Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας

Μικρά θέατρα, εναλλακτικοί χώροι, πειραματικές προσεγγίσεις, άγνωστα ονόματα: Ποια είναι τα συστατικά της επιτυχίας των φετινών παραστάσεων για τις οποίες δεν βρίσκεις εισιτήριο για μήνες; Πήγαμε, είδαμε, συζητήσαμε, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε

14' 34" χρόνος ανάγνωσης

Είδα τις Τρεις αδελφές του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη, στην Πλαγία Σκηνή του Κτιρίου Τσίλλερ (Εθνικό Θέατρο), μια Κυριακή μεσημέρι. Η παράσταση δόθηκε εκτός προγράμματος για δημοσιογράφους. Αυτή ήταν και η μοναδική μου ευκαιρία να παρακολουθήσω το συγκεκριμένο ανέβασμα, καθώς τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί για όλες τις ημέρες, μέχρι το τέλος της σεζόν. Το sold out γράφτηκε στην ιστοσελίδα του Εθνικού πριν ακόμα ξεκινήσει η παράσταση. Γιατί; Πώς εξηγείται αυτός ο θρίαμβος πριν ακόμα το κοινό σχηματίσει εικόνα; 

Παρατηρώντας τις παραστάσεις που συζητιούνται τη φετινή σεζόν και για τις οποίες δεν βρίσκεις εισιτήριο εδώ και μήνες, αναρωτηθήκαμε τι είναι αυτό που τραβάει σήμερα τον κόσμο στο θέατρο. Κάποιες φορές μπορεί να είναι τα ονόματα των συντελεστών, οι άνθρωποι που το κοινό έχει μάθει να εμπιστεύεται. Ή τα κλασικά κείμενα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, ενίοτε ιδωμένα με έναν εναλλακτικό τρόπο, ή η δραματοποιημένη λογοτεχνία με την οποία ο κόσμος μπορεί να νιώθει οικειότητα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Η θεατρόφιλη Αθήνα μοιάζει να στρέφει το ενδιαφέρον της και σε νέες ομάδες που έχουν μια συνολική καλλιτεχνική πρόταση, σε φρέσκες παρέες που πειραματίζονται, σε απρόσμενους χώρους (γκαράζ, παλιά σχολεία, αποθήκες), εμπιστεύεται τη νέα ελληνική γραφή, θέλει να ακούσει για ζητήματα που αφορούν το σήμερα και τον τρόπο που ζούμε τώρα. 

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-1
Το Συνέδριο για το Ιράν, η νέα παραγωγή της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, μεταφέρθηκε στο Πορεία μετά τα sold out στο ΠΛΥΦΑ. (Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός)

Το ρεπορτάζ κράτησε αρκετές εβδομάδες – οι περισσότερες παραστάσεις παίζονταν δευτερότριτα. Σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε να κάνω υπομονή μέχρι να βρεθεί θέση (έστω και δίπλα στην πόρτα) και σε κάποιες άλλες έπρεπε να περιμένω μέχρι να ξεκινήσει, στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο χώρο, ένας δεύτερος γύρος προκειμένου να ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση. Κυρίως όμως, για να ολοκληρωθεί το άρθρο (πριν τελειώσει η σεζόν), έπρεπε να κλείσω τα αυτιά μου στα «πηγαδάκια» που στήνονται στα φουαγέ ανάμεσα στους θεατρόφιλους. Το σχέδιο, αρχικά, προέβλεπε να αναφερθώ σε τέσσερις-πέντε παραστάσεις, δεν είχα υπολογίσει όμως την επίδραση εκείνων των θεατών που πηγαίνουν από σκηνή σε σκηνή, σταθερά κάθε εβδομάδα, και θέλεις από «συναδελφικότητα» ή από ανάγκη να δείξουν ότι ξέρουν, πρόσθεταν αρκετούς ακόμα τίτλους στη λίστα μου. Παρατηρώντας τους, συνειδητοποιούσα πως οι μυημένοι του θεατρικού κοινού, «οι φανατικοί, αυτοί που θα έρθουν να σε δουν ό,τι κι αν ανεβάσεις», όπως μου έλεγε η Μαρία Μαγκανάρη, αναγνωρίζουν εύκολα τους ομοίους τους, έρχονται κοντά και από τη μια επιδίδονται πολύ γρήγορα σε μια επίδειξη γνώσεων, γύρω από τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τις αναφορές, τον συγγραφέα, τη μουσική επένδυση, και από την άλλη «στρατολογούν» τους «νέους».

«Τη Linda και τις Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα δεν τα έχεις δει; Καλά, πού ζεις;», έλεγε μια κοκκινομάλλα στη διπλανή της έξω από την πόρτα της μικρής σκηνής στο Θέατρο 104. Την ενημέρωσε, μάλιστα, πως ίσως προλάβαινε να δει τις Γριές στον νέο κύκλο που θα ξεκινούσε στο θέατρο Σταθμός σε λίγες μέρες. Το κορίτσι, υπάκουα, άνοιξε το κινητό και άρχισε να ψάχνει. Μάταια, η πλατφόρμα δεν έδειχνε εισιτήρια για καμία από τις δύο παραστάσεις που της πρότειναν. Σκοτείνιασε, άρχισε να ρωτάει τι άλλο «πρέπει» να δει. «To sold out, όπως και η συζήτηση για το τι πηγαίνει καλά, σου καλλιεργεί αυτή την αίσθηση ότι χάνεις κάτι σημαντικό», μου λέει και ο Θάνος Δημητριάδης, υπεύθυνος του Θεάτρου 104. 

Σήματα Μορς στην πόλη

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-2
Το φουαγιέ του θεάτρου Κνωσός. (Φωτογραφία: Θάλεια Γαλανοπούλου)

«Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματική διαφήμιση από τη διάδοση από στόμα σε στόμα», προσθέτει και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σκηνοθέτης της παράστασης Μια άλλη Θήβα του Σέρχιο Μπλάνκο. «Η πληροφορία για το τι αξίζει λειτουργεί σαν τηλέγραφος, είναι σαν να στέλνουν οι θεατές σήματα Μορς στην πόλη. Το σύστημα αυτό δεν δρα αμέσως, όταν όμως τελικά εισπράττεις αυτή την ανταπόκριση, είναι σπουδαίο». Μου εξηγεί ότι η Θήβα άργησε να πάρει μπρός και ξαφνικά, εκεί κοντά στα πρώτα Χριστούγεννα, έγινε sold out και δεν σταμάτησε ποτέ. Από την κεντρική σκηνή στο Θέατρο του Νέου Κόσμου την πρώτη χρονιά, στο Πόρτα τη δεύτερη σεζόν και φέτος στο ανακαινισμένο Κνωσός των 560 θέσεων, η παράσταση που μας χάρισε τη μοναδική ερμηνεία του Δημήτρη Καπουράνη στον ρόλο του πατροκτόνου Μάρτιν δεν δείχνει να χάνει τον ρυθμό της. 

Είναι, όμως, η δική μου εντύπωση ή όντως οι νέοι, άγνωστοι –τις περισσότερες φορές– ηθοποιοί, οι μικρές ομάδες και οι μη συμβατικοί χώροι είναι αυτά που κερδίζουν έδαφος στη θεατρική κούρσα; Διαμορφώνεται μια τάση; «Υπάρχει ένα κοινό με μεγάλη γνώση γύρω από τη μέινστριμ σκηνή που αναζητά όμως και τη νέα φωνή, μια παράσταση που δεν απευθύνεται στον πολύ κόσμο», εξηγεί η Μαρία Μαγκανάρη, διευκρινίζοντας όμως πως αυτό δεν είναι γνώρισμα μόνο των τελευταίων χρόνων, ίσως έχει ενταθεί, αλλά σαν φαινόμενο υπήρχε πάντα. 

Η πανδημία που μας άλλαξε 

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-3
Το καφκικό σύμπαν μιας δημόσιας υπηρεσίας ξεδιπλώνεται στη σκηνή του θεάτρου Μπέλλος από την ομάδα Τhe Young Quill. (Φωτογραφία: Θάλεια Γαλανοπούλου)

Η σκηνοθέτις Αικατερίνη Παπαγεωργίου και η ομάδα Τhe Young Quill συζητιούνταν ήδη στους θεατρικούς κύκλους με την προηγούμενή τους παράσταση Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα. Στον ίδιο χώρο φέτος, στο θέατρο Μπέλλος, μας προτείνουν το Μεμοράντουμ, μια αλληγορική κωμωδία για τους μηχανισμούς του συστήματος. Η προσέλευση του κόσμου είναι και αυτή τη φορά εντυπωσιακή. «Σίγουρα έχει σημασία το θέμα που πραγματεύεται το έργο, το πώς, δηλαδή, εσύ ως μονάδα αντιστέκεσαι σε ένα παράλογο και αναξιοκρατικό σύστημα μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά μετράει και το πώς αποτυπώνεται», εξηγεί η Αλεξάνδρα Μαρτίνη, που κρατάει δύο διαμετρικά αντίθετους ρόλους στο έργο. Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου προσθέτει πως «το κοινό μετά τον κορωνοϊό έκανε μια στροφή σε μια πιο “διανοούμενη” και δύσκολη ψυχαγωγία. Το προηγούμενο διάστημα, πολλοί προτιμούσαν τις λεγόμενες εμπορικές σκηνές με θεάματα που είχαν μια ελαφρότητα ή έναν έντονο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, τώρα όμως δείχνουν να επιζητούν μια πιο βαθιά σύνδεση με τα έργα». 

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου λέει πως «το κοινό μετά τον κορωνοϊό έκανε μια στροφή σε μια πιο “διανοούμενη” και δύσκολη ψυχαγωγία. Το προηγούμενο διάστημα, πολλοί προτιμούσαν τις λεγόμενες εμπορικές σκηνές».

Η Νάνσυ Σιδέρη, η Ιρίνα, η μικρότερη από τις Τρεις αδελφές, στέκεται επίσης στην περίοδο της καραντίνας για να αιτιολογήσει τη στροφή του κόσμου σε πιο μικρές σκηνές αλλά και σε κείμενα που μιλούν για τις ζωές μας. «Τώρα που έχουμε επιστρέψει σε “κανονικούς” ρυθμούς, η ταχύτητα μου φαίνεται πιο έντονη. Λείπει δηλαδή αυτός ο χρόνος να σκεφτείς, να επαναπροσδιορίσεις τα πράγματα και αυτό το είδος θεάτρου, με όλους να είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, σου επιτρέπει να συγκεντρωθείς, να στοχαστείς πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, σε αυτόν τον αγώνα που είναι η ζωή, με τους όρους του να μεταβάλλονται διαρκώς. Στον Τσέχωφ αυτό που είναι γοητευτικό είναι ότι μιλάει για εμάς, δεν θα βρεις έναν Άμλετ ή μια Αντιγόνη εδώ, δεν μπορείς να πάρεις απόσταση».

«Βλέπουμε τα πρόσωπα, τα δάκρυα, την οργή»

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-4
Οι τρεις αδελφές (Νάνσυ Σιδέρη, Αμαλία Καβάλη και Μαρία Σκουλά) ονειρεύονται τη Μόσχα στην Πλαγία Σκηνή, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. (Φωτογραφία: Μαρία Τούλτσα)

Συζητάω με τη Νεφέλη Κουρή για τη φετινή μεγάλη επιτυχία της Ελένης Σκότη και της ομάδας Νάμα στο Θεάτρο Επί Κολωνώ, με την παράσταση Linda. Η απαξίωση που αισθάνεται μια γυναίκα που μεγαλώνει, στην προσωπική και στην επαγγελματική της ζωή, το μπούλινγκ που μπορεί να δεχτούν τα κορίτσια στην εφηβεία, η σχέση μάνας-κόρης, η γυναικεία ανταγωνιστικότητα είναι ζητήματα που προκαλούν σχόλια στην πλατεία ακόμα και την ώρα της παράστασης, εξηγεί η Νεφέλη που υποδύεται τη μεγάλη κόρη της Λίντα (Κατερίνα Λέχου). «Το κοινό είναι στην πλειονότητά του γυναικείο, όπως είναι τις περισσότερες φορές το θεατρικό κοινό. Βλέπουμε τα πρόσωπα, τα δάκρυα, την οργή, ακούμε τι σχολιάζουν, είναι εξαιρετικά συγκινητικό», σημειώνει. Χαίρεται με τα sold out και τις μεγάλες λίστες αναμονής, αλλά σχολιάζει πολύ σωστά πως αυτό είναι πιο εύκολο να συμβεί σε μια μικρή σκηνή, όπως είναι το Βlack Βox του παλιού πέτρινου σχολείου στον Κολωνό. Το Linda δείχνει να έχει τη δυναμική να φιλοξενηθεί και σε μεγαλύτερο χώρο. Από την άλλη οι μικρότερες σκηνές δίνουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης σύνδεσης με το κοινό. 

Ο Δημήτρης Μαμιός, που ενσαρκώνει στη σκηνή τον Γιάννη Πάσχο, τον συγγραφέα που μας μίλησε για την εμπειρία του με τη δυσλεξία στο βραβευμένο αυτοβιογραφικό έργο Το χρονικό ενός δυσλεκτικού (εκδ. Περισπωμένη), αναφέρει πως το «φορτωμένο» βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, συγγράμματα και εφημερίδες σκηνικό (Νίκη Ψυχογιού) σχεδιάστηκε εξαρχής για τη μικρή σκηνή του Θεάτρου 104. Η επιτυχία που σημείωσε η παράσταση ήταν δυσανάλογη του μεγέθους του παλιού δημοτικού στο Γκάζι, ωστόσο μετά τις παραστάσεις σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Γιάννενα, ο «δυσλεκτικός» επέστρεψε στη βάση του.

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-5
Ο Θάνος Λέκκας και ο Δημήτρης Καπουράνης στους ρόλους του Συγγραφέα και του παιδοκτόνου Μάρτιν από την παράσταση Μια άλλη Θήβα. (Φωτογραφία: Θάλεια Γαλανοπούλου)

«Μου αρέσει αυτός ο χώρος, εδώ σε κοιτάζω. Σου υπενθυμίζω πως ό,τι περνά ο ήρωας σε αφορά, γιατί η παράσταση δεν περιορίζεται στη δυσλεξία, μιλάει γενικά για το στίγμα. Αισθάνομαι κάποιες φορές πως είναι σαν να βάζω έναν καθρέφτη μπροστά στο κοινό, ο καθένας βλέπει τον εαυτό του», τονίζει ο ηθοποιός.

Για την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους θεατές και τους ηθοποιούς, αλλά και τις διαφορετικές ηλικίες που προσέρχονται στο θέατρο μου μιλάει και η Ηρώ Κόκκινου, που υποδύεται τη χθόνια Μαρία από το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, στο γκαράζ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. «Κάποιοι έρχονται για τον Θεοτόκη, σίγουρα όμως η παράσταση ελκύει και νέο κόσμο που θέλει να δει σωματικό θέατρο, γιατί γίνεται ένα πάντρεμα του κλασικού μέσα από το κείμενο αλλά και της τόσο φρέσκιας ματιάς, της τόσο νέας, με το σώμα, την κίνηση, τη σκηνική ιδέα», υποστηρίζει η ηθοποιός. Δασκάλα στο επάγγελμα, θυμάται πως επί εννέα μήνες έκαναν πρόβες και το αποτέλεσμα και η ανταπόκριση του κόσμου τούς ανταμείβει. «Αν φύγουν πενήντα άτομα ικανοποιημένα, για εμάς αυτό είναι επιτυχία, την επόμενη φορά θα έρθουν εκατό». Στην αρχή βέβαια έρχονταν λίγοι, παραδέχεται ο σκηνοθέτης και συνιδρυτής της ομάδας «Αυτή και Αυτοί», Αντρέας Ψύλλιας. «Έρχονταν οι δικοί μας και προσπαθούσαμε να διαθέσουμε κάποιες προσκλήσεις για να κινηθεί το πράγμα, και ξαφνικά άρχισαν να γράφονται κριτικές, να έρχεται περισσότερος κόσμος και έγινε το πρώτο sold out. Ξέρεις, ακούμε για σκηνοθέτες που υπογράφουν τρεις παραγωγές τον χρόνο και λες πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τόση έμπνευση; Ίσως το κοινό βλέπει τις ευκολίες στα μεγάλα ονόματα και στρέφεται σε μικρότερες ομάδες, διακρίνοντας τη δίψα, το πάθος γι’ αυτό που κάνουν». Η Δάφνη Νικητάκη, ηθοποιός αλλά και σερβιτόρα το πρωί, baby sitter και μοντέλο για ζωγράφους, η οποία υποδύεται την αδελφή του Καραβέλα, δείχνει να συμφωνεί. «Είναι τόσο ελπιδοφόρο αυτό που συμβαίνει. Παρά τις δυσκολίες που βιώνει η δική μου γενιά, δείχνουμε την κατεύθυνση στα πράγματα. Συνασπιζόμαστε και τολμάμε».

Λες και είσαι σε μπαρ

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-6
Η Δάφνη Νικητάκη στον ρόλο της αδελφής του Καραβέλα, στο γκαράζ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. (Φωτογραφία: Θάλεια Γαλανοπούλου)

«Ο χώρος μπορεί να ανοίξει ακόμα περισσότερο για τους νέους ανθρώπους», τονίζει και η Τζωρτζίνα Λιώση. Συστήνεται ως η πληγωμένη και παρορμητική Τζι από το Πήδημα της Μάγκι Νέβιλ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνου, στο θέατρο Πόρτα. Μαζί με πέντε ακόμα ηθοποιούς της νέας φουρνιάς, τους Νάνσυ Μπούκλη, Λυδία Τζανουδάκη, Άγγελο-Προκόπιο Νεράντζη και Νίκη και Όλγα Σκιαδαρέση, μας οδηγούν από τον ωμό κυνισμό στην τρυφερότητα και από την προδοσία στην ανάγκη για σύνδεση, με οδηγό το χιούμορ. Παρατηρώ τον κόσμο στο φουαγέ, ούτε σε παιδική παράσταση δεν γίνεται τόση φασαρία. Η εικόνα είναι αυτή ενός μπαρ Παρασκευή βράδυ. Φωνές, γέλια και μεγάλες παρέες με τα εισιτήρια στα χέρια περιμένουν να μπουν στο θέατρο για να συναντηθούν με τα προβλήματα, τις απογοητεύσεις και τις ελπίδες της δικής τους γενιάς. «Δεν έχω ξαναδεί άλλη φορά τόσο πολλούς εικοσάρηδες και εικοσιπεντάρηδες στο θέατρο. Μου φαίνεται πολύ ανανεωτικό», εξομολογείται και η Λυδία Τζανουδάκη. «Οι λόγοι της επιτυχίας είναι πολλοί. Είναι αναμφίβολα το θέμα, χτυπάει στη γενική ευαισθησία, θίγει ζητήματα εμπιστοσύνης, γενναιοδωρίας και σχέσεων, είναι και πολύ ωραία η μουσική των κοριτσιών (Σκιαδαρέσες). Ποτέ, όμως, δεν μπορείς να προβλέψεις τι θα πάει και τι όχι, είναι ρουλέτα». 

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-7
Ο «δυσλεκτικός» Δημήτρης Μαμιός στη μικρή σκηνή του Θεάτρου 104. (Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός) 

Και από τον θόρυβο στην απόλυτη ησυχία και σε ένα κοινό που καθηλωμένο παρακολουθεί τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, τον Κωνσταντίνο Πασσά, τον Δημήτρη Μαμιό και τον Γιάννη Μάνθο να μεταφέρουν στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου το εμβληματικό έργο του Χρόνη Μίσσιου Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (εκδ. Γράμματα). Δεν γνώριζα καν πως η παράσταση παιζόταν τρίτη χρονιά και προσπαθούσα να απολογηθώ στον Δημήτρη Μαμιό, λέγοντας ότι, δυστυχώς, την έχασα. «Παίζεται ακόμα, προλαβαίνεις», μου είχε πει όταν μιλούσαμε για τον «δυσλεκτικό». Το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, αλλά περισσότερο μου έμεινε η εικόνα του κόσμου που χειροκροτούσε όρθιος παρατεταμένα τους συντελεστές της παράστασης. Πολλοί έμειναν στο τέλος, περιμένοντας να συνομιλήσουν με τους πρωταγωνιστές, να αναλύσουν σκηνές, να τους συγχαρούν, να θυμηθούν ιστορίες από την Ελλάδα του Εμφυλίου, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την εμπειρία της θέασης.

Μου έμεινε η εικόνα του κόσμου που χειροκροτούσε όρθιος παρατεταμένα τους συντελεστές της παράστασης. Πολλοί έμειναν στο τέλος, περιμένοντας να συνομιλήσουν με τους πρωταγωνιστές.

Παρατήρησα πως το ίδιο συνέβαινε και με το Συνέδριο για το Ιράν, του Ιβάν Βιριπάγιεφ, από την ομάδα Little Things Orchestra, που μετά τις sold out παραστάσεις στο ΠΛΥΦΑ μεταφέρθηκε στο θέατρο Πορεία. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα συνεδριακό κέντρο με προσκεκλημένους ομιλητές από διάφορους χώρους που ανεβαίνουν στο βήμα για να τοποθετηθούν, υποτίθεται, πάνω στο ιρανικό ζήτημα, θίγουν όμως –και μέσα από ακραίες θέσεις– διάφορα άλλα ζητήματα που αφορούν τον δυτικό πολιτισμό. Η παράσταση, τρίωρης διάρκειας, δημιουργεί αμέσως την ατμόσφαιρα ενός συνεδρίου, όλοι μακρηγορούν, όλοι πρεσβεύουν την απόλυτη αλήθεια, όλοι μιλούν με έναν μονότονο τρόπο, σαν να θέλουν να τσεκάρουν τα αντανακλαστικά μας για όσα ακούγονται. Και έτσι σε κάποιο σημείο της ομιλίας του ο εφημέριος (Άρης Λάσκος) εξισώνει κάποιες, για τον ίδιο, αυταπόδεικτες αλήθειες, όπως το ότι τα λουλούδια γέρνουν προς τον ήλιο και η άμβλωση είναι τερματισμός μιας ζωής. «Προσπαθήσαμε με τη βοήθεια του Χρήστου Θεοδωρίδη (σκηνοθέτης) να εντοπίσουμε από πού προέρχεται η ανάγκη ενός τέτοιου τρόπου σκέψης», εξηγεί ο ηθοποιός. «Ο άνθρωπος αυτός προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ορίσει κάποια πράγματα σε έναν εντελώς ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, ώστε να μπορέσει να συνεννοηθεί, να πιάσει την αρχή του νήματος. Φυσικά, την ίδια στιγμή που πάει να βρει μια λογική, τον προδίδει ο μηχανισμός της σκέψης του».

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-8
Σε μια έντονα φορτισμένη αίθουσα σύνταξης τη δεκαετία του ’70 μας μεταφέρει η ιστορία πίσω από τα Ανεξάρτητα κράτη στο θέατρο Χώρα. (Φωτογραφία: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ)

Ο κόσμος αντιδρά και πλησιάζει τους ομιλητές στο διάλειμμα, για να λάβει εξηγήσεις. «Πολλές φορές παραβλέπουν το γεγονός πως δεν είμαι η Έμα, σύζυγος πρωθυπουργού, πρώην τηλεοπτική περσόνα, η οποία συμμετέχω στο συνέδριο», εξηγεί η Χρυσή Μπαχτσεβάνη. «Κι εγώ δεν χαλάω αυτό που έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας, προσπαθώ να απαντήσω με βάση αυτό που εκπροσωπώ στην παράσταση». Πρεσβεύει ότι η δουλειά τους έχει κάνει αίσθηση γιατί φιλοξενεί όλες τις απόψεις, ακόμα και αυτές που δεν είναι πολιτικά ορθές, φωτίζει ακόμα και τις θέσεις της ελίτ. «Η Λούλα Αναγνωστάκη δεν το κάνει αυτό [σ.σ. Η Χρυσή συμμετέχει στο επίσης πολυσυζητημένο Σε εσάς που με ακούτε, πάλι σε παραγωγή της Little things Orchestra, στο Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου], μιλάει μόνο για τα χαμηλά στρώματα, εδώ ξέρεις ποιος είναι ο δημοσιογράφος, η γυναίκα του πρωθυπουργού, δεν καμουφλάρεται κανείς για να είναι αρεστός, είναι αυτοί οι άνθρωποι που είναι και έχουν έρθει για να καταθέσουν την άποψή τους. Υποτίθεται ότι κάνουν διάλογο, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν ακούει κανέναν, συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και στη ζωή, στο τέλος της μέρας ο καθένας θα πει αυτό που θέλει, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν απαντά στο ερώτημα». 

Υπάρχει κράτος;

Μικρές σκηνές, μεγάλα σουξέ: Η νέα (;) τάση της θεατρικής Αθήνας-9
Η Νεφέλη Κουρή υποδύεται την κοινωνικά απομονωμένη και πληγωμένη κόρη στην παράσταση Linda στο Επί Κολωνώ. (Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός)

Με ένα ερώτημα τυπωμένο σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας ξεκινάει και η παράσταση Ανεξάρτητα κράτη των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη, στο θέατρο Χώρα. Υπάρχει κράτος; Και εδώ όπως και στο Συνέδριο το ερώτημα μένει μετέωρο. Ο Θάνος Αλεξίου, που υποδύεται τον εκδότη, εξηγεί πως η απόφαση των δύο συγγραφέων να μεταφέρουν τη δράση στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και συγκεκριμένα στο ’78, τους απελευθέρωσε γιατί μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς να θίγουν άμεσα το τώρα. Ο ίδιος δεν πίστευε ότι θα γνώριζαν τόσο μεγάλη επιτυχία. «Σκεφτόμουν ότι μπορεί να μας κατηγορούσαν ότι μιλάμε πάλι για τη σχέση των μίντια με την εξουσία, για σεξισμό. Με όλα αυτά που συνέβαιναν στη χώρα, ο κόσμος ήταν κάπως μουδιασμένος, τελικά όμως, όταν προκλήθηκε αυτός ο αναβρασμός με τα Τέμπη, ξέραμε ότι ήμασταν στη σωστή κατεύθυνση».

Με το early bird μπορείς να δώσεις μια ώθηση σε παραστάσεις, γι’ αυτό οι πρώτες εβδομάδες δεν είναι ενδεικτικές της απήχησης που μπορεί να έχει ένα έργο. 

Μου εξηγεί ότι με το early bird μπορείς να δώσεις μια ώθηση σε παραστάσεις, γι΄αυτό οι πρώτες εβδομάδες δεν είναι ενδεικτικές της απήχησης που μπορεί να έχει ένα έργο. «Εμείς ήμασταν κλεισμένοι 17 παραστάσεις μπροστά. Έχουμε αποκτήσει ένα κοινό που μας ακολουθεί, έχει δει τον Κωλόκαιρο ή και τις παλιότερες δουλειές μας, βοηθάει και το ότι γνωριζόμαστε χρόνια, έχουμε αναπτύξει έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, αισθητικά, ηθικά, πολιτικά βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο, όμως ένα καλό έργο το κάνει το κείμενο. Είναι και θέμα πένας. Κάνει τη διαφορά ο τρόπος που θα αφηγηθείς μια ιστορία, γιατί είναι άλλο το να κάνεις μια συζήτηση σε ένα τραπέζι και είναι πολύ διαφορετικό να γράψεις κάτι που πρέπει να περάσει στην πλατεία. Να τον καθηλώσεις τον άλλον, να μην κουνιέται στην καρέκλα του, να μην κοιτάζει το ρολόι ή το κινητό του. Ειδικά όταν μιλάμε για ένα έργο που πατάει στον ρεαλισμό, που πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος και η ιστορία να μην αφήνει τρύπες, να κουμπώνει από όλες τις πλευρές. Εδώ έχεις μια τέτοια ιστορία. Ή θα την πεις ή δεν θα την πεις».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT