«Ήταν κάτι σαν όνειρό μου να ζω έξω από την Αθήνα μαζί με τους ανθρώπους της δουλειάς, αλλά μακριά από τις συνθήκες της δουλειάς», μου λέει η Όλια Λαζαρίδου. Είναι περιτριγυρισμένη από σκηνικά της παράστασης που σκηνοθετεί και η οποία θα παρουσιαστεί στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου σε λίγες μέρες: η Θήβα μοναξιά του Κυριάκου Χαρίτου, μια λαϊκή παραλογή εμπνευσμένη από τον μύθο της Αντιγόνης. Βρισκόμαστε σε μια μικρή αίθουσα στο Πνευματικό Κέντρο του οικισμού της Κυψέλης στην Αίγινα, το οποίο έχει παραχωρηθεί από τον Δήμο. Επικρατεί ησυχία. Μόνο τα γέλια των παιδιών ακούγονται από τη μεριά της εκκλησίας απέναντι.
«Από όταν ήμουν νεότερη, παρακολουθούσα πολύ τον τρόπο που κινούνταν η Αριάν Μνουσκίν, η οποία δουλεύει εδώ και χρόνια έτσι, σε έναν χώρο έξω απ’ το Παρίσι [σ.σ.: από το 1970 η Μνουσκίν ζει κοινοβιακά σε ένα πρώην εργοστάσιο]. Είχα βλέπεις στο μυαλό μου το θέατρο με τρόπο ρομαντικό, σαν να είμαι μαζί με τα άλλα παιδιά και να φτιάχνουμε κάτι παρέα», μου εξηγεί. Η Όλια Λαζαρίδου φιλοξενεί τους συντελεστές σε έναν δικό της χώρο και η ομάδα μοιράζει από κοινού τον χρόνο της ανάμεσα σε πρόβες και μικρές καθημερινές απολαύσεις. Είναι η τέταρτη παράσταση που προετοιμάζεται με αυτές τις συνθήκες στην Αίγινα. Είχαν προηγηθεί οι: Έγκλημα και τιμωρία, Θεόφιλος και Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς.

Όπως αναφέρει, η Αίγινα έχει τον τρόπο της να την εμπνέει κάθε φορά. Πέρυσι, όταν τυχαία είδε την εξέδρα που ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει ο παπα-Νεκτάριος, ο ιερέας της Κυψέλης, για τη λειτουργία της Ανάστασης, ανακάλυψε το σκηνικό της παράστασης Θεόφιλος, το οποίο και έφτιαξε με τη βοήθεια ενός ντόπιου ξυλουργού. Τα κοστούμια επίσης φτιάχτηκαν από την Κατερίνα Γιάνακκα, κεραμίστρια που ζει στο νησί. «Τους ανθρώπους που γνώρισα έτσι, ζώντας και δουλεύοντας εδώ, αισθάνομαι ότι τους γνώρισα λίγο καλύτερα, όχι μόνο σπασμωδικά την ώρα της πρόβας. Κατάλαβα γιατί η Αριάν Μνουσκίν το έκανε αυτό τρόπο ζωής. Εγώ το κάνω ερασιτεχνικά τα τελευταία χρόνια, μου αρέσει να δουλεύω και να αναπνέω τον αέρα του νησιού αντί της Αθήνας. Είναι ρομαντικό, αλλά νομίζω ότι είναι ένα είδος ρομαντισμού που αξίζει να τον υπερασπίζεται κανείς», υποστηρίζει. «Εδώ όποτε θελήσουμε μπορούμε να κάνουμε πρόβα, κάποιος αν θέλει μπορεί να διαβάσει τα λόγια του στο περιβόλι, χωρίς τις άλλες μέριμνες της καθημερινότητας. Είναι κάτι ονειρικό».
Μια βουτιά στη θάλασσα

Οδηγώντας μόλις τρία λεπτά, με τη βοηθό της σκηνοθέτιδας, Αριάδνη Κωνσταντακοπούλου, και τους ηθοποιούς της παράστασης Αλεξάνδρα Καζάζου, Βασίλη Τρυφουλτσάνη και Γιάννη Ψαλλιδάκο, φτάνουμε σε λίγο στον χώρο όπου μένουν. Πρόκειται για ένα κτήμα με κατασκευές και ανακαινισμένα κτίσματα, γύρω από τα οποία κάποτε υπήρχαν αμπέλια. Ένα σπιτάκι ήταν πατητήρι, άλλο χοιροστάσιο, άλλο μηχανοστάσιο. Εδώ, τα μέλη της ομάδας μπορούν να απομονωθούν όποτε θέλουν, αφήνοντας μετά από ένα πρωινό προβών όσα αποκόμισαν, να «καθίσουν» μέσα τους. Παραδίπλα, μέσα στο κτήμα φαίνεται ένα μικρό ιδιωτικό θέατρο, μια σκηνή που φιλοξενεί καλλιτεχνικές βραδιές για παραθεριστές και μόνιμους κατοίκους του νησιού. Η Όλια Λαζαρίδου μού εξηγεί ότι στόχος είναι στο μέλλον να φιλοξενήσει και σεμινάρια. Μια αιώρα κι ένας χώρος για αυτοσχέδιες προβολές «θερινού σινεμά» συμπληρώνουν τις μικρές ψηφίδες αυτού του ιδιότυπου οικιακού μωσαϊκού. Πρόκειται για τη βάση τους. Κάποιοι από τους ηθοποιούς οδηγούν ένα δεκάλεπτο με το ποδήλατο μέχρι να φτάσουν στο κέντρο, άλλοι πετάγονται για μια βουτιά στη θάλασσα μετά το πρωινό τους ξύπνημα.
«Μου αρέσει να δουλεύω και να αναπνέω τον αέρα του νησιού. Είναι ρομαντικό, αλλά είναι ένα είδος ρομαντισμού που αξίζει να τον υπερασπίζεται κανείς». —Όλια Λαζαρίδου
«Το να ξυπνάς σε ένα τέτοιο μέρος και όχι μέσα στη φασαρία και στο χάος της Αθήνας, το να είναι η διαδρομή σου για την πρόβα ανάμεσα στα λουλούδια, είναι ένα δώρο», λέει ο Βασίλης Τρυφουλτσάνης, που έχει εγκατασταθεί πλέον στο νησί μέχρι την παράσταση. «Εδώ ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Βγάλαμε πάρα πολλή δουλειά σε λίγο χρόνο, αφού δεν έχουμε περισπασμούς». Την ίδια διαδρομή έχει ακολουθήσει και η Αλεξάνδρα Καζάζου και συζητάμε για το αν νιώθει πως η συνθήκη αυτή της συνύπαρξης έχει κάτι το ρομαντικό, εάν αποτελεί μια κίνηση ενάντια στο ρεύμα των καιρών μας. «Έτσι κι αλλιώς αυτό το ρεύμα είναι παρανοϊκό», μου λέει, «οπότε αντί για ρομαντικό θα σου έλεγα πρακτικό. Είναι ό,τι πιο πρακτικό μπορεί να κάνει μια ομάδα, αν έχει δύο μήνες προβών, να εστιάσει σε έναν χώρο όπου οι συμμετέχοντες μπορούν να ανταμώσουν, να συζητήσουν, να αφουγκραστούν ο ένας τον άλλο, να είναι σε επαφή στον ίδιο χώρο χωρίς να χρειάζεται να μιλήσουν για δουλειά. Αυτό υποσυνείδητα φέρνει κάποια στοιχεία και στην πρόβα. Συνήθως είμαστε freelancers, πάμε από το ένα πρότζεκτ στο άλλο, καλούμαστε να είμαστε χαμαιλέοντες στη δουλειά μας και πολλές φορές αυτό είναι ψυχοφθόρο, η συνθήκη αυτή έχει ένα άδειασμα, οπότε υπ’ αυτόν τον όρο, ναι, είναι ρομαντικό. Γιατί ξυπνάς και ξέρεις πως ό,τι γίνεται στην πρόβα μπορείς μετά να το πάρεις μαζί σου, δεν έχεις να κάνεις σε πέντε λεπτά ένα άλλο μάθημα, μια άλλη δουλειά, τα πράγματα δεν γίνονται με άγχος.

»Όταν ξυπνάς, θα κόψεις μερικά λεμόνια για να στύψεις τον χυμό σου, θα πας στην πρόβα σου χωρίς να συναντήσεις μποτιλιάρισμα, δεν θα ακούσεις βρισιές, αλλά την καμπάνα της εκκλησίας και δίπλα τα παιδιά, θα μπεις στο Πνευματικό Κέντρο που –αυτό για μένα είναι ρομαντικό– έχει ποτιστεί από αυτά και από τις δραστηριότητες που γίνονται. Εκεί, σε έναν χώρο, μικρότερο από αυτόν όπου θα παίξουμε στη Μικρή Επίδαυρο, αποδεχόμαστε τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν, όπως για παράδειγμα το ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει μέσα ο παπα-Νεκτάριος. Στην Αθήνα είσαι πάντα σε άμυνα. Λες “ποιος είναι;”. Εδώ τα πράγματα αυτά τα αγκαλιάζεις».
Φαγητό και σιέστα

Σε λίγο στήνεται το τραπέζι. Ο ήλιος καίει δυνατά αυτό το μεσημέρι και εμείς σερβιριζόμαστε, απολαμβάνοντας στη σκιά το γεύμα μας. Αφού φάνε με όρεξη και δώσουν ραντεβού για κοκτέιλ το βράδυ, οι ηθοποιοί αποσύρονται για την καθιερωμένη τους σιέστα. «Αυτή η στιγμή της μέρας είναι η αγαπημένη μου», λέει η Όλια Λαζαρίδου και χαμογελά με ικανοποίηση. Τη ρωτάω πώς βλέπει τη θεατρική σκηνή της Αθήνας. «Μετά την COVID η ψαλίδα άνοιξε και τα χωράει όλα. Ευτυχώς, ο καθένας μπορεί να κάνει αυτό που τραβάει η όρεξή του. Να λογοδοτεί όπου επιθυμεί. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει διαχρονικά κάτι που είναι αρκετά κουραστικό στη δουλειά μας, αυτό το σιωπηλό ιερατείο. Αισθάνεσαι ότι είσαι συνέχεια υπό την κρίση. Όλη μου τη ζωή εγώ κινούμαι από ένστικτο και λέω δόξα τω Θεώ που παρ’ όλα αυτά έχω καταφέρει να βρω και να υπερασπιστώ μια θέση μέσα σε όσα γίνονται».

Σε λίγο το πλοίο μας φεύγει. Τους αποχαιρετούμε πριν κατευθυνθούμε προς το λιμάνι, πριν επιστρέψουμε και πάλι στις ζωές μας, παίρνοντας μαζί μας έναν μικρό προβληματισμό για το πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι η καθημερινότητά μας. Δεν θα αργήσουμε όμως να προσαρμοστούμε ξανά στις ταχύτητες της πρωτεύουσας, αργά ή γρήγορα θα ξεχαστούμε πάλι. Εκείνοι ωστόσο θα συνεχίσουν να υπηρετούν με τον δικό τους τρόπο αυτό που αγαπούν, με την αύρα του νησιώτικου καλοκαιριού.
*Η Θήβα μοναξιά θα ανέβει στη Μικρή Επίδαυρο στις 4 και 5 Ιουλίου.

