(Πορτρέτα: Θάλεια Γαλανοπούλου)
Παρακολουθώ τη Μαρία Αλιφέρη στον ρόλο της Σοφίας, της μητέρας του σαρανταπεντάχρονου Μιχάλη, του γκέι ήρωα στην παράσταση Blue train που παίζεται στο θέατρο Άλμα. Μια Κυριακή πρωί εισβάλλει, χωρίς προειδοποίηση, στο λοφτ του γιου της και ασκεί κριτική για όλα: τη γειτονιά, τη διακόσμηση του διαμερίσματος, τα άδεια μπουκάλια στο πάτωμα, τις κακές διατροφικές του συνήθειες, τον τρόπο ζωής του. Προσπαθεί να του δείξει πως νοιάζεται και να του επισημάνει ότι μεγαλώνει.
«Υπάρχουν πολλές μανάδες σαν αυτήν, κυκλοφορούν δίπλα μας», μου λέει όταν τη συναντώ στο διαμέρισμά της στην Αγία Παρασκευή. Έχει και η ίδια κάτι τρυφερό, μαμαδίστικο στη συμπεριφορά της· στην πόρτα ακόμα με ρωτά αν βρήκα κίνηση –μου είχε αλλάξει την ώρα της συνέντευξης για να μην ταλαιπωρηθώ με το πάρκινγκ–, μου φτιάχνει καφέ, μου φέρνει μπισκότα, μου σπρώχνει ένα βαρύ τραπέζι δίπλα μου. Στο τζάκι υπάρχουν παντού φωτογραφίες της οικογένειάς της, η ίδια με τα αδέλφια της, τα ανίψια της, ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Προμηθέας Αλειφερόπουλος.
Τη ρωτάω ποια στοιχεία του δικού της χαρακτήρα θεωρεί πως έχει «δανείσει» στην ηρωίδα που υποδύεται. «Είμαι κι εγώ πολύ περιποιητική με τους δικούς μου ανθρώπους, ωστόσο εκείνη είναι εγκλωβισμένη σε μια στενή εικόνα τού πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι και, όσο κι αν πασχίζει να πλησιάσει τον γιο της, βρίσκει άρνηση». Όση ώρα μου εξηγεί, θέλω να της πω ότι στα δικά μου μάτια ήταν αρκετά μακριά από τον μέσο όρο της Ελληνίδας μητέρας που επιχειρεί να βάλει τάξη στη ζωή του παιδιού της –φαινόταν πάνω στη σκηνή πολύ διακριτική, ευγενική και αμήχανη–, καταφέρνει όμως να πείσει εύκολα γι’ αυτή τη σχεδόν ερωτική σχέση που έχουν μανάδες και γιοι. Σκαρφίζεται ψέματα για την επίσκεψή της στο σπίτι του, βρίσκει δικαιολογίες για να παρατείνει την παραμονή της εκεί, προσπαθεί να του αποσπάσει μια υπόσχεση για ένα οικογενειακό τραπέζι και, όταν πια καταλαβαίνει πως οι νουθεσίες της δεν πιάνουν τόπο, σηκώνεται απρόθυμα να φύγει. Στο κατώφλι της πόρτας κοντοστέκεται, τον κοιτάζει και του λέει ότι τον αγαπά. Εκβιάζει και το δικό του συναίσθημα, ρωτώντας τον αν αισθάνεται και αυτός το ίδιο.

Χαμογελάω, θυμάμαι πως την πρώτη φορά που η Μαρία Αλιφέρη εξέφρασε την αγάπη της δημόσια μέσα από το γυαλί της τηλεόρασης, έσπειρε τον πανικό. Ως παρουσιάστρια του τηλεοπτικού παιχνιδιού Τα τετράγωνα των αστέρων που προβαλλόταν στην ΕΡΤ από τον Ιούνιο του 1980 έως τον Οκτώβριο του 1981, έστελνε για ύπνο το κοινό με τη φράση «σας αγαπώ». Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και πηγαίες. «Όποιος με συναντούσε στον δρόμο, άντρες και γυναίκες, από τον μανάβη έως τον περιπτερά, εξέφραζαν την αγάπη τους. Ήταν κάτι που έγινε αυθόρμητα, είχε όμως απήχηση, γι’ αυτό και το διατηρήσαμε».
Η Μαρία Αλιφέρη, που συστήθηκε στο πανελλήνιο το 1972, σε ηλικία 22 ετών, ως Λίλα Μαρτέλη στη σειρά Στησιχόρου 73, έφτασε στο απόγειο της δόξας της ως η άτυχη δικηγόρος Τερέζα Ρίχτερ στην Κραυγή των λύκων. Τη δημοφιλή σειρά δεν την είδα ποτέ, όμως ενώ έκανα απομαγνητοφώνηση, άρχισα να σκέφτομαι πως η δικηγόρος ήταν τυφλή. Το γκούγκλαρα, είχα δίκιο. Υπήρχαν συζητήσεις τρομερής έντασης στο σπίτι για τα προβλήματα υγείας της Ρίχτερ, τόσο που κανείς θα πίστευε –εγώ τότε σίγουρα– ότι η Τερέζα ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Νομίζω ότι η ίδια εμμονή καλλιεργούνταν στο κοινό για όποιον ρόλο αναλάμβανε να φέρει εις πέρας η Αλιφέρη στα σχεδόν δέκα χρόνια που εμφανιζόταν στους τηλεοπτικούς δέκτες. Στο διάστημα αυτό εισέπραξε χιλιάδες γράμματα και έπειτα «μέσα σε μία νύχτα» αποσύρθηκε από την ΤV. Για όλα όσα μεσολάβησαν στα χρόνια που κανείς δεν την αναζητούσε, για την πορεία της στο θέατρο, για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την άδικη «αποβολή» της από την τηλεόραση μέχρι την επιστροφή της ως Καλή Πανθέου στον ΣΚΑΪ, για τη σημασία που δίνει στην εικόνα της και τη σχέση της με τον χρόνο, αλλά και για όλα όσα μπορούν να καταφέρουν οι γυναίκες, μου μιλούσε για περισσότερο από μία ώρα.
Πώς βρεθήκατε αρχικά στην τηλεόραση;
Με είδε ο Διονύσης Φωτόπουλος, που έκανε τα σκηνικά για τη σειρά Στησιχόρου 73, σε μια γιορτή του Εθνικού Θεάτρου. Το καστ είχε συμπληρωθεί –πρωταγωνιστούσαν όλα τα αστέρια της εποχής, Νόρα Βαλσάμη, Βαγγέλης Βουλγαρίδης, Λυκούργος Καλλέργης– και έλειπε το καινούργιο πρόσωπο, η πρωταγωνίστρια, και λέει ο Φωτόπουλος στην παραγωγή: «Πηγαίνετε να δείτε ένα παιδί. Νομίζω πως έχει αυτό που ψάχνετε». Εγώ ήμουν τότε πρωτοετής στη σχολή του Εθνικού και δευτεροετής στη Νομική. Ο τρόμος δεν περιγράφεται, απαίδευτη και ανέτοιμη, και το πιο τρομακτικό, με το βάπτισμα βρέθηκα στην κορυφή. Μπήκα σε ένα στούντιο και μου έλεγαν «πλασαρίσου, κοίτα το φωτάκι», ποιο φωτάκι; Την πρώτη επιτυχία δεν την κατάλαβα, ήμουν τόσο συγκεντρωμένη, αισθανόμουν τόσο μεγάλη ευθύνη, είχα τον νου μου να διαχειριστώ τον φόβο μου, να μην τον δείξω προς τα έξω.

Τη Νομική την αφήσατε;
Όχι, αποφοίτησα και από τα δύο, και από τη Νομική και από τη σχολή του Εθνικού, ήθελα να πάρω το πτυχίο μου και για ουσιαστικούς και για τυπικούς λόγους. Ήθελα να σπουδάσω Ψυχολογία, αλλά τότε δεν υπήρχε σχολή, έπρεπε να φοιτήσεις στην Ιατρική, να κάνεις Αγροτικό και να πάρεις ειδικότητα στην Ψυχιατρική. Αργότερα, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου, ξανακάθισα στα θρανία και πήρα πτυχίο και στην Ψυχολογία. Γι’ αυτό και τώρα διδάσκω υποκριτική και ψυχόδραμα, εμένα με ενδιέφερε πάντοτε το πάρε-δώσε με τον άνθρωπο.
Αυτή η ανάγκη για επικοινωνία σάς έσπρωξε και στο θέατρο;
Η Νομική με πίεζε, είχα ερωτήματα που με βασάνιζαν, τι θέλω, πώς θα το εκφράσω, και τα εκτόνωνα με το γράψιμο. Πάνω σε αυτή τη διαδικασία σκέφτηκα την υποκριτική πρώτη φορά και χωρίς να έχω καμία επαφή με το θέατρο – θεατρική παράσταση είδα πρώτη φορά ως φοιτήτρια του Εθνικού. Αποφάσισα, λοιπόν, να μάθω πώς γίνεται κανείς ηθοποιός. Την επόμενη μέρα πήγα στο πανεπιστήμιο και ρώτησα, με ενημέρωσαν πως υπήρχε η δραματική σχολή του Εθνικού που δεν πληρώνεις –αυτό ήταν το κριτήριό μου– και οι ιδιωτικές. Πήγα στη γραμματεία της σχολής και έκανα αίτηση, ρόλους μού έδωσε ο γραμματέας, Τάκης Ταραμπίκος, κατέβασε έργα από τη βιβλιοθήκη της σχολής –με κοίταζε βέβαια περίεργα, γιατί όλα τα παιδιά έκαναν σοβαρή προετοιμασία για να δώσουν– και σε λίγες μέρες έδωσα. Ήμουν μέσα στους δέκα που έγιναν δεκτοί εκείνη τη χρονιά μαζί με τον Τάσο Χαλκιά, την Άννα Ανδριανού, τον Θάνο Καληώρα.
Σας δυσκόλεψε το ότι τα πρώτα χρόνια τυποποιηθήκατε στον ρόλο του ωραίου κοριτσιού;
Ασφαλώς, βαδίζεις όμως τον δρόμο σου και τα βρίσκεις όλα. Πολλά από αυτά που έκανα στην τηλεόραση ήταν πολύ προβεβλημένα και λειτούργησαν εις βάρος μου, αλλά έπαιζα και αδιάλειπτα θέατρο. Κολλάνε ταμπέλες εύκολα οι άνθρωποι, δεν με εμποδίζει αυτό. Εγώ όμως δεν τόκισα ποτέ στην εμφάνισή μου, γι’ αυτό και δεν δεσμεύτηκα από αυτήν· από μικρή κυνηγούσα να κάνω γριές, πόρνες, να τσαλακώσω την όποια εντύπωση μπορεί να είχαν σχηματίσει οι άλλοι αυθαίρετα για μένα.
Δημιουργήσατε επίσης ένα μοντέλο στο οποίο νομίζω ότι πάτησαν οι κατοπινές τηλεπαρουσιάστριες.
Φαίνεται πως ναι, κι εγώ τώρα το συνειδητοποιώ. Πάντα ορμούσα στα πράγματα χωρίς πολύ λογική τοποθέτηση, περισσότερο από εσωτερική αίσθηση. Μπορώ να πω πως εισήγαγα στην τηλεόραση το αυθόρμητο και το άμεσο, δηλαδή ακόμα και αυτό το «μην ξεχνάτε, σας αγαπώ» ήταν ξένο για την εποχή. Θυμάμαι πως είχα αποφασίσει ότι θα συμπεριφέρομαι μπροστά στην κάμερα σαν να κάνω θέατρο. Το γυαλί δεν θα με απομόνωνε, δεν θα γινόταν διαχωριστική γραμμή, θα μιλούσα άνετα και ανεπιτήδευτα σαν να είχα μπροστά μου ζωντανούς ανθρώπους.

Παρ’ όλα αυτά κρατήσατε μια απόσταση, δεν αισθάνθηκε κανείς ότι είστε η κολλητή τους που «μπαίνει» στο σπίτι τους.
Δεν μπορείς να ξεπουλιέσαι στο γυαλί ούτε για τα μικρά ούτε για τα μεγάλα, υπάρχει αυτοσεβασμός. Και τελικά αυτό είναι η δύναμή μας, τα κάνεις όλα με πάθος, με ευθύνη, αλλά δεν ταυτίζεσαι. Το ίδιο ισχύει και για το θέατρο, δεν μπορώ να μιλάω όλη την ώρα για τη δουλειά μου, υπάρχουν και άλλα σημαντικά στη ζωή. Για μένα το παν είναι ο άνθρωπος. Αν όλα αυτά που κάνουμε δεν μας εξελίσσουν και δεν μας υπηρετούν, είναι άχρηστα και επιβλαβή.
Με ποια έννοια επιβλαβή;
O άνθρωπος με αναγνωρισιμότητα μπορεί να γίνει επικίνδυνος, να γίνει εξουσιαστικός, νάρκισσος, εγωκεντρικός. Γι’ αυτό οι πρόγονοί μας έλεγαν «αρχή άνδρα δείκνυσι» – όταν πάρεις εξουσία, φαίνεται ο χαρακτήρας σου. Εγώ την εξουσία τη φτύνω, μου φτάνει να εξουσιάζω τον εαυτό μου.
«Δεν μπορώ να μιλάω όλη την ώρα για τη δουλειά μου, υπάρχουν και άλλα σημαντικά στη ζωή. Για μένα το παν είναι ο άνθρωπος».
Το 1981 σας «έκοψαν» από την τηλεόραση. Πώς διαχειριστήκατε αυτή την απόφαση;
Αυτό έγινε κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα και άκομψα. Για δέκα χρόνια δεν υπήρχα πουθενά, δεν με φώναζαν στα κανάλια ούτε να μιλήσω για τις παραστάσεις όπου συμμετείχα. Ήμουν εξαφανισμένη από παντού και ωστόσο στο θέατρο έσκιζα, γιατί υπήρχε η φόρα από τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό που βίωσα ήταν καρμανιόλα, έτσι το χαρακτηρίζω. Μου χρέωσαν το ότι δούλεψα μέσα στη δικτατορία και τη Δεξιά, και όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ έκριναν ότι ήμουν ένα από τα σύμβολα της παλιάς εποχής. Μου φαινόταν αδιανόητο, γιατί δεν είχα εκδηλωθεί ποτέ πολιτικά, απλώς έτυχε να βγω τότε. Η πολιτική δεν με αφορά, όχι γιατί δεν την εκτιμώ ως ιδέα, αλλά γιατί διαφωνώ με τον τρόπο που ασκείται. Μου είναι αδιάφορη και απωθητική. Είμαι όμως και ευγνώμων, γιατί αυτά τα ζόρια σε ατσαλώνουν. Αν καταφέρεις να σηκωθείς πάνω και να προχωρήσεις, βγαίνεις πιο δυνατός μέσα από τέτοιες δοκιμασίες. Αν σταθείς ήρεμος και αξιοπρεπής και εκτιμήσεις σωστά την κατάσταση, κερδίζεις, βγαίνεις πιο σοφός.
«Δεν μπορείς να ξεπουλιέσαι στο γυαλί ούτε για τα μικρά ούτε για τα μεγάλα, υπάρχει αυτοσεβασμός. Και τελικά αυτό είναι η δύναμή μας, τα κάνεις όλα με πάθος, με ευθύνη, αλλά δεν ταυτίζεσαι».
Σας εγκατέλειψαν άνθρωποι όταν άλλαξαν τα πράγματα;
Οι προδοσίες είναι πάντα μέσα στο παιχνίδι. Οι άνθρωποι που επενδύουν σε ένα συμφέρον, μια εικόνα ή μια εξουσία εύκολα θα επιτεθούν, θα φύγουν ή θα σε πουλήσουν όταν ανατραπεί η κατάσταση. Μόνη μου το πέρασα αυτό και το θεωρώ μία από τις ευλογίες της ζωής μου.
Τι συμβουλές θα δίνατε στη νεότερη Μαρία;
Νομίζω ότι αυτό που ήθελε η καρδούλα της και άντεχε, το έκανε. Λάθη, δεν το συζητώ, ένα σωρό, αλλά τα λάθη είναι που μας πάνε παρακάτω. Τις καλές στιγμές τις χαίρομαι, τις απολαμβάνω, αλλά δεν με μετακινούν. Όταν ζοριστείς, τότε βλέπεις τι αλλάζει, βγαίνουν από μέσα σου άλλες δυνάμεις. Οι ευκολίες μάς αποκοιμίζουν.
Οι άντρες πώς σας έβλεπαν;
Οι περισσότεροι έμεναν στην εικόνα, δεν έψαχναν τη Μαρία. Σε μια σχέση πορεύεσαι με τον άλλο ισότιμα, δεν είσαι το δεκανίκι του, η έλλειψή του. Άλλος προσπαθεί να επιβεβαιωθεί και σε εξουσιάζει, άλλος σε χρίζει το ιδανικό του, δεν σε αφήνει να υπάρχεις ως ο εαυτός σου. Για μένα η ελευθερία είναι το ύψιστο δικαίωμα.

των αστέρων.
Εξακολουθείτε να λαμβάνετε δικαίως εξαιρετικά σχόλια για την εμφάνισή σας.
Σίγουρα είχα την τύχη να έχω ένα καλό δέρμα, όμως περισσότερο νομίζω ότι αυτό που βλέπετε οφείλεται στην ψυχολογία μου, σε μια εσωτερική ηρεμία. Όταν περνούσα αυτές τις δυσκολίες, τις δοκιμασίες με τη δουλειά, όλο αυτό το άγχος και ο θυμός αποτυπώνονταν στον καθρέφτη. Εγώ με την οργή έχω ξεμπερδέψει. Τα γεράματα δεν είναι η ρυτίδα, η ψυχή γερνά, μιζερεύει, συρρικνώνεται και όλο αυτό φαίνεται στις ρυτίδες.
Θα θέλατε να είχατε κάνει ένα παιδί, έστω και εκτός γάμου;
Όχι, για μένα το παιδί είναι πάντα προϊόν της σχέσης δύο ανθρώπων. Όταν ήμουν μικρή, ονειρευόμουν πολλά παιδιά και με έναν τρόπο τα απέκτησα, έγινα δασκάλα [σ.σ. διδάσκει σε δύο σχολές: της Σίας Κοσκινά και στο Θέατρο των Αλλαγών]. Επιθυμούσα ένα παιδί με ένα πρότυπο πατέρα, κάποια στιγμή σκέφτηκα να υιοθετήσω, όχι όμως για να ικανοποιήσω αυτόν τον εγωισμό του δικού μου παιδιού, αλλά για να αποκαταστήσω ένα παιδί σε κάποιο ίδρυμα. Είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαδικασία της υιοθεσίας στην Ελλάδα. Κατά τα άλλα, έχω κακή σχέση με το «μου», είτε αφορά παιδιά είτε χρήματα. Το μόνο «μου» που με απασχολεί είναι όταν αυτό έπεται της λέξης «χρόνος».
Φεύγατε από σχέσεις όταν ασφυκτιούσατε;
Και από δουλειές, έστω και αν είχα να αντιμετωπίσω ιερά τέρατα και πολύ πριν τεθούν αυτές οι συμπεριφορές στις σημερινές ατζέντες. Δεν υπήρξα αγενής ποτέ, αλλά την ελευθερία να ορίζω τον εαυτό μου τη διεκδικώ σθεναρά. Τα σημερινά παιδιά είναι πιο εκτεθειμένα, πιο ευάλωτα στις διαθέσεις των άλλων, γιατί δεν έχουν βάσεις, αλήθειες αμετακίνητες. Πρέπει να έχουν θεμέλια. Εμένα οι βάσεις μου, η παιδεία μου ήταν το χωριό μου, ο Άη Γιάννης στη Σπάρτη, το σπίτι μου, οι γονείς μου και έπειτα οι δάσκαλοί μου. Σήμερα οι οικογένειες είναι διαλυμένες και η παιδεία ανύπαρκτη. Τα θέλουμε όλα εύκολα, χωρίς κόπο. Ο πατέρας μου από μικρά μάς έβαζε στα κτήματα και ξεχορταριάζαμε, μαζεύαμε πορτοκάλια και ήξερα και εγώ και τα αδέλφια μου ότι θα ανταμειφθούμε. Έμαθα πως πρέπει να κοπιάσω για να πληρωθώ, γι’ αυτό και τα μεγάλα δώρα, τα «παράταιρα», από τους θαυμαστές τα έστελνα όλα πίσω. Θωράκιζα τον εαυτό μου, αυτό θα έλεγα και σε μια νέα συνάδελφο, σε μια γυναίκα νεότερη. Να εκπαιδευτεί, να μάθει να μη δέχεται συμπεριφορές που τη φέρνουν σε μειονεκτική, άβολη θέση. Με τίμημα, έστω και έτσι, να αρνηθεί.
Σε μια εποχή υπερπροβολής, εσείς διατηρείτε χαμηλό προφίλ. Πώς επιβιώνετε;
Δεν επένδυσα ποτέ στο φαίνεσθαι, είναι ο εσωτερικός κόσμος, το 95%, η αθέατη πλευρά που με πάει. Και καλό να έκανα, δεν έπρεπε να το ξέρει κανείς. Ο πατέρας μου από αυτά τα λίγα που είχε, με τρία παιδιά να θρέψει, μας έδινε στις γιορτές κρέας και ψάρι να το πάμε σε μοναχικούς, ηλικιωμένους ανθρώπους του χωριού. Μας έλεγε μάλιστα ότι, και με τα αδέλφια μας να διασταυρωθούμε, να μην αποκαλύψουμε πού πάμε. Και έτυχε μια φορά και συναντηθήκαμε στον δρόμο με τα δεματάκια μας. Παιδάκια ήμασταν και παριστάναμε τους αδιάφορους. Κατάλαβες;
«Θα έλεγα σε μια γυναίκα νεότερη να εκπαιδευτεί, να μάθει να μη δέχεται συμπεριφορές που τη φέρνουν σε μειονεκτική, άβολη θέση».
Πιστεύετε στον Θεό;
Ναι, είμαι ένθεη και, για να το πω απλά, προτιμώ να πιστεύω σε κάτι άγνωστο, ανώτερο από μένα, που όμως με εμπεριέχει, από το να ανακηρύσσω θεούς πολιτικούς, ποδοσφαιριστές και επιστήμονες. Πιστεύω στον Θεό ως κάτι απόλυτο, τέλειο, στο οποίο προσανατολίζομαι και εμπνέομαι από αυτό. Είναι αρχετυπική ανάγκη του ανθρώπου να εμπιστεύεται κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο, αυτό τον εξελίσσει, το υποστήριζε και ο Γιουνγκ. Πρέπει να ανοίξουμε προς κάτι που μας υπερβαίνει, πες το φύση, νομοτέλειες, σύμπαν, εγώ το λέω Θεό.

Είστε αισιόδοξη για το μέλλον;
Είμαστε σε μια φάση μετάβασης, κοιλοπονάει η ανθρωπότητα, τώρα αν θα βγει τερατάκι ή υγιές παιδί, μένει να φανεί. Χρειαζόμαστε ένα τσίγκλισμα για να αφυπνιστούμε, τα Τέμπη μπορεί να είναι μια τέτοια αφορμή. Είναι συγκινητικό το ότι έχει κινητοποιηθεί ο κόσμος. Αυτή η γυναίκα [σ.σ. Μαρία Καρυστιανού] είναι αξιοθαύμαστη, να ένα πρότυπο, μας εμπνέει να ξυπνήσουμε, δεν εννοώ πολιτικά, αλλά να ζητάμε απαντήσεις, να μην τις δεχόμαστε έτοιμες, να μην τις τρώμε αμάσητες.
Μπορούν οι γυναίκες να κάνουν τη διαφορά;
Τα αποτελέσματα των ανδροκρατούμενων κοινωνιών τα είδαμε. Αν η γυναίκα ξυπνήσει και υψώσει το πραγματικό της ανάστημα χωρίς να μιμείται αντρικές συμπεριφορές, θα έρθει τούμπα η κοινωνία. Αν όλες οι μανάδες έβγαιναν στον δρόμο, θα υπήρχαν πόλεμοι; Όταν θα βρουν οι γυναίκες τον εαυτό τους, αυτές θα δώσουν την απάντηση, αυτές κρατάνε την ελπίδα ζωντανή.
*Η παράσταση BLUE TRAIN παίζεται στο θέατρο Άλμα (Ακομινάτου 15-17), σε κείμενο Γεράσιμου Ευαγγελάτου και σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν. Μέχρι τις 08/04.

