Η αυλή του τσικαλαριού του κεραμίστα Μάρκου Δάνδολου είναι γεμάτη με αγγεία στο γνήσιο κεραμικό τους χρώμα. Πιθάρια, κιούπια, κανάτια, στάμνες, κουρούπια και αμφορείς, απλωμένα σε κάθε γωνιά της πλατιάς του αυλής, θυμίζουν τα αρχαία αγγεία της μινωικής τέχνης που βλέπεις σε μουσεία ή σε φωτογραφίες αρχαιολογικών ανασκαφών. Ο Μάρκος είναι πιθαράς στις Μαργαρίτες, έναν ημιορεινό οικισμό στον Μυλοπόταμο, μοναδικό στο είδος του, αφού η μαργαριτσανή αγγειοπλαστική έχει ενταχθεί στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Νέοι και παλιοί κεραμίστες, ντόπιοι και ξένοι, έχουν εδώ τα τσικαλαριά τους, όπως τα λένε, και κανείς δεν γνωρίζει από πότε οι Μαργαρίτες έγιναν το κέντρο κεραμικής του Ρεθύμνου. Ίσως να ήταν ανέκαθεν. Το όνομα Μαργαρίτες πάντως λένε πως προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη μάγαρα, που σημαίνει χρηστικά κεραμικά αντικείμενα. Τσικαλαριό άλλωστε σημαίνει εργαστήριο όπου παρασκευάζουν τσικάλια, πήλινες κατσαρόλες. Από τα περίπου 19 τσικαλαριά στις Μαργαρίτες, όμως, μόνο τα τρία είναι μαζί και πιθαράδικα, δηλαδή οι τεχνίτες τους ξέρουν να παρασκευάζουν και τα πιθάρια, πολλά από αυτά σκέτα θηρία, από αυτά που, ήδη από τους αρχαίους χρόνους, χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση αγαθών.
![]() |
![]() |
Ένα τέτοιο τσικαλαριό είναι και του Μάρκου, τέταρτη γενιά πιθαράς ο ίδιος, με κεραμίστες τους παππού δες και τους προπαππούδες του από τη μεριά της μητέρας του και από τη μεριά του πατέρα του. «Είμαστε έντεκα αδέρφια και τα έξι μάθαμε αυτή τη δουλειά από τον πατέρα μας», λέει ο Μάρκος. «Τα μεγάλα πιθάρια τα δουλεύω με έναν από τους αδελφούς μου και οι υπόλοιποι δουλεύ ουν τα μικρά. Έπαε έμαθα την τέχνη, ανακατώματα στα χώματα, από κοπέλι». Ο Μάρκος έφτιαχνε τη λάσπη για τον πατέρα του, από όταν ήταν μικρό παιδί, μέχρι τα είκοσι χρόνια του και αργότερα έμαθε και την ίδια την τέχνη της αγγειοπλαστικής κι άνοιξε το δικό του εργα στήριο. «Ο πιθαράς δεν εδούλευε ποτέ μοναχός του, είχε τουλάχιστο τρία με τέσσερα άτομα βοηθούς. Ένας κουβα λούσε το χώμα από το πηλιορύχι, άλλος κουβαλούσε τα ξύλα. Πολλοί αγρότες, όταν καθαρίζανε τα χωράφια τους, κουβαλούσανε τσι δεματές τα κλαδέματα και τα πηγαίνανε στον αγγειοπλάστη να τα αγοράσει, να βγάλουν κι αυτοί λίγα χρήματα και να έχει ξύλα για φωτιά ο πιθαράς», περιγράφει ο Μάρκος.


Οι Μαργαρίτες δεν έχουν μονάχα καλό πηλόχωμα, αλλά και κάτι πιο ιδιαίτερο, ένα χώμα σκούρο γκρίζο, τη λεπίδα, «που βγαίνει εδώ πάνω στ’ αόρι», λέει ο Μάρκος. «Η λεπίδα κάνει το μεγάλο πιθάρι ανθεκτικό, να μη ραγίζει στη φωτιά, να μην κόβει στον ήλιο και στο στέγνωμα. Παλιά τη βάζανε στα δώματα για ταβάνι. Η κοπανισμένη λεπίδα έχει την ιδιότητα να γίνεται μια λιπαρή κρούστα σαν τζάμι, κι έκανε μόνωση. Αν δεν κάνω λάθος, την ανακατεύανε και με αλάτι». Ήταν ένα άριστο στεγανωτικό που βοηθούσε να βγαίνει ο χειμώνας με το σπίτι προστατευ μένο από την υγρασία. Στην κεραμική, η λεπίδα μπαίνει σε ποσοστό 1/3 στο μείγμα της αργίλου μετά από μια μακρά διαδικασία σπασίματος, αλέσματος, κοσκινίσματος, αναμονής για στράγγισμα και πήξιμο του πηλοχώματος. «Αν βάλεις όμως παραπάνω, το μείγμα γίνεται αμμώδες, άγριο και δεν δουλεύεται εύκολα, δεν έχει γλύκα, γίνεται σαν το παξιμάδι το κρίθινο. Και δεν αντέχουν τα αγγεία, οι λεκάνες ιδιαίτερα, δεν κρατιούνται στο πλάσιμο».

Ο Μάρκος είναι από τους λίγους τεχνίτες που ξέρει να πλάθει τα μινωικά πιθάρια με τις χαρακτηριστικές τρεις λαβές, και που τα φτιάχνει με χώμα δικό του, που έχει βγάλει ο ίδιος από το αόρι. Αγγεία σε διάφορα μεγέθη, μεγάλα πάντα, προορίζονται όπως είπαμε για αποθήκευση του ελαιολάδου, αλλά και των χαρουπιών, του αλευριού ή ό,τι καρπού έβγαζε ο καθένας, και έκλειναν από πάνω με ένα κεραμικό πούμα, ένα πώμα. Για τα μικρότερα σκεύη χρησιμοποιεί χώμα ιταλικό ή μαρουσιώτικο. Ξέρει επίσης να αξιοποιεί τα σπασίδια, τα άψητα ρετάλια άλλων εργαστηρίων. Τα κάνει σκόνη, τα ανακατεύει με άλλα μείγματα και τα αξιοποιεί ξανά σε συγκεκριμένα αγγεία. Αναζητά παλιά μινωικά και κυκλαδικά αγγεία, παρατηρεί τα κεραμικά είδη που έχουν βρεθεί σε αρχαία ναυάγια, φτιάχνει τα μείγματά του, κάθεται στον τροχό και τα πλάθει.
![]() |
![]() |
Τα περισσότερα από τα κεραμικά του είναι χρηστικά. Λεκάνες και λεκανιδοπούλες για ζύμωμα, στάμνες, οξυπύθμενοι αμφορείς, τσικάλια για μαγείρεμα, αλλά και αμμοτσίκαλα, με το χαρακτηριστικό μινωικό στόμιο και χερούλι. Στα αμμοτσίκαλα έβαζαν άμμο και έψηναν εκεί τα ρεβύθια για να τα κάνουν στραγάλια. Ένα άλλο αγγείο που φτιάχνει, τη νιστάτα, το είχαν για τον διαχωρισμό του ελαιολάδου. Το γέμιζαν με τον πολτό της ελιάς και περίμεναν να κάτσει στον πάτο ο κατσίγερος και να μείνει το καθαρό ελαιόλαδο ψηλά. Στη βάση του έχει μια τρυπούλα που έκλεινε με φελλό. Τον έβγαζαν, άφηναν να φύγει ο κατσίγερος και τον έβαζαν πάλι όταν άρχισε να βγαίνει το λάδι. Φτιάχνει τομέδες, τις βάσεις για να ακουμπάς τα πιθάρια, φτιάχνει τα παλιά λαδόμπρικα, ένα είδος κεραμικού λαδικού για το σερβίρισμα του λαδιού στο τραπέζι, και βαρκόσταμνα, σταμνιά με πολύ πλατύ πάτο για να μεταφέρονται με τις βάρκες και να μην τουμπάρουν όταν έχει κύμα. Φτιάχνει ακόμα αρμεούς για το άρμεγμα, κουρουπάκια για τις ελιές, το τυρί ή τα σύγλινα, φτιάχνει λαήνια και μικρά πιθαράκια του κρασιού και της ρακής με τα ποτηράκια τους μικρά σαν δαχτυλήθρες, φτιάχνει όμως και τις πανάρχαιες κεραμικές στρογγυλές κυψέλες, σχέδιο κυκλαδίτικο και της ανατολικής Κρήτης, που τις έχτιζαν ξαπλωτές στους τοίχους ή στις ξερολιθιές και έπαιρναν από εκεί το μέλι. Παρόμοιες είναι και οι παμπάλαιες μαργαριτόνες, ίδιες, αλλά ντόπιες κυψέλες που τις ακουμπούν όρθιες κι έχουν μια μικρή οπή στη βάση για να μπαινοβγαίνουν οι μέλισσες. Μέχρι και κεραμικά καπνιστήρια για μελισσοκόμους φτιάχνει, που έβαζαν μέσα καβαλίνες αναμμένες για να καπνίζουν. Προσπάθησε να φτιάξει και ένα κυκλαδικό καπνιστήρι που είδε στη Σίφνο (από όπου κατάγεται η επίσης κεραμίστρια σύζυγός του), αλλά τα δείγματα που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές είναι σπασμένα και η παράξενη τεχνική τους με οπές και καπάκι δεν του επιτρέπει να πετύχει ακόμη ένα λειτουργικό δείγμα.
Πολλά από τα αγγεία του τα έχει στολίσει με το φυλλαράκι, ένα απλό μοτίβο, χαρακτηριστικό στις Μαργαρίτες, που το βλέπεις σε όλα τα άλλα τσικαλαριά του χωριού. Τούτο το μοτίβο φτιάχνεται με συγκεκριμένο εργαλείο: ένα λεπτό κομμάτι καλάμι σαν μολύβι γραφής, που στην άκρη του είναι δεμένο ένα μακρύ φιτίλι από μαλλί προβάτου. Βουτάει το μαλλί σε αραιή λάσπη από άσπρο πηλό και ζωγραφίζει με γρήγορες πινελιές το φυλλαράκι πάνω στο κόκκινο αγγείο. Το λευκό μοτίβο διατηρεί το χρώμα του και μετά το ψήσιμο και κάνει αντίθεση πάνω στον σκουρόχρωμο πηλό. Διόλου δεν τον νοιάζουν τα μοντέρνα σχέδια που είδα στα περισσότερα από τα άλλα εργαστήρια. Εκείνος, όπως ο προπάππος του, ο Αντώνης Βαβουδάκης, και ο παππούς του, ο Γεώργιος Σκορδαλός, ξέρει να φτιάχνει αποκλειστικά ό,τι παρέλαβε από τους προγόνους του. Και, με κάποιον τρόπο, διαιωνίζει μια παράδοση με ρίζες βαθιές μέσα στον χρόνο, που συνδέουν την τέχνη του με τις άλλες τέχνες του τόπου του, ίσως ακόμα και με την τέχνη του φαγητού και με την κληρονομημένη σοφία της οικιακής οικονομίας. Β.Κ.
Μαργαρίτες, Τ/6973-896.269, για παραγγελίες από όλη την Ελλάδα, τόσο των δικών του αγγείων, αλλά και άλλων σχεδίων ή κεραμικών αντικειμένων.
Ισορροπώντας ανάμεσα στις αρχαίες φόρμες και τα σύγχρονα υλικά

Η Λιθουανή Ema Ramanskaite και ο εκ καταγωγής Ρεθυμνιώτης Άρης Ταμπάτσικος, αμφότεροι προερχόμενοι από διαφορετικούς χώρους, έστησαν το 2012 το εργαστήρι τους στις Μαργαρίτες. Η μεν Έμα ζει τα τελευταία 20 χρόνια στην Κρήτη, όπου εργαζόταν ως ξεναγός, ο δε Άρης, τεχνίτης του μετάλλου, ζούσε στην Αθήνα. Η σύμπραξή τους συνέβη σε μια στιγμή, όταν σε δύο παράλληλους κόσμους είχαν αμφότεροι αποφασίσει να αλλάξουν πορεία στη ζωή τους. «Πήγαμε παρέα μια βόλτα στις Μαργαρίτες, ήπιαμε κρασί και αποφασίσαμε ότι εδώ έπρεπε να στήσουμε το εργαστήρι μας. Είχαμε έρθει στην πηγή, και την επιλέξαμε στοχευμένα, για να κάνουμε εδώ αυτό που μας αρέσει», μας λέει η Έμα.

Δουλεύουν και με τροχό και με τα χέρια, χρησιμοποιούν πηλό υψηλής θερμοκρασίας (stoneware) και κατασκευάζουν γυαλωμένα χρηστικά αντικείμενα βασισμένοι σε αρχαία σχέδια, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να τα προσαρμόζουν στη δική τους, πολύ χαρακτηριστική αισθητική, και να είναι σύγχρονα και λειτουργικά. «Καθετί που φτιάχνουμε διηγείται μια ιστορία», εξηγούν και φέρνουν ως παράδειγμα τα χαρακτηριστικά διπλά τοιχώματα που έχουν τα μπουκάλια που φτιάχνουν, καθώς και κάποιες κούπες τους. «Εμπνευστήκαμε από τα μινωικά μικρά μπουκαλάκια για τα ακριβά αιθέρια έλαια. Εμείς όμως τα φέραμε στα μέτρα μας, σε μεγαλύτερο μέγεθος. Πρόκειται για μπουκάλια με ένα κενό κυλινδρικού σχήματος στη μέση, που είναι ιδανικά για να σερβίρεις το λάδι, το κρασί, την τσικουδιά». Κομψά και αυστηρά αντικείμενα, πολύ καθαρές γραμμές και λευκό-γκρι χαρακτηρίζουν τη μανιέρα τους. Οι δημιουργίες τους αντλούν έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα επιρροών, από ιστορικές φόρμες έως κόμικς, τα οποία ισορροπούν ανάμεσα στο γλυπτό και το λειτουργικό. Έργα τους και χρηστικά αντικείμενα υπάρχουν στα ξενοδοχεία Grecotel, Costa Navarino και Boheme Μύκονος. Ν. Μ.
Μαργαρίτες, Τ/6983-232.787. Τα αντικείμενά τους τα βρίσκουμε επίσης στο eshop eaceramicstudio.com και στο Aumorfia (Πραξιτέλους 17, Αθήνα, Τ/211-41.29.067).
Πηγή: Γαστρονόμος





