Ένας πεντάχρονος, τον οποίο οι γονείς του έχουν νουθετήσει για το πώς θα πρέπει να διασχίσουν μαζί τα σύνορα. Μια μεσόκοπη γυναίκα που ανησυχεί για τους ξένους που περνούν κάθε μέρα έξω από το σπίτι της. Ένας διακινητής μεταναστών που διατείνεται ότι στη… βάρδια του ποτέ δεν έχει γίνει «στραβή». Δύο κοπέλες που εμπορεύονται προηγμένα τεχνολογικά μέσα, τα οποία «αποκρούουν» τους πρόσφυγες. Ένας «φιλεύσπλαχνος» δυτικός που εξηγεί σε έναν Αφρικανό ότι είναι φορέας ενός «κεφαλαίου», το οποίο μπορεί να του εξασφαλίσει μια νέα ζωή στην Ευρώπη. Και ένας πολιτικός, που θέλει να μιλήσει «τσεκουράτα», αλλά αποφασίζει να μαλακώσει τον λόγο του, ακολουθώντας τις συμβουλές του επικοινωνιολόγου του.
Όλες οι παραπάνω πέρα για πέρα αληθινές ανθρώπινες ιστορίες αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις του προσφυγικού, τις οποίες εύγλωττα αναδεικνύει στο σπονδυλωτό θεατρικό του κείμενο ο Ματέι Βιζνιέκ. Ο Ρουμάνος συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο οποίος το 1987, επί Τσαουσέσκου, είχε ζητήσει και ο ίδιος πολιτικό άσυλο στη Γαλλία, χάρη στις ιδιαίτερα ευαίσθητες κεραίες του συνέγραψε το έργο «Μετανάαααστες» ή «Είμαστε πάρα πολλοί πάνω σε αυτήν τη βάρκα» το 2016.

«Δεν μπορούσα να σιωπήσω»
Όπως μαρτυρά ήδη ο τίτλος, πρόκειται για την εποχή της κορύφωσης της προσφυγικής κρίσης. Οι φορτωμένες με πρόσφυγες βάρκες έφθαναν κατά δεκάδες κάθε μέρα στις ακτές του Αιγαίου και χιλιάδες πρόσφυγες ήλπιζαν ότι θα συνέχιζαν το ταξίδι τους μέχρι κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. «Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική δοκιμασία. Το θέατρο οφείλει να γίνει χώρος συζήτησης και προβληματισμού. Έγραψα αυτό το έργο γιατί δεν μπορούσα να σιωπήσω…», έχει δηλώσει ο ίδιος.
Ο Βιζνιέκ, που εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Radio France Internationale, συλλέγει και φωτίζει τις ιστορίες, που συχνά διαφεύγουν από τον τηλεοπτικό φακό. Ήδη από την πρώτη σκηνή αποπειράται να μας μεταφέρει στον φαντασιακό κόσμο ενός μικρού παιδιού, το οποίο προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις οδηγίες των γονέων του όταν ξεκινούν το μεγάλο ταξίδι τους. Εκείνοι, όπως ακριβώς ο πατέρας (Ρομπέρτο Μπενίνι) στο «La Vita e Bella» προσδίδουν στο επικίνδυνο πέρασμα των συνόρων παιγνιώδη διάσταση. Πρέπει να περπατήσουν όλοι μαζί, σιωπηλοί, συντεταγμένα, να προσέχει ο πεντάχρονος να μην πέσει και να τρέξει άπαξ και ένα σκυλί αρχίζει να γαβγίζει μανιασμένα. Άλλωστε, πώς αλλιώς να εξηγήσεις σε ένα παιδί τον παραλογισμό του πολέμου και την ακαμψία του διεθνούς δικαίου;
Το απαραίτητο κεφάλαιο για το ταξίδι
Με ανάλογη διεισδυτικότητα ο Ρουμάνος συγγραφέας παρουσιάζει όλους εκείνους, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έκαναν business με τους πρόσφυγες, με σκηνές ντοκουμέντα αλλά και σκηνές παραλόγου και γκροτέσκο. Εμβληματικότερη είναι η φιγούρα ενός επιτήδειου που προσπαθεί να πείσει (εν μέρει με επιτυχία) έναν νεαρό από την Αφρική, που ονειρεύεται να ζήσει στην Ευρώπη, να πουλήσει το νεφρό του για να αποκτήσει τα απαραίτητα χρήματα για το ταξίδι. Ο Θεός, υποστηρίζει ενώπιον του έντρομου νεαρού, έχει μεριμνήσει γι’ αυτό μας έχει εφοδιάσει με «διπλά» όργανα: δύο νεφρά, δύο πνεύμονες, δύο μάτια, δύο χέρια…
Ο σκηνοθέτης επιστρατεύει όλα τα μέσα για να μας μεταφέρει στη δυστοπική πραγματικότητα των εκτοπισμένων. Μάλιστα χάρη στον φωτισμό, τη μουσική, και το video art οι θεατές γίνονται συμμέτοχοι: επιβαίνουν ως υπέρβαροι σε φουσκωτή βάρκα, ακούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να γκρεμίζεται πάνω από το κεφάλι τους, αφουγκράζονται τους πρόσφυγες να τρέχουν στην αυλή τους, αντικρίζουν το νεκροταφείο με τα λούτρινα παιδικά παιχνίδια στη Λέσβο.

Στη σκηνή, άλλωστε, συνυπάρχουν Έλληνες και μετανάστες ηθοποιοί, μετουσιώνοντας έτσι εύγλωττα τον πολιτισμικό διάλογο που φιλοδοξεί να ανοίξει ο 69χρονος Ρουμάνος συγγραφέας. Το έργο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε πρώτα στην Ελλάδα- όπου νοητά εξάλλου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της υπόθεσης- από τις εκδόσεις ΟΞΥ. Ως παράσταση έχει ανέβει σε σημαντικά θέατρα σε Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γαλλία, Μολδαβία, Ελβετία, Βραζιλία, ΗΠΑ, Καναδά, Μαρόκο, Ιαπωνία και αλλού.
Στην Αθήνα ανεβαίνει κάθε Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή έως την 1η Ιουνίου στο θέατρο ΣΗΜΕΙΟ σε μετάφραση-δραματουργική επεξεργασία της Έρσης Βασιλικιώτη και σκηνοθεσία της ιδίας και του Νίκου Γκεσούλη.

