Πίσω στην τουρκοκρατούμενη Κοζάνη χάνεται η ιστορία αυτού του παλιού οικογενειακού χαλκουργείου. Γύρω στο 1850, όπως μαρτυρά η ξύλινη πινακίδα, κάποιος Κουντουράς έφτιαξε το δικό του εργαστήριο στην καπνισμένη και θορυβώδη γειτονιά όπου είχε βρει καταφύγιο η συντεχνία των μεταλλουργών. Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, τα αδέρφια Δημήτρης και Μιχάλης Κουντουράς συνεχίζουν το έργο του προγόνου τους. Χαλκουργοί πάππου προς πάππου, οι σημερινοί ιδιοκτήτες κληρονόμησαν την τέχνη από τον πατέρα και τον θείο τους και οι ίδιοι θα την κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, που ήδη εργάζονται δίπλα τους: τον Μάρκο, γιο του Δημήτρη, και τα ξαδέρφια του, Μάρκο και Σάββα, γιους του Μιχάλη.
![]() |
![]() |

Στο εργαστήρι, παντού τριγύρω χαλκός. Χρώματα κόκκινα παλλόμενα, ιριδίζοντα, άλλοτε με αποχρώσεις καφετιές, άλλοτε με ροδαλές, γήινες ανταύγειες. Η φωτιά καίει στο καμίνι. Στο πάτωμα, ακουμπισμένα σφυριά σιδερένια και ξυλόσφυρα, ψαλίδια, διαβήτες. Τα εργαλεία τους είναι ιδιόρρυθμα – πρέπει και αυτά να τα φτιάξουν οι ίδιοι. Μια ρυθμική ακολουθία από σκληρούς μεταλλικούς ήχους αντιλαλεί στον χώρο, καθώς τα δύο αδέρφια και τα αγόρια τους δουλεύουν το πυρωμένο μέταλλο στο σφυρί και στο αμόνι. Αμέτρητες μικρές μελετημένες σφυριές, κοιλώματα και προεξοχές μαρτυρούν τη μεθοδική και ακριβή επεξεργασία του κάθε αντικειμένου. Γύρω τους, ταξινομημένα σε πάγκους, στο πάτωμα, στους τοίχους και σε ράφια που σχηματίζουν διαδρόμους, εκατοντάδες σειρές κατάκαπνα παλιά μαγειρικά σκεύη δίπλα σε καινούργια χάλκινα αντικείμενα που κατασκευάστηκαν εκεί: ταβάδες, σινιά, χύτρες, αποστακτήρες, κολυμπήθρες… Ένα από τα τελευταία χαλκουργεία στην Ελλάδα, ένα πραγματικό ορυχείο σφυρήλατου χαλκού που ξεπηδάει από τα έγκατα της Ιστορίας για να δέσει τους Κουντουράδες με την αρχαία τέχνη του Ηφαίστου.




