Η παράσταση Το υπόγειο στο θέατρο Βρετάνια έχει μόλις τελειώσει. Τα φώτα στην πλατεία ανάβουν και τα καθίσματα σιγά σιγά αδειάζουν. Ακούω τα σχόλια των διπλανών μου, όλοι εκθειάζουν την ερμηνεία του Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του αντιήρωα του Ντοστογιέφσκι. Κάποια νέα παιδιά λένε πως δεν τον έχουν δει άλλη φορά στη σκηνή, ενώ οι θεατρόφιλες κυρίες πίσω μου κάνουν επίδειξη γνώσεων· μία τον θυμάται στο Περιμένοντας τον Γκοντό που είχε ανεβάσει στον δικό του (τότε) θεατρικό χώρο, το Πολύτεχνο, μαζί με τον Κωνσταντίνο Τζούμα, στην αλλαγή της χιλιετίας, ενώ η φίλη της τον θυμάται στην Άλλη πλευρά της καταιγίδας που είχε σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, πριν από τρία καλοκαίρια. Μιλούν για τις Τρωάδες, τους Ήρωες, κάνουν άλματα στον χρόνο, ανατρέχουν σε μια πορεία που πλέον μετράει 50 χρόνια πάνω στη σκηνή. Δεν ήρθαν για το έργο, ήρθαν για τον ίδιο· το έχει κερδίσει αυτό ο Πιατάς, έχει πείσει τον καθένα πως μπορεί να παίξει ό,τι θέλει.
Στα λίγα λεπτά που έμεινα μόνη μου μέχρι να αλλάξει ρούχα και να με συναντήσει στις μπροστινές σειρές του θεάτρου, σκέφτομαι την πρώτη φορά που τον είδα εγώ στη σκηνή ως βουλιμική γιαγιά στο La Nonna. Έχουν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια, δεν έχω συγκρατήσει λεπτομέρειες, θυμάμαι όμως ότι γελούσα με μια κατάσταση νοσηρή και θλιβερή. «Οι κωμικοί είμαστε επικίνδυνοι. Λέμε τα πιο φοβερά πράγματα με τον πιο αστείο τρόπο», μου λέει. Στην παράσταση εκείνη υποδυόταν μια γριά που έσερνε τα πόδια της και καταβρόχθιζε τα πάντα στο σπίτι, οδηγώντας όλα τα μέλη στην εξαθλίωση. Δεν νοιαζόταν για κανέναν, στο τέλος έτρωγε τις σάρκες της, τόσο πολύ πεινούσε. Μια αυτοκαταστροφική γυναίκα, μια αντιηρωίδα σαν τον χαρακτήρα που ζωντανεύει τώρα στη σκηνή. Είχα διαβάσει πως τότε ήταν εκείνος που είχε ανακαλύψει το έργο του Αργεντινού συγγραφέα Ρομπέρτο Κόσα και μάλιστα δήλωνε σε συνεντεύξεις πως ο χαρακτήρας της δεν είχε καμία σχέση με τη δική του προσωπικότητα, αλλά το θεωρούσε πρόκληση να την υποδυθεί. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις, απάντησε και στο δικό μου ερώτημα για τον σκοτεινό ήρωα του Ρώσου συγγραφέα που ενσαρκώνει τώρα. «Δεν πίστευα ότι θα πρότειναν σ’ εμένα αυτόν τον ρόλο, δεν έχει καμία σχέση η ψυχοσύνθεση αυτού του προσώπου με τη δική μου. Όμως αρνούμαι να πλήξω, το θέατρο το αντιλαμβάνομαι σαν παιχνίδι, δεν είναι ένα επάγγελμα με τη στενή έννοια του όρου, δεν χτυπάς κάρτα, έχει μια τρέλα».
Αλλάζουμε ρόλους και με ρωτάει εκείνος πώς μου φάνηκε η παράσταση. Δεν είναι ένα κείμενο που προσφέρεται εύκολα για σκηνική μεταφορά, του εξηγώ, έχει πυκνή γραφή, παραληρηματικό λόγο, πολλούς συμβολισμούς, έναν κεντρικό ήρωα γεμάτο αντιφάσεις, μισάνθρωπο και την ίδια στιγμή ερωτευμένο με μια πόρνη (Κατερίνα Μισιχρόνη), την οποία προσπαθεί να σώσει. Όλα αυτά προϋποθέτουν συγκέντρωση από την πλευρά του κοινού. «Αυτό είναι το μόνο που διεκδικώ από τον θεατή, να είναι παρών, όλα τα άλλα είναι δική μου ευθύνη. Προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω τον Ντοστογιέφσκι για να τον μεταφέρω στη σκηνή. Αν έρχονται να δουν τον Πιατά για να γελάσουν, θα τους απογοητεύσω».
«Ό,τι και να πω, θα με συγχωρέσεις»
Τον ρωτώ αν αισθάνεται πικρία που τον ταυτίζουν με κωμικούς ρόλους. «Μα, είμαι κωμικός ηθοποιός και το θεωρώ τιμή μου. Έχω υπηρετήσει την κωμωδία σε όλα της τα είδη, από την ευτέλεια της φανταχτερής επιθεώρησης του ’80 με τα μπαλέτα και τα στρας, έως την πολιτικοποιημένη επιθεώρηση, τη σκληρή σάτιρα. Δεν λέω πως ρίχναμε κυβερνήσεις, αλλά μας φοβούνταν. Έχω κάνει Μπέκετ, Μολιέρο, ευτύχησα να βρεθώ σε ομάδες, δούλεψα στο Αμφι-Θέατρο του Ευαγγελάτου, έπαιξα στην Επίδαυρο. Ακόμα και για να σκουπίζω, θα αρπάζω την ευκαιρία να βρεθώ στο αρχαίο θέατρο, με κάθε τρόπο». Το καλοκαίρι (8-9/8) θα παίξει στην Ανδρομάχη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαπα, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Κι ενώ μιλάμε για θέατρο, εγώ σκέφτομαι πως, περισσότερο και από το βλέμμα και αυτή την ορμητικότητα, εκείνο που σε συνδέει με τον Πιατά είναι το παιχνίδισμα στη φωνή του. «Είμαι η φωνή που σου πουλάει μπίρα με αλάτι, αλλά είμαι και ο Πίκος Απίκος, ο “δαιμόνιος δημοσιογράφος” της Φρουτοπίας. Διατηρώ αυτή τη σύνδεση με το πειραχτήρι που ήμουν στο σχολείο, θέλω ακόμα να παίζω, έχω αυτή την παιδικότητα που ό,τι και να πω, θα με συγχωρέσεις».

Το παίρνει το ρίσκο; Μιλάει ανοιχτά; «Στους δημοσιογράφους, όχι. Τα ΜΜΕ προσπαθούν να μας φορτώσουν ως πασατέμπους για να περνάει η ώρα, χωρίς ποτέ να αγγίξουμε πράγματα που μπορεί να ενοχλήσουν, όπως η Εκκλησία ή η ηθική. Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι πρέπει να έχω γνώμη για όλα και να την εκφέρω δημόσια. Ρώτα με για τον Ντοστογιέφσκι, μη μου ζητάς να κρίνω την εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Θα αρκεστώ να σου πω ότι θα ήταν ήρωας –όχι βασικός– σε κωμωδία του Μελ Μπρουκς. Μπορώ να σου πω πως ήταν επίσης κακός ηθοποιός στο Μόνος στο σπίτι, ο πιτσιρικάς ήταν καλύτερος, αλλά έως εκεί [σ.σ. Ο Τραμπ κάνει μια γκεστ εμφάνιση στο Μόνος στο σπίτι 2]».
«Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο»
Το Υπόγειο το είχε διαβάσει ως έφηβος και το είχε αφήσει στην άκρη, το είχε ξεχάσει. «Μου είχε φανεί υπερβολικό με όλους αυτούς τους σκοτεινούς ήρωες, ίσως και υπερεκτιμημένο. Η δεκαετία του ’60 ήταν μια καθαρά ιδεαλιστική εποχή, είχε τους χίπηδες, τον Μάη του ’68. Λυπάμαι που δικαιώθηκε ο Ντοστογιέφσκι για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους». Εξηγεί ότι το 1864 που γράφτηκε το έργο, ο Ρώσος λογοτέχνης απαντούσε στις θεωρίες του Δαρβίνου. «Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, αυτό λέει ο Ντοστογιέφσκι. Από εκεί ξεκινάμε. Σκέψου όλους αυτούς που κακοποιούν τα παιδιά τους, σκοτώνουν τις συντρόφους τους, δεν θέλω να τους δικαιολογήσω, αλλά είναι δυστυχισμένα πλάσματα, το κακό γυρίζει σε εκείνους. Είναι αυτοκαταστροφικοί σαν τον χαρακτήρα του Υπογείου. Δες τον πόλεμο της Ουκρανίας. Πέρα από ιδεολογίες, και στις δύο πλευρές έχουν σκοτωθεί χιλιάδες νέα παιδιά και αυτά που θα επιζήσουν από αυτόν τον πόλεμο έχουν ήδη σκοτώσει. Πώς θα γεννήσουν άλλα παιδιά; Τι κόσμος τεράτων έρχεται;»
Αναφέρει ότι διαβάζοντας ξανά το κείμενο, συνειδητοποίησε ότι ο Ντοστογιέφσκι μάς ήξερε, έβλεπε πού θα οδηγηθούν τα πράγματα, έγραφε ότι ο άνθρωπος θα μεταλλαχθεί και θα δημιουργηθεί ένα νέο είδος, και ότι αυτό θα συμβεί όταν πλέον δεν θα υπάρχουν βιβλία. «Αυτή ήταν η αγωνία του τότε και αυτό είπε, γι’ αυτό και η μόνη μου παρέμβαση στη σκηνοθεσία του Πάνου Αγγελόπουλου ήταν να προχωρήσω τη σκέψη του συγγραφέα λέγοντας πια στο φινάλε, ως Πιατάς και όχι ως ρόλος, ότι αν δεν υπάρχει η πληροφορία έστω μέσα από την τηλεόραση ή το διαδίκτυο, τι θα γίνει; Θα μας διοικεί μόνο η τεχνητή νοημοσύνη;»
Μου αποκαλύπτει ότι βλέπει συνεχώς ειδήσεις, παρακολουθεί μανιωδώς την επικαιρότητα. Είμαστε όμως απαθείς, πλέον κανένα νέο δεν μας ταράζει, σχολιάζω. «Απόδειξη της ζωής είναι να αισθανόμαστε τον πόνο των άλλων, όμως η ενσυναίσθηση, το πιο ευγενές στοιχείο του ανθρώπου, μας εγκαταλείπει». Τι λύση προτείνει ο ίδιος; Μπορούμε να αναστρέψουμε την κατάσταση; «Δεν μπορώ να προτείνω λύσεις, δεν είναι δουλειά μου, είμαι μεγάλης ηλικίας πια, όταν έχεις περάσει τα 70, αποχαιρετάς φίλους· θεωρώ, λοιπόν, ότι βρίσκομαι σε μια διάσταση που έχει σχέση με τη μεταφυσική, με το αντίο. Από την άλλη, δεν πρέπει ποτέ ο άνθρωπος να πάψει να είναι παρών και να μάχεται. Η διάθεσή μου, η ζωτικότητά μου, η προσοχή μου είναι να προσπαθώ να βιώσω και να “φάω” αν θέλεις, με τη βουλιμική έννοια, όλα όσα γίνονται». Μου αναπτύσσει τη θεωρία του για όσα βιώνουμε σήμερα. «Κατάλαβα επιτέλους πού βρισκόμαστε, ζούμε στην ύστερη αρχαιότητα. Όταν θα μας καταγράψουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, δεν θα μας αφιερώσουν ούτε σελίδα. Η ύστερη αρχαιότητα ήταν μια περίοδος όπου τα ασήμαντα φαίνονταν ως σημαντικά. Πέρασαν πρόσωπα, αλλά σε σχέση με αυτούς που είχαν προηγηθεί, τα αποτυπώματά τους ήταν αστεία. Μετά ακολούθησε ο Μεσαίωνας. Ε, λοιπόν, γνέφουμε πάλι στον Μεσαίωνα».
To υπόγειο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι θα παίζεται στο θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7) μέχρι τις 10 Απριλίου. Σκηνοθεσία – θεατρική προσαρμογή: Πάνος Αγγελόπουλος. Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Πιατάς και Κατερίνα Μισιχρόνη.

