Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου

Η Πειραιώτισσα Μαίρη Ρέντουλα, που ακολουθούσε τον καπετάνιο σύζυγό της στα ταξίδια του ανά τον κόσμο, εξιστορεί στον γιο της τα παλιά: τι έτρωγαν και πώς ζούσαν οι Έλληνες ναυτικοί. Κι εκεί στο σπίτι της, γεμάτο ενθύμια και παλιές φωτογραφίες, μας μαγειρεύει πιάτα που ήταν μεγάλα σουξέ ανάμεσα στο πλήρωμα.

12' 5" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

«Ξεκίνησα να πηγαίνω στα βαπόρια με τον πατέρα σου το ’73, λίγους μήνες αφότου γέννησα τον αδερφό σου. Νιόπαντροι ήμασταν. Τότε ο Νίκος ήταν στην εταιρεία του Κολοκοτρώνη, κάθε δύο-δυόμισι μήνες ερχόταν Πειραιά. Μπήκα από Πειραιά, πήγαμε Ευρώπη, Αγγλία, Γερμανία και μετά κατεβήκαμε Μεσόγειο, κάτω στην Αλεξάνδρεια, τη Λαττάκεια, την Τρίπολη. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι. Συνηθιζόταν οι γυναίκες των αξιωματικών να ταξιδεύουν με τους συζύγους τους. Δεν το επέτρεπαν όλες οι εταιρείες, υπήρχαν εταιρείες που δεν το δέχονταν και άλλες που επέτρεπαν ένα ταξίδι. Σε άλλες εταιρείες ήταν free, μπορούσες να πας όποτε ήθελες.

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου-1
Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Πολύτιμο μεμέντο από τα ταξίδια της Μαίρης Ρέντουλα, ένα πλήρες σερβίτσιο τσαγιού από φίνα γιαπωνέζικη πορσελάνη. Κοιτώντας το φλιτζάνι στο φως, εμφανίζεται σαν υδατογράφημα το πρόσωπο μιας γκέισας.

«Κλασικά ελληνικά φαγητά έφτιαχναν οι μάγειρες. Σπουδαία υπόθεση αυτό, έπρεπε όλοι να νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Γιατί, πέρα από το να φάνε, να στεριωθούν, το φαγητό ήταν παρηγοριά. Δεν είχαν και πολλά να χαρούν μέσα στα καράβια».

»Ο πατέρας σου ήταν ανθυποπλοίαρχος τότε, 29 χρονώ παλικάρι. Ο υποπλοίαρχος ήταν 39, από την Κρήτη, ωραίος άνθρωπος. Καπετάνιος ήταν ο καπετάν Στάθης. Στο πρώτο ταξίδι ήμασταν μέσα αρκετές γυναίκες. Εγώ, η γυναίκα του καπετάνιου, του πρώτου μηχανικού, του τρίτου. Είχαμε γνωριστεί εκεί και μετά κρατήσαμε επαφές, ανταλλάσσαμε επισκέψεις. Μαγειροκαμαρότος ήταν ο Γιάννης από την Κεφαλονιά, χρυσός άνθρωπος, είχε έρθει και η γυναίκα του η Μαρία. Γνωριστήκαμε εκεί, είχε το κοριτσάκι της τότε και έπειτα έκανε τον Γεράσιμο, που τον βάφτισα εγώ. Ήμασταν όλες αγαπημένες. Και Ρότερνταμ είχαμε πάει τότε.

»Εμείς οι γυναίκες στο καράβι κάναμε παρέα στους συζύγους και κάναμε δουλειές στα δωμάτιά μας. Ήταν ένας τρόπος να μην είναι οι ναυτικοί πολύ καιρό μόνοι τους. Σκληρή ζωή, σκέψου πόσο καιρό περνούσαν μακριά από τα σπίτια τους. Και για τις γυναίκες ήταν σκληρό. Έπρεπε να είσαι μητέρα και πατέρας μαζί για τα παιδιά, να κουμαντάρεις το σπίτι, να λύνεις όλες τις υποθέσεις μόνη σου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΈνα βαρέλι λάχανο τουρσίΟι καραβομάγειρες και το φαγητό του ναυτικού στη λογοτεχνία

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Περιτριγυρισμένη από οικογενειακές φωτογραφίες και αντικείμενα που ήρθαν από μακριά, η Μαίρη Ρέντουλα ταξιδεύει ακόμα μέσα από τις αναμνήσεις της.
Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Δείγμα παραδοσιακής τέχνης του Μεξικού: ζωγραφική πάνω σε φλοιό δέντρου.
Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Φωτογραφίες και αναμνήσεις.

Φούστες και φορέματα

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Κάδρα με εξωτικές βαλσαμωμένες πεταλούδες αγορασμένα σε κάποιο ταξίδι.
Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Μια βιτρίνα με παλιά οικογενειακά σερβίτσια και άλλα που έφερε από το εξωτερικό.

«Το πλήρωμα μάς έβλεπε με σεβασμό. Ποτέ δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Όταν δε πήγε στου Μαλτέζου, στην επόμενη εταιρεία, ήμασταν όλοι σαν μια οικογένεια. Εκεί κάθισε πολλά χρόνια. Ήξερε πλέον ο καθένας ποιος έρχεται και τον περίμεναν. “Ποιος έρχεται; Ο Ρέντουλας; Ωχ, ο μπαρμπα-δουλειάς έρχεται!”, έλεγαν, γιατί όλο δουλειές τούς έβαζε, ήταν γραμματικός τότε. Αλλά τον αγαπούσαν πολύ, γιατί τους έβαζε overtime. Ήταν αυστηρός, αλλά δίκαιος και ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

»Ο καπετάν Διονύσης μάς έλεγε να μην κατεβαίνουμε για καφέ όταν ήταν οι άντρες στην τραπεζαρία, αλλά μετά μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Εμείς πιάναμε την κουβενταρία στην κουζίνα με τη Ζανέτ, τη γυναίκα του. “Εάν θέλετε καφέ”, μας έλεγε, “να φτιάξετε εσείς, μη ζητήσετε να σας φέρουν. Δεν υπάρχει “είμαι γυναίκα καπετάνιου”. Δεν υπάρχουν αυτά εδώ μέσα”. Ήταν πολύ σωστός».

Μάγειρας, μαγειροκαμαρότος, σιψάντης

«Το πλήρωμα ανεξάρτητα από το μέγεθος του καραβιού ήταν: πλοίαρχος, γραμματικός (υποπλοίαρχος), δύο ανθυποπλοίαρχοι, δόκιμοι, ασυρματιστής, ηλεκτρολόγος, ο πρώτος μηχανικός, ο δεύτερος, δύο τρίτοι, λαδάδες. Και βέβαια ναύτες και ο λοστρόμος, ο αρχηγός των ναυτών, που έπαιρνε δουλειά από τον γραμματικό και τη μοίραζε στους ναύτες. Κάποιες φορές υπήρχε και ξυλουργός. Τότε οι περισσότεροι ήταν Έλληνες, λίγοι ήταν οι ξένοι. Μετά έγιναν οι ξένοι πολλοί και λιγόστεψαν οι Έλληνες.

»Στην κουζίνα, παλιά υπήρχε μάγειρας και μαγειροκαμαρότος. Μετά έγινε ένας. Ο μάγειρας μόνο μαγείρευε, ο μαγειροκαμαρότος έλεγε τι θα μαγειρέψουν, αυτός έστελνε τη λίστα με τις προμήθειες στον καπετάνιο και εκείνος την έστελνε στο γραφείο. Ο μάγειρας είχε βοηθό μαγείρου και τα καμαροτάκια, που βοηθούσαν στην κουζίνα, έφτιαχναν τα τραπέζια, σέρβιραν, μάζευαν…

»Κάποια γραφεία έκοβαν τις παραγγελίες εν μέρει, σε κάποια άλλα ήταν πιο ανοιχτοχέρηδες. Ήταν θέμα εμπιστοσύνης ή και θέμα τσιγκουνιάς. Παράγγελναν τρόφιμα φρέσκα, κατεψυγμένα, ξερές τροφές, μπίρες, αναψυκτικά, τσιγάρα, διάφορα… Εάν το γραφείο σού είχε εμπιστοσύνη, σου έλεγε πήγαινε στο τάδε μέρος, είναι ο τάδε σιψάντης [σ.σ.: τροφοδότες καραβιών], τα παράγγελνες και σ’ τα έφερναν. Ο καπετάνιος και ο μαγειροκαμαρότος είχαν λόγο στην ποιότητα των πραγμάτων που έπαιρναν, τα κοιτούσαν πάντα και, εάν δεν τους άρεσαν, άλλαζαν σιψάντη. Έπρεπε η κουζίνα να είναι ικανοποιημένη για να ικανοποιήσει και το πλήρωμα».

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Γιουβαρλάκια κοκκινιστά, της μαμάς μου

Γεύσεις του κόσμου

«Σε κάθε λιμάνι γινόταν ανεφοδιασμός ανάλογα με το τι τους έλειπε και το χρονικό διάστημα του ταξιδιού. Το μεγαλύτερο ταξίδι που είχα κάνει εγώ ήταν 20 μέρες από Ουρουγουάη προς Βραζιλία… Μετά πήγαμε Αργεντίνα, που ήταν πολύ κοντά, αλλά μετά έπρεπε να γυρίσουμε από πίσω, Πουέρτο Ρίκο, Περού, Χιλή… Πολύ ωραία μέρη, στην Αργεντίνα θα μπορούσα να μείνω.

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου

«Καμιά φορά όταν ταξίδευαν στο πέλαγος και ήταν ευχαριστημένοι από το πλήρωμα, ο καπετάνιος και ο γραμματικός τούς έλεγαν: “Σάββατο θα ψήσουμε”. Έβγαζαν στην πρύμνη βαρέλια και έψηναν παϊδάκια, μπριζόλες κ.ά. Τους έβγαζαν και μπίρα ή κρασί και γινότανε γλέντι».

»Και η Βραζιλία ήταν ωραία. Και το Περού. Βέβαια, έβλεπες τα μεγάλα, πλούσια σπίτια και κοντά κοντά τους πολύ φτωχούς. Στη Χιλή, στην Αντοφαγκάστα, πηγαίναμε με τον πατέρα σου και τον Αντώναρο και τρώγαμε καυτερές σούπες marisco, με όλα τα θαλασσινά μαζί: χταπόδι, καλαμάρι, μύδια, ψάρια, γαρίδες, καραβίδες… Ακόμα θυμάμαι τη γεύση αυτής της σούπας. Αγοράζαμε και ψάρια και φτιάχναμε ψαρόσουπες στο καράβι αργά το βράδυ, εμείς, όχι ο μάγειρας. Πουλούσαν και αυγά ψαριών. Τα αλατίζαμε, τα αλευρώναμε και τα τηγανίζαμε. Δεν υπήρχε ωραιότερος μεζές.

»Στη Χιλή ήρθε στο βαπόρι ένας Έλληνας μάγειρας με σπουδές στη Γαλλία, που είχε δουλέψει και σε ξενοδοχεία. Η Ζανέτ και εγώ είχαμε βγει έξω να φάμε σούπα. Όταν γυρίσαμε στο καράβι, μας προέτρεπαν όλοι να φάμε τη σούπα του μάγειρα. Μας έλεγε ο Αντώναρος: “Ρε, καθίστε να φάτε που σας λέω, θα χάσετε”. Και φάγαμε μια κρεμμυδόσουπα, τι πράγμα ήταν αυτό, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μετά έβγαλε κοτολέτα αρνιού με μια σάλτσα!…

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου

»Είδα και δοκίμασα πολλά εξωτικά και ιδιαίτερα πράγματα στα ταξίδια. Όπως οι ναυτικοί. Στη Σουηδία είδα για πρώτη φορά τον κόσμο να ψωνίζει δύο ντομάτες, δύο κρεμμύδια, δύο πατάτες. Μου εξήγησε μια Ελληνίδα που ζούσε εκεί πως έτσι ψωνίζουν καθημερινά οι Σουηδοί, ανάλογα με το πόσα άτομα είναι: δύο άτομα, δύο ντομάτες.

»Στον Κάναδα [sic] για πρώτη φορά είδα γιαούρτια με ολόκληρα φρούτα, τάρτες στη Γαλλία, γλυκά διάφορα. Στο Μέξικο, στο Βέρα Κρουζ, τρώγαμε θαλασσινά που δεν έχεις ξαναδεί. Κάτι μεγάλες γαρίδες, τι ουσία, τι φαΐ! Στο καράβι βέβαια μαγείρευαν ελληνικά φαγητά».

«Οι μάγειρες ακολουθούσαν το πρόγραμμα του βαποριού. Στην κουζίνα έπιαναν δουλειά στις 6 και ετοίμαζαν το πρωινό: αυγά, λουκάνικα, μπέικον, μαργαρίνη, μέλι, μαρμελάδες, ψωμί. Υπήρχε και ψυγείο στη ρεσπέντζα, που είναι δίπλα στην κουζίνα, για να παίρνεις ό,τι ήθελες όλη την ημέρα: τυρί, αλλαντικά, φρούτα, κανένα γλυκό. Σε όλα τα καράβια ήταν η ίδια διάταξη: τραπεζαρία αξιωματικών, ρεσπέντζα, κουζίνα, ρεσπέντζα ναυτών, τραπεζαρία πληρώματος, ρεσπέντζα.

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
H Μαίρη μάς καλωσόρισε με μεζέδες. Η κουλτούρα του μεζέ ήταν πολύ ανεπτυγμένη ανάμεσα στους ναυτικούς, μας είπε.

»Στις 10.00 έκαναν 20λεπτο διάλειμμα με καφέ και μπισκότα ή κέικ και στις 12.00 ήταν το μεσημεριανό φαγητό. Η ώρα του φαγητού ήταν ιερή. Δύο φορές την εβδομάδα έτρωγαν όσπρια, με σαρδελάκια, τυριά, ελιές, σαλάτες. Κυριακή είχαν μακαρόνια με κρέας ή παστίτσιο και Πέμπτη μακαρόνια με κιμά, με διάφορα συνοδευτικά. Τις υπόλοιπες μέρες υπήρχε ψάρι ή κρέας ή κοτόπουλο. Στις 17.00 που ήταν το βραδινό, υπήρχε το λαδερό–φασολάκια, τουρλού, γεμιστά– με κάποιο συνοδευτικό πάλι. Δύο φορές την εβδομάδα τούς έδιναν μπίρα ή κρασί, κάθε Κυριακή και Πέμπτη. Καμιά φορά όταν ταξίδευαν στο πέλαγος και ήταν ευχαριστημένοι από το πλήρωμα, ο καπετάνιος και ο γραμματικός τούς έλεγαν: “Σάββατο θα ψήσουμε”. Έβγαζαν στην πρύμνη βαρέλια και έψηναν παϊδάκια, μπριζόλες κ.ά. Τους έβγαζαν και μπίρα ή κρασί και γινότανε γλέντι.

«Κακός μάγειρας δεν υπήρχε, κάποιοι ήταν πολύ καλοί, κάποιοι πιο τυπικοί. Οι μερακλήδες σκάρωναν μεζέδες ακόμα και από το τίποτα. Πάντα νοιάζονταν το πλήρωμα, και το πλήρωμα τους αγαπούσε και τους σεβόταν».

»Όλοι έτρωγαν τα ίδια, από τον καπετάνιο μέχρι τον πιο νεαρό ναύτη. Ο πατέρας σου, που ήταν μεγάλος ψαροφάγος, βέβαια, φρόντιζε να έχει πάντα φρέσκο ψάρι. Ανάλογα με το πού βρίσκονταν, κοίταγαν από το βυθόμετρο, έκαναν λίγο κράτει τη μηχανή, στο σιγανό, και ψάρευαν για καμιά ώρα. Μια φορά έπιασαν 80 κιλά χάννους. Ένα πρωί πήγαιναν σιγά και έπιασαν χελιδονόψαρα και τα έκαναν σούπα. Μια άλλη φορά με ξύπνησε ο πατέρας σου στις 5 το πρωί για να φάω φρέσκο ψάρι που το είχαν ψήσει μόλις. Όταν έπιαναν ψάρια, έβγαζαν τα εντόσθια, έβαζαν τα ψάρια μέσα σε κατσαρόλες με θάλασσα και τα κατέψυχαν. Ξεπάγωναν φρέσκα.

»Είχα κάνει και Πάσχα σε βαπόρι. Κανονικά έτρωγαν βραδινό στις 17.00, αλλά τα μεσάνυχτα υπήρχε μαγειρίτσα, αυγά κόκκινα και μαζεύονταν να τσουγκρίσουν και να πουν “Χριστός Ανέστη”. Σούβλιζαν και αρνί. Τα Χριστούγεννα έκαναν μελομακάρονα, κουραμπιέδες, βασιλόπιτα, όλα τα πατροπαράδοτα».

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Συκωτάκια κότας τηγανητά με αυγά.

«Όταν γέννησα εσένα και έφτασε το τηλεγράφημα στο πλοίο ότι γεννήθηκε αγοράκι, είπε ο μάγειρας στο πλήρωμα να μην πει κανείς τίποτα. Έφτιαξε μια τούρτα και την πήγαν στον πατέρα σου στη γέφυρα και του είπαν: “Γεννήθηκε ο δεύτερος γιος σου”.

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου-2
O γιος της Μαίρης και διευθυντής του Γαστρονόμου, Άγγελος Ρέντουλας.

»Ο μάγειρας έφτιαχνε τούρτες σε γιορτές ή γενέθλια και τις Κυριακές, και σε κάποιες γιορτές, όπως της Παναγιάς, των Φώτων, έκανε λουκουμάδες. Υπήρχε πάντα κέικ. Ανάλογα με το πόσο “μερακλής” ήταν, υπήρχε ποικιλία γλυκών. Κακός μάγειρας δεν υπήρχε, κάποιοι ήταν πολύ καλοί, κάποιοι πιο τυπικοί. Οι μερακλήδες σκάρωναν μεζέδες ακόμα και από το τίποτα. Πάντα νοιάζονταν το πλήρωμα, και το πλήρωμα τους αγαπούσε και τους σεβόταν».

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Αυτή τη θρεπτική και στυλωτική ομελέτα με συκωτάκια τής τη σέρβιρε ένας μάγειρας μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, όταν την είδε να έχει ρέψει από τη ναυτία.

«Εσύ φαΐ δεν έχει σήμερα!»

Στο “Βασιλική”, το γκαζάδικο του Κουτλάκη, περάσαμε τον ΙIσθμό και πηγαίναμε για Αμφιλοχία. Δεύτερος μηχανικός ήταν ο Δαμασκηνός τότε, και είχε έρθει και η Ειρήνη, συγγενής μας. Ξαφνικά ήρθε ένας ναύτης, ο Γιώργος, και φώναζε: “Φωτιά, φωτιά, κυρία Μαίρη!”. Είχε πάρει φωτιά το φουγάρο. Ευτυχώς δεν ήταν από την πλευρά των αμπαριών και ανέβηκαν και την έσβησαν. Εν τω μεταξύ, η Ειρήνη έβαλε σε ένα σακ βουαγιάζ μέσα πράγματα και είχε στο ένα χέρι αυτό και στο άλλο μια τσατσάρα και δώσ’ του και χτενιζόταν. Και της έλεγα: “Βρε χριστιανή μου, αν πρέπει να πέσουμε στη θάλασσα, τι θα την κάνεις την τσάντα;”. Είχαν πει του Γιώργου να πάει να χτυπήσει και να τους ξυπνήσει όλους. Αλλά στον Παναγιώτη τον μάγειρα δεν χτύπησε. Το πρωί ξύπνησε ο Παναγιώτης να πάει στην κουζίνα να μαγειρέψει και έμαθε τα καθέκαστα. Και λέει του Γιώργου: “Εσύ φαΐ δεν έχει σήμερα, γιατί εγώ θα πήγαινα σούμπιτος! Βέβαια, και ξύπνιος να ήμουν, δεν ξέρω μπάνιο, άρα πάλι σούμπιτος θα πήγαινα (γέλια)”».

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου
Κοτόπουλο γιουβέτσι με τριφτά λαχανικά.

«Στο “Βασιλική” έγινα κι εγώ μαγείρισσα για μία εβδομάδα. Είχαμε μπει μέσα στου Λάτση για να φορτώσει το βαπόρι και θα καθόμασταν δυο-τρεις μέρες. Φεύγει ο μάγειρας ο Παναγιώτης να πάει στο χωριό, να φέρει τη σύζυγό του τη Ράνια για να πάμε στον Βόλο. Μας πήραν τηλέφωνο πως ο Παναγιώτης έπαθε τροχαίο. Φύγαμε με τον πατέρα σου νύχτα και πήγαμε στο νοσοκομείο στο Άργος να τον δούμε. Ωστόσο, το βαπόρι έπρεπε να φύγει, αλλά ποιος θα ήταν μάγειρας; Και μου λέει ο πατέρας σου: “Έλα, κυρία μαγείρισσα”. Και του λέω: “Εγώ θα μαγειρέψω για τόσα άτομα; Είσαι στα καλά σου;”. Και τελικά το έκανα. Δύο γεύματα την ημέρα και το πρωινό. Μέχρι και γεμιστά μού ζήτησαν. Οι μπρούκληδες, σε εμένα ζήτησαν τα γεμιστά μέσα στο βαπόρι! Τους τα έκανα όμως. Ό,τι μου ζητούσαν τους το έφτιαχνα. Στον Βόλο πια ήρθε μάγειρας».

«Τον αδερφό σου δεν τον είχα πάρει μαζί μου στα ταξίδια, εσένα σε έπαιρνα. Πρώτη φορά, όταν ήσουν περίπου τριών χρονών, στο Αλγέρι. Ο πατέρας σου ερχόταν από Κάναδα και είχε γεμίσει το ψυγείο με φρέσκα βούτυρα, αυγά, αλλαντικά, παγωτά. Εσύ δεν έτρωγες τίποτα και τα μοίρασε όλα στο πλήρωμα. Όταν κατεβαίναμε για φαγητό, στεκόσουν στην πόρτα και έλεγες: “Εγώ δεν θα φάω”.

»Τότε ήταν μάγειρας ο Σταμάτης ο Μανιάτης, Υδραίος. Πολύ μερακλής. Η τραπεζαρία είχε στρογγυλά τραπέζια και από πάνω είχαν στρογγυλές επιφάνειες που γύρναγαν. Ο Σταμάτης έφτιαχνε κάθε μέρα πολλούς μεζέδες και τους έβαζε εκεί πάνω. Τα γύρναγες και έπαιρνες τον μεζέ σου. Έφτιαχνε ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, τυροκροκέτες, πολλά πράγματα… Αφού μετά δεν θέλαμε να φάμε φαΐ.

Στην κουζίνα της καπετάνισσας μαμάς μου

«Ο πατέρας σου, που ήταν μεγάλος ψαροφάγος, φρόντιζε να έχει πάντα φρέσκο ψάρι. Ανάλογα με το πού βρίσκονταν, κοίταγαν από το βυθόμετρο, έκαναν λίγο κράτει τη μηχανή, στο σιγανό, και ψάρευαν για καμιά ώρα. Μια φορά έπιασαν 80 κιλά χάννους. Ένα πρωί πήγαιναν σιγά και έπιασαν χελιδονόψαρα και τα έκαναν σούπα».

»Είχες κάνει και με τον Θανάση τον Σκούρτη από τα Μέθανα, όταν πριν πας σχολείο σε πήρα μαζί μου Νότια Αφρική. Ο Θανάσης σε έπαιζε πολύ. Όταν ήθελες να ζωγραφίσεις και δεν είχε χαρτί, σου έδινε τα χέρια του και τα ζωγράφιζες. Στην κουζίνα είχε πάρει ένα σουτιέν και είχε βάλει δύο λεμόνια μέσα και το είχε κρεμάσει. Μια φορά είχε κρεμάσει έξω από την πόρτα μας ένα κλουβί όπου είχε βάλει τα παπούτσια σου, μια κασετίνα που σου είχε πάρει δώρο το πλήρωμα και την είχε γεμίσει ρύζι, για να σε πειράξει. Ξυπνάμε το πρωί και βλέπουμε το κλουβί. Και τρέχεις στην κουζίνα και έριξες όλο το ρύζι μέσα στο τηγάνι με τις μελιτζάνες που τηγάνιζε. “Αχ, βρε Άγγελε, τι μου ’κανες, τι μου ’κανες!” (γέλια)».

Ο κόσμος όλος

«Το 2000 ο πατέρας σου πήγε στα ανασφάλιστα, με ξένη σημαία. Τότε είχαν ξεκινήσει να μπαίνουν ξένοι στα πληρώματα. Ήταν μόνο τρεις-τέσσερις Έλληνες στο πλοίο: ο καπετάνιος, ο υποπλοίαρχος, ο πρώτος μηχανικός και ο δεύτερος μηχανικός. Ή μόνο οι πρώτοι δύο. Οι μάγειρες ήταν ξένοι: Ταϊλανδοί, Κορεάτες, Φιλιππινέζοι. Μαγείρευαν ξεχωριστά για τους Έλληνες ελληνικά φαγητά. Όλοι όσοι γνώρισα ήταν πολύ καλά παιδιά. Και φρόντιζαν πολύ τον πατέρα σου. Αυτοί έτρωγαν τα δικά τους φαγητά, που ήταν πολύ νόστιμα.

»Στον Θεραπιώτη έκατσε καιρό ο πατέρας σου. Ο μάγειρας, που ήταν από την Κορέα ή την Ταϊλάνδη, έχτιζε σπίτι τότε. Όταν σταμάτησε ο πατέρας σου και ήταν να βγει πια, του έδωσε λεφτά και του είπε: “Αυτά τα λεφτά θα τα πάρεις για το δωμάτιο των παιδιών σου”. Γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι. Μέχρι τέλους τον έπαιρναν τηλέφωνα από όλο τον κόσμο.

»Περάσαμε ωραία ζωή, μισό αιώνα μαζί. Μαζί του γνώρισα όλο τον κόσμο. Για μένα, όμως, ο πατέρας σου ήταν ο κόσμος όλος».

Δείτε εδώ τις συνταγές που μας ετοίμασε η Μαίρη Ρέντουλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT