μια επιστολή και τα απομνημονεύματά σας από ένα γράμμα που θα είχε παραλήπτρια την κόρη σας. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να μου μιλήσετε για την τέχνη της επιστολογραφίας. Οι άνθρωποι δεν γράφουν, πια, γράμματα.
Η γλώσσα έχει συρρικνωθεί στο απόλυτο τίποτα, εξαιτίας των emails. Γράφουμε σαν να στέλνουμε τηλεγραφήματα. Επικοινωνούμε χρησιμοποιώντας πολύ λίγες λέξεις, η φαντασία μας είναι φτωχή. Εγώ, πάλι, μεγάλωσα γράφοντας στη μητέρα μου κάθε, μα κάθε μέρα, επειδή ήταν παντρεμένη με έναν διπλωμάτη και, όταν ήμουν δεκαέξι ετών, χωριστήκαμε και δεν ζήσαμε ποτέ ξανά στο ίδιο σπίτι. Κάπως έτσι μας έγινε συνήθειο το να γράφουμε η μία στην άλλη. Περνούσα τη μέρα μου σκεπτόμενη το τι θα έγραφα στη μητέρα μου το βράδυ. Παρέμενα «παρούσα» μέσα στη μέρα, κρατούσα –μέσα στο μυαλό μου– σημειώσεις για το τι ζούσα, τι έβλεπα, τι σκεφτόμουν, τι ονειρευόμουν, για τις συζητήσεις που έκανα, για όσους συναντούσα, έτσι ώστε να έχω αρκετό υλικό για το γράμμα που θα της έγραφα το βράδυ. Πέθανε το 2018. Για ένα διάστημα προσπάθησα να συνεχίσω να της γράφω, σαν να ήταν ζωντανή, αλλά δεν λειτούργησε. Ήταν πολύ ψεύτικο. Από τότε περνάω τη ζωή μου σε μια κατάσταση ονειροπόλησης. Δεν παρατηρώ τίποτα πια, γιατί δεν χρειάζεται να γράψω για τίποτα. Είναι λυπηρό. Έχω κρατήσει τα γράμματα της μητέρας μου και εκείνα που της έγραψα εγώ, από το 1987 μέχρι σήμερα. Τα έχω χωρισμένα σε κουτιά, ανά έτος. Κάποια από αυτά έχουν μέσα εξακόσια, ακόμα και οκτακόσια γράμματα. Συνολικά, πρέπει να έχω, στο περίπου, είκοσι τέσσερις χιλιάδες επιστολές. Μπορείτε να φανταστείτε τι όγκο καταλαμβάνουν;
Θα πρέπει να έχετε ανταλλάξει πραγματικά πολλές κουβέντες μεταξύ σας. Τι μάθατε για εκείνη;
Κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι το ότι στα γράμματα ήμασταν πολύ ειλικρινείς μεταξύ μας, λέγαμε τα πάντα. Όταν, όμως, πήγαινα να την επισκεφτώ, στη βδομάδα πάνω θα νιώθαμε άβολα η μία με την άλλη. Όταν ήμασταν μαζί, έμπαιναν στη μέση πράγματα που δεν υπήρχαν όταν επικοινωνούσαμε απομακρυσμένα, μέσω της γραφής. Κάπως έτσι, βέβαια, έφτασα και να γνωρίζω τη μητέρα μου με τρόπους που δεν γνωρίζω κανέναν άλλο άνθρωπο, ούτε καν τα παιδιά μου. Ξέρω τα πάντα για εκείνη: την υγεία της, τα όνειρά της, τους πόθους της, τις απογοητεύσεις της, τους καβγάδες της με τον πατριό μου, τις συμφιλιώσεις τους, τα πάντα. Μιλούσαμε για τα χρήματα, το σεξ, τη θρησκεία, ό,τι βάλει ο νους σας. Ήταν σαρκαστική με έναν τρόπο που είναι μόνο οι Χιλιανοί, κι αυτό το λάτρευα· ήταν κάτι το οποίο, επίσης, μας συνέδεε. Μπορούσε να λειτουργήσει, όμως, μόνο στο πλαίσιο της επιστολογραφίας· αν όλα αυτά λέγονταν πρόσωπο με πρόσωπο, θα μπορούσαν να είναι προσβλητικά.
«Με τη μητέρα μου μιλούσαμε για τα χρήματα, το σεξ, τη θρησκεία, ό,τι βάλει ο νους σας. Ήταν σαρκαστική με έναν τρόπο που είναι μόνο οι Χιλιανοί».
Νιώθετε ότι υπάρχει κάτι εγγενές στην οικειότητα της επιστολογραφίας, αυτή η πρόσβαση που προσφέρει στα εσώτερα συναισθήματα ενός ανθρώπου και η οποία δεν μπορεί να υπάρξει σε τέτοια μορφή όταν δύο άνθρωποι είναι μαζί, στον ίδιο χώρο;
Ίσως κάποιοι άνθρωποι να μπορούν να έχουν αυτή την πρόσβαση και όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Εγώ, όμως, δεν μπορώ. Παντρεύτηκα τον Ρότζερ. Είμαστε μαζί έξι χρόνια.
Αυτός είναι ο τρίτος σας σύζυγος;
Ο τρίτος, αλλά όχι ο τελευταίος. [Γέλια] Όταν χωριζόμαστε, μου γράφει τα πιο τρυφερά και όμορφα κείμενα, και το ίδιο μπορώ να κάνω κι εγώ. Από κοντά, όμως, δεν μπορώ να του πω τα ίδια πράγματα. Υπάρχει μια αμηχανία.
Αληθεύει ότι ο Ρότζερ σάς προσέγγισε αφού σας άκουσε στο ραδιόφωνο, γράφοντάς σας ένα γράμμα;
Ένα email. Με άκουσε στο NPR [Σ.τ.Μ.: Την Εθνική Δημόσια Ραδιοφωνία των ΗΠΑ].
Τον είχα κάνει εικόνα να κάθεται μπροστά από ένα γραφείο, να παίρνει μια κόλλα χαρτί και να σας γράφει ένα γράμμα.
Έστειλε ένα email στο ίδρυμά μου, στο τέλος του οποίου έλεγε ότι ήταν πρόθυμος να έρθει οπουδήποτε, οποτεδήποτε για να με συναντήσει. Του απάντησα από ευγένεια. Κάθε μέρα λαμβάνω πολλά emails κι επειδή δεν μπορώ να διατηρώ αλληλογραφία με όλους τους αποστολείς, απαντώ μόνο στο πρώτο τους γράμμα. Εκείνος, όμως, συνέχισε να μου γράφει κάθε πρωί και κάθε βράδυ επί έξι μήνες. Ήταν πραγματικά πεισματάρης. Επίσης, δεν έμοιαζε με παρανοϊκό θαυμαστή. Έδειχνε να είναι ένας πολύ ειλικρινής τύπος. Όταν πήγα, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη, τον συνάντησα. Μέσα σε δύο μέρες μού έκανε πρόταση γάμου και μου είπε πως, ό,τι κι αν γινόταν, τελικά θα με παντρευόταν. Επειδή ζούσε στη Νέα Υόρκη ενώ εγώ στην Καλιφόρνια, πούλησε το σπίτι του, χάρισε τα πράγματά του και μετακόμισε εδώ, με δύο ποδήλατα, τα ρούχα του και κάτι κρυστάλλινα ποτήρια – ένας Θεός ξέρει για ποιον λόγο. Εγώ πάντως δεν ξέρω.
Αυτό είναι πολύ συγκινητικό. Πείσατε έναν άντρα να αφήσει πίσω του όλη τη μέχρι τότε ζωή του και να μετακομίσει στην άλλη άκρη της χώρας!
Δεν του ζήτησα να το κάνει. Μόνος του το έκανε. Ξέρεις όμως τι έχει ενδιαφέρον, Γκιλμπέρτο μου; Το ότι μερικά χρόνια πριν συμβεί αυτό, όταν χώρισα από τον δεύτερο σύζυγό μου, πούλησα κι εγώ το σπίτι μου και χάρισα όλα τα πράγματά μου, όπως έκανε κι εκείνος, επειδή μετακόμισα σε ένα πολύ μικρό σπίτι με τον σκύλο μου και δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Κι οι δυο μας λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, ξεκινήσαμε μαζί από το μηδέν, ήταν πολύ καλό ότι συνέβη έτσι. Δεν είχαμε αποσκευές – τουλάχιστον όχι υλικές.
Διάβασα σε κάποια συνέντευξή σας πως, όταν πήρατε διαζύγιο περίπου στα εβδομήντα σας χρόνια, κάποιοι άνθρωποι που ήταν κοντά σας σκέφτηκαν ότι αυτό ήταν, μάλλον, λιγάκι τρελό. Εσείς πώς βιώσατε εκείνη την περίοδο της ζωής σας;
Ήμουν εβδομήντα τεσσάρων ετών. Ήμασταν μαζί είκοσι οκτώ χρόνια. Είχα αγαπήσει πολύ αυτόν τον άντρα. Ποτέ δεν ξέρεις, όμως, το γιατί ο έρωτας κάποια στιγμή τελειώνει. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει ξαφνικά. Στη δική μας περίπτωση επρόκειτο για μια φθορά που ήρθε σταδιακά. Μας πήρε πολλά χρόνια και πολλές συνεδρίες με θεραπευτές η προσπάθειά μας να την «επισκευάσουμε». Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι απλώς δεν μπορούσε να διορθωθεί κι έτσι πήραμε διαζύγιο. Πολλοί άνθρωποι λένε: «Μα έχετε επενδύσει τόσα χρόνια σε αυτή τη σχέση. Τι στο καλό είναι τόσο φοβερό και δεν μπορείτε να είστε πια μαζί;». Τίποτα δεν ήταν, πραγματικά, τόσο φοβερό. Απλώς σκέφτηκα ότι απαιτεί μεγαλύτερο κόπο το να μείνεις σε μια κακή σχέση από το να ξεκινήσεις από την αρχή, μόνη σου. Πρέπει πραγματικά να κοπιάσεις αν αποφασίσεις να περάσεις τα υπόλοιπα λίγα χρόνια που σου απομένουν με έναν άνθρωπο που δεν σε αγαπάει και για να μείνεις σε μια σχέση που δεν λειτουργεί. Είναι πολύ καλύτερο, πολύ απλά, να μείνεις με τον εαυτό σου, οπότε αυτό ήταν που έκανα.
Έχετε πει ότι γράφετε ως μια πράξη ενθύμησης. Τι πράγματα θέλετε να θυμάστε τώρα;
Αυτή τη στιγμή προσπαθώ να είμαι πολύ παρούσα στη διαδικασία της γήρανσης, επειδή νομίζω ότι είναι ένα συναρπαστικό θέμα που αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ταμπού στην κοινωνία που ζούμε. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν για τα γηρατειά. Θεωρούνται άσχημα. Όντως, μπορεί να είναι άσχημα, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά μπορεί, επίσης, να αποτελέσουν ένα πολύ απελευθερωτικό και πολύ θαυμαστό ταξίδι. Γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή προσπαθώ να τα καταγράψω. Με ενδιαφέρει, επίσης, πολύ το τι συμβαίνει στον κόσμο. Νομίζω ότι πολιτικά γεγονότα όπως αυτά που ζούμε σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αναλυθούν ή να εξηγηθούν ή να κατανοηθούν αυτή τη στιγμή. Πρέπει να τα δεις από μια χρονική απόσταση. Αυτό το γνωρίζω επειδή θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να γράψω για το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή όταν συνέβη. Είχα όλες τις πληροφορίες, αλλά δεν μπορούσα να γράψω γι’ αυτό. Έγραψα το Σπίτι των πνευμάτων πολλά χρόνια αργότερα. Ελπίζω να ζήσω αρκετά, για να μπορέσω να δω αυτό που ζούμε σήμερα από κάποια απόσταση.
*Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ισαμπέλ Αλιέντε Το όνομά μου είναι Εμίλια Ντελ Βάγιε κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Δέσποινας Δρακάκη.

