Την τελευταία εβδομάδα ρώτησα 10 ανθρώπους του περιβάλλοντός μου αν θεωρούν ότι έχουν κατακτήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και την εργασιακή τους ζωή. Οι έξι στους δέκα απάντησαν αρνητικά, οι δύο θεωρούν ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση για να την κατακτήσουν και μόλις δύο, με πολλή προσπάθεια όπως σημείωσαν, έχουν καταφέρει να είναι ικανοποιημένοι από τη σχέση δουλειάς και προσωπικού χρόνου τους. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο περίγυρός μου είναι άνθρωποι που έχουν επιλέξει ή αναγκαστεί να προτεραιοποιήσουν την εργασία τους έναντι των σχέσεων, των χόμπι, των ενδιαφερόντων τους. Θα μπορούσε να είναι ένα συγκυριακό γεγονός που αφορά ένα τυχαίο δείγμα ανθρώπων. Δεν είναι όμως έτσι.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, έρευνες δείχνουν ότι ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού δηλώνει προβληματισμένο ή δυσαρεστημένο με την ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και την εργασιακή ζωή του. Τέσσερις στους δέκα εργαζομένους σε όλο τον κόσμο δηλώνουν ότι δεν είναι ευχαριστημένοι με τη σχέση εργασίας και προσωπικού χρόνου που διατηρούν στην καθημερινότητά τους και το 67% αυτών θεωρούν ότι κάποια πλευρά της δουλειάς τους ευθύνεται γι’ αυτή την ανισορροπία. Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ το 48% των εργαζομένων χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους εργασιομανείς, το 60% λένε ότι δεν βάζουν όρια στο πόσο η δουλειά τους επηρεάζει τη ζωή τους, το 66% παραλείπουν ένα γεύμα την ημέρα εξαιτίας των ωρών εργασίας και το 25% λένε ότι ποτέ ή σπάνια παίρνουν ρεπό από τη δουλειά τους. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά;
Τέσσερις στους δέκα εργαζομένους σε όλο τον κόσμο δηλώνουν ότι δεν είναι ευχαριστημένοι με τη σχέση εργασίας και προσωπικού χρόνου που διατηρούν στην καθημερινότητά τους.
«Πριν από τρία χρόνια άλλαξα τμήμα στην εταιρεία που εργάζομαι. Από τότε νιώθω διαρκώς στα πρόθυρα της εξάντλησης, φλερτάρω με τα όρια της υπομονής, της αντοχής και της ψυχικής μου υγείας. Στην αρχή θεώρησα ότι ήταν λόγω της περιόδου προσαρμογής, που έπρεπε να “τα δώσω όλα”, αλλά από τότε δεν κατάφερα ποτέ να μειώσω τις ώρες που αφιερώνω στη δουλειά, τη διαρκή ένταση που νιώθω, την πίεση στο μυαλό μου και την κούραση στο σώμα μου», μου λέει η Ελπίδα. «Η ισορροπία εργασιακής και προσωπικής ζωής ήταν το resolution μου για το 2024», θυμάται και γελάει πικρά. Τελικά;
«Είναι μέρες που δεν προλαβαίνω να κάνω διάλειμμα για φαγητό, τρώω στο γραφείο μου την ώρα που τσεκάρω μέιλ, δεν έχω χρόνο να συναντήσω τους φίλους μου και φυσικά η ερωτική μου ζωή είναι ανύπαρκτη», εξηγεί. Δεν είναι η μόνη. Ο Περικλής δουλεύει κατά μέσο όρο δέκα ώρες την ημέρα στο γραφείο και άλλες τρεις ή τέσσερις στο σπίτι, πριν ή μετά τη δουλειά, και μερικές ακόμα ώρες το Σαββατοκύριακο. Αγαπά πολύ τη δουλειά του και παίζει σημαντικό ρόλο στην ταυτότητά του, ίσως γι’ αυτό μόλις το τελευταίο εξάμηνο άρχισε να νιώθει δυσφορία.

«Την πρώτη φορά που ένιωσα ενόχληση ήταν όταν συνειδητοποίησα ότι ανέβαλα για τρίτη φορά το ραντεβού με την παρέα μου, που ήθελαν να με βγάλουν έξω για τα γενέθλιά μου. Και, ακόμα χειρότερα, δεν ήξερα πότε θα μπορούσα να το προγραμματίσω ξανά. Έπειτα άρχισα να σκέφτομαι πόσα γενέθλια και εξόδους έχω χάσει τα τελευταία χρόνια, πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγα γυμναστήριο, σινεμά».
«Μιλούν μόνο για τη δουλειά»
Η Ελπίδα και ο Περικλής είναι δύο μάλλον τυπικά παραδείγματα ανθρώπων που έχουν χάσει τον έλεγχο πάνω στο πόσο η δουλειά τους κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους. «Είναι μεγάλο το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν αυτή την ανισορροπία», επιβεβαιώνει η Πολύνα Ρούσσου, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. «Από τη μια υπάρχουν άνθρωποι που παραπονιούνται πολύ για την έλλειψη χρόνου και την πίεση της δουλειάς, η οποία συχνά δεν είναι αυτό που ονειρεύονταν ούτε αμείβεται καλά, ούτε δίνει νόημα στη ζωή τους. Στο πλαίσιο αυτό ακούμε συχνά ιστορίες για “τοξικά” περιβάλλοντα εργασίας, όπου ο κόπος τους δεν ανταμείβεται ούτε ηθικά ούτε υλικά. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους η επαγγελματική ταυτότητα αποτελεί πολύ κεντρικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και αυτοί συχνά δυσκολεύονται να αντιληφθούν την ανισορροπία ως “πρόβλημα”. Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται στις θεραπείες και μιλούν μόνο για τη δουλειά. Μπορεί μέσα από τις αφηγήσεις τους να φέρνουν πολλά από τα αρνητικά της δουλειάς, αλλά κυρίως μιλούν για την αγάπη τους γι’ αυτήν, την επένδυση που έχουν κάνει. Ως ακροατής αντιλαμβάνεσαι ότι η δουλειά είναι πολύ σημαντική. Και, όταν ρωτάς αν θέλουν να μιλήσουν για κάτι άλλο, έρχεται συχνά ένα κενό. Η ταυτότητά τους έχει στηθεί γύρω από την επαγγελματική διάσταση και η αίσθηση ικανότητας, παραγωγικότητας, αποδοχής, δημιουργίας κ.λπ. έρχεται πρωτίστως από αυτό το κανάλι. Αυτό σημαίνει ότι ένα κυρίαρχο κομμάτι του εαυτού, αυτό της επαγγελματικής υπόστασης, σηκώνει όλο το βάρος για την αυτοεκτίμηση, την αποδοχή, τη νοηματοδότηση της ζωής κ.λπ.».
Αυτή η νοοτροπία είναι ιδιαίτερα οικεία στους Boomers, αλλά και στους εργαζομένους που ανήκουν στη Γενιά Χ, λιγότερο στους Μιλένιαλ και ελάχιστα στη Γενιά Ζ. Μάλιστα για τους τελευταίους η ισορροπία προσωπικής και εργασιακής ζωής είναι deal breaker, δηλαδή λόγος για να ενταχθούν ή όχι σε μια εταιρεία, να αποδεχθούν ή όχι μια θέση εργασίας. Και οι εταιρείες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την υπερεργασία των υπαλλήλων τους, παρότι τα στοιχεία δείχνουν ότι το πληρώνουν τελικά, καθώς οι εξαντλημένοι εργαζόμενοι παράγουν λιγότερο.
Αίσθημα κενού ή παραίτησης
Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει ότι διαμορφώνεται μια προβληματική κατάσταση, ποια είναι τα σημάδια που δεν θα πρέπει να αγνοήσει; «Το πρώτο σημάδι για μένα είναι όταν ένας άνθρωπος μιλάει συνέχεια για τη δουλειά του, τα προβλήματα του γραφείου, τις σχέσεις, την πίεση. Άλλες ενδείξεις είναι το αυξημένο στρες, τα προβλήματα υγείας, αν αρρωσταίνει κανείς συχνά, αν δεν ενδιαφέρεται για άλλες δραστηριότητες, αν το Σαββατοκύριακο θέλει απλώς να μείνει σπίτι. Άνθρωποι κουρασμένοι, εξαντλημένοι, χωρίς διάθεση και ενέργεια, με ένα αίσθημα κενού ή παραίτησης, που φτάνουν συχνά στα όρια του burnout», επισημαίνει η κ. Ρούσσου.
Μια συχνή παρανόηση είναι ότι αυτή η ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής ποσοτικοποιείται μέσα από το σχήμα 50-50. Για τους ανθρώπους που θεωρούν τη δουλειά τους σημαντικότατο στοιχείο της ταυτότητάς τους, η ισορροπία τους μπορεί να επιτυγχάνεται στο 60-40 ή ακόμα και στο 70-30 δουλειά-εργασία και να δυσφορούν όταν ανατρέπεται αυτή η ισορροπία, που τελικά είναι διαφορετική για τον κάθε άνθρωπο.
Αρκεί «απλώς» να δουλεύουμε λιγότερο;
Και τότε τι κάνει; Είναι τόσο εύκολο να βρει κανείς μια υγιή και ικανοποιητική ισορροπία ανάμεσα στις ώρες που αφιερώνει στη δουλειά και στις ώρες που επενδύει στην προσωπική του ζωή; Αρκεί «απλώς» να δουλεύει λιγότερο; «Το βασικό είναι αρχικά να θέλει», ξεκαθαρίζει η κ. Ρούσσου. «Από εκεί και πέρα, θα πρέπει ο καθένας να διερευνήσει τι άλλο –εκτός από τη δουλειά– μπορεί να δίνει νόημα στη ζωή του, από ποιες άλλες πηγές μπορεί να τροφοδοτηθεί. Η βασική στρατηγική, δε, είναι να βάζει όρια στη δουλειά, στη συνεργασία, στους συναδέλφους, στους προϊσταμένους, να μπορεί να λέει όχι στη διαθεσιμότητα 24/7 που απαιτείται κάποιες φορές, όχι στον εαυτό του που ανοίγει το λάπτοπ το βράδυ και απαντά σε μέιλ, όχι στο να σηκώνει τηλέφωνα το Σαββατοκύριακο».
Τελικά, παρελκόμενο ζητούμενο είναι η ποιότητα ζωής. «Η ποιότητα ζωής αφορά το να μπορούμε να τροφοδοτηθούμε από πάρα πολλές πλευρές, την οικογένεια, τη δουλειά, την κοινωνική ζωή, τα χόμπι, τα ενδιαφέροντα. Και είναι σημαντικό να τροφοδοτούμαστε από πολλές πηγές», τονίζει η κ. Ρούσσου. «Συχνά βλέπουμε στην ψυχοθεραπεία πως, όταν χτίζεται και απελευθερώνεται ένα άλλο κομμάτι του εαυτού, όπως για παράδειγμα αυτό της ερωτικής ζωής, το συναισθηματικό και άλλα, τότε η υπερβολική εστίαση στη δουλειά υποχωρεί. Η δουλειά μπορεί να παραμένει σημαντική, ειδικά για άτομα με υψηλή φιλοδοξία και αγάπη για το αντικείμενο, όμως το άτομο αρχίζει και οριοθετείται καλύτερα, λέει διάφορα “όχι”, κάτι που αλλάζει τη ζυγαριά ισορροπίας και δίνει παραπάνω χρόνο για προσωπική ζωή. Το ενδιαφέρον είναι πως, όταν εμπλουτιστεί ένα άλλο κομμάτι του εαυτoύ και της ζωής, πολλά από αυτά που έμοιαζαν σχεδόν ακατόρθωτα, όπως η εφαρμογή ορίων, έρχονται φυσικά και οργανικά. Η εξήγηση που δίνουμε γι’ αυτό είναι πως αφενός μεν αναδύονται και άλλες πηγές τροφοδοσίας και νιώθουμε πιο πλήρεις, αφετέρου δε η αυτοεκτίμηση και η αίσθηση πάθους/περιπέτειας στη ζωή μας δεν εξαρτάται μόνο από τη δουλειά. Οπότε, όποια επιβαρυντική συμπεριφορά ξεκινούσε από εμάς μέσα στη δουλειά μπορεί πια να χαλαρώσει και να βρει μια άλλη πιο λειτουργική μορφή».

