Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας

Οι συμβουλές των ντόπιων μας αποκάλυψαν τις απλές γαστρονομικές ομορφιές του πιο κοντινού νησιού των Κυκλάδων στην Αθήνα.

7' 28" χρόνος ανάγνωσης

Η κυρία Ζάννα. Μια Τζιώτισσα από την Αθήνα. Κάθε που αρχίζει το καλοκαίρι, κατεβαίνει στην Κέα. Έχει δύο δωμάτια στο λιμάνι της Κορρησίας που τα νοικιάζει μέχρι να τελειώσει η σεζόν. Κλείνουμε το ένα για δύο βράδια. Πάνω μένει μια οικογένεια Αμερικάνων που τους πετυχαίνουμε και στην παραλία στο Γιαλισκάρι και στο ΚΤΕΛ. Ήσυχοι, πάρα πολύ ήσυχοι. Ξεδίνουν μόνο στην ακτή, όπου το παιχνίδι των αγοριών τους τρελαίνει την παραλία. Μέχρι και οι δύο κάγκουρες που έπαιζαν ρακέτες, είδαν κι απόειδαν και τους έδωσαν να παίξουν, ήταν λες και είχαν καταπιεί το υγρό της Energizer.

Μόλις μας δίνει τα κλειδιά του δωματίου, η κυρία Ζάννα μάς κατατοπίζει λίγο στα αναγκαία του νησιού. «Η Κορρησία φημίζεται για τον ξυλόφουρνο του Βασιλώνη. Θα μπείτε μέσα και δεν θα ξέρετε τι να πάρετε. Εκτός από αμυγδαλωτά. Νόστιμα είναι, αλλά δεν φημιζόμαστε γι’ αυτά. Το μεσημέρι να δοκιμάσετε τα μαγειρευτά του Σίμου. Κάνει και ντελίβερι αν θέλετε, εδώ είναι το τηλέφωνο του. Διαφορετικά, βλέπετε εκείνο το βουναλάκι, στον δρόμο για το Γιαλισκάρι; Εκεί βρίσκεται η ψησταριά του Φίλιππα. Εκπληκτικό κοντοσούβλι και έχει όλο το λιμάνι πιάτο. Μην το αμελήσετε!», μας προτρέπει, δίχως όμως να αναφέρει κάτι για ψαροταβέρνες.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-1
Βγαλμένα μόλις από τον ξυλόφουρνο, παξιμάδια και λοιπά αρτοποιήματα καταναλώνονται γρήγορα από ντόπιους και επισκέπτες της Κορρησίας.

Ο ξυλόφουρνος του Βασιλώνη ανοίγει από πολύ πρωί και κλείνει το απόγευμα. Πάντοτε θα έχει κόσμο, ντόπιους και τουρίστες.

«Μπορώ να έχω αυτό με τη βανίλια;», ρωτάει ένας Γάλλος.

Εννοεί την μπουγάτσα. Τον μιμούμαι, φαίνεται καλή. Παίρνω και ένα ζυμώδες που μοιάζει με πεϊνιρλί με χοντροκομμένες πατάτες και σουβλάκι, μερικά παξιμάδια με γλυκάνισο και ένα ψωμί ωρίμανσης, το οποίο έχει φρέσκια γεύση για όλο το τριήμερο στην Κέα.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-2
Οι σακούλες με τα παξιμάδια στον «Ξυλόφουρνο του Βασιλώνη» στην Κορρησία βρίσκονται σε περίοπτη θέση στην είσοδο του φούρνου.

Τα μαγειρευτά του Σίμου θα τα τιμήσουμε πριν την επιστροφή στην Αθήνα. Η ψησταριά του Φίλιππα ακουγόταν δελεαστική, αλλά μέσα στο καρκαΐλι, όσοι βοριάδες κι αν χτυπούν, το κρέας πέφτει βαρύ, χώρια που καλοκαιριάτικα προξενεί και καταρράκτες ιδρώτα. Λέμε να της δώσουμε μια ευκαιρία το επόμενο βράδυ, αλλά έλα που υπολογίζουμε χωρίς την Ιουλίδα. «Εκεί δεν έχω να σας προτείνω κάτι συγκεκριμένο. Όπου και να πάτε, θα φάτε καλά και νόστιμα.  Αρκεί να κάνετε κράτηση, μην πάτε έτσι», μας συστήνει η κυρία Ζάννα.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-3
Η πλατεία του Παλιού Δημαρχείου που σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλλερ καταλαμβάνεται από τους θαμώνες της ταβέρνας «Παπαρούνας».

Μόλις το ΚΤΕΛ μας αφήσει στην πιάτσα των ταξί, διότι τα αυτοκίνητα απαγορεύονται να εισέλθουν στην Χώρα, διασχίζουμε μια πύλη που σχηματίζεται από κτίσματα χαρακτηριστικής αστικής τζιώτικης αρχιτεκτονικής και μπαίνουμε στον μαγικό κόσμο της, που θυμίζει εικόνες που έχουμε δει σε βίντεο κλιπ της Δέσποινας Βανδή. Η πρώτη γνωριμία με την ενδοχώρα της Ιουλίδας είναι τα τραπεζάκια του μαγειριού στην Πιάτσα, όπου οι οικοδόμοι τρώνε μεζεδάκια και πίνουν παγωμένες μπίρες. Στα αριστερά, η βουκαμβίλια, στα δεξιά, η ανηφόρα προς το κέντρο της Χώρας. Σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, οι μυρωδιές αποκαλύπτονται. Πρώτα, η φρεσκοψημένη πίτσα από την μικροσκοπική τραττορία Gustosa. Ύστερα, τα φρέσκα μαγειρευτά από τα πιάτα του σερβιτόρου που φορτώνει στον δίσκο του ώστε να σερβίρει τους πάμπολλους πελάτες που έχουν καπαρώσει τα τραπέζια του Παπαρούνα στην πλατεία του τσιλερικού παλιού Δημαρχείου. Κάποιες βουκαμβίλιες που τρυπώνουν από τα μπαλούστρα (πήλινα κολωνάκια). Τέλος, η πίτα που μόλις βγαίνει από τον φούρνο στο Στέκι και η μυρωδιά της φτάνει στα ρουθούνια μας.

Τα τραπέζια είναι κρατημένα, όπως το είπε η κυρία Ζάννα. Περιμένουμε στην είσοδο, ο σερβιτόρος κρατάει ένα μπλοκάκι. Υπάρχει τραπέζι για αύριο στις οκτώ. Σημειώνει όνομα και τηλέφωνο και εύχεται να πάμε στο καλό. Φεύγουμε για ποτό στο μπαλκόνι του Abourkouna και, μαζί με το κρασί, λέμε να δοκιμάσουμε το τοπικό ξηροτύρι και τις φέτες λόζας, αυτού του πικάντικου αλλαντικού των Κυκλάδων. Σαν γεύση μας θύμισε το σαλάμι αέρος του Ντελημάρη στην Λευκάδα, αλλά στο πιο μαστιχωτό του. Μια μπουκιά είναι ήδη αρκετή.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-4
«Ό,τι πέφτει, δεν ξαναγυρνάει» ήταν η συμβουλή που μας έδωσαν στην ταβέρνα «Στέκι» στην Ιουλίδα.
Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-5
Τα ορεκτικά στο «Στέκι»: σαλάτα με μαρούλι, ξινό μήλο, λιαστή ντομάτα με βαλσάμικο, ντόπια κοπανιστή και σπιτική κολοκυθόπιτα της ώρας.

Το επόμενο βράδυ, το τραπέζι στο Στέκι μας περιμένει. Ακριανό, για δύο άτομα. Μπροστά το ηλιοβασίλεμα και πίσω η εκκλησία, με την καμπάνα να είναι προγραμματισμένη να χτυπάει κάθε ώρα. Το χάρτινο τραπεζομάντιλο με τον χάρτη της Κέας έχει ήδη απλωθεί στο τραπέζι. Η γυναίκα μάς καλωσορίζει με χαμόγελο, αφήνει το μενού, μαζί με το ψωμί και τα ποτήρια. Εδώ και είκοσι χρόνια που λειτουργεί, φτιάχνουν μαγειρευτά που είναι σαν να τρως απ’ την κουζίνα της μάνας σου. Οι τιμές είναι προσιτές. «Εξαιρετικά τίμιο», σχολιάζουμε με τον φίλο μου.

«Τι να σας φέρουμε;», μας ρωτάει ο άντρας που κρατάει το μπλοκάκι της παραγγελιάς.

Παραγγέλνουμε μια ντόπια κοπανιστή, πλούσια, με την αψάδα της, ένα κατσικάκι λεμονάτο με πατάτες που λιώνει στο στόμα. Άραγε, τα σουτζουκάκια με τι να τα συνοδεύσουμε;

«Με μακαρόνια, μην το σκέφτεστε», ψιθυρίζει θεατρικά ο άντρας, λύνοντας απλά και γρήγορα τον γόρδιο δεσμό του συνοδευτικού.

«Και εκείνη η πίτα που μυρίσαμε χθες, όταν περνούσαμε έξω απ’ το μαγαζί, τι ήταν;», τον ρωτάω.

«Κολοκυθόπιτα».

«Φαντάζομαι πως είναι δικιά σας».

Σοκάρεται, ανοίγει το στόμα του και παίρνει το βλέμμα που λέει βουβά «πώς τόλμησες να ξεστομίσεις κάτι τέτοιο».

«Απαπά, καλέ τι πράγματα είναι αυτά; Κατεψυγμένη πίτα εδώ;», με παίρνει από τα μούτρα.

«Συγγνώμη, η Αθήνα μας έχει κάνει καχύποπτους».

Την γράφει χωρίς να μας ρωτήσει αν θέλουμε, διότι βαθιά μέσα του ξέρει πως μόλις την φέρει στο τραπέζι θα την καταβροχθίσουμε. Η ζύμη είναι ελαφριά, σαν της σπιτικής πατσαβουρόπιτας. Τη συνοδεύουμε με λίγη κοπανιστή, η οποία κάνει κάθε μπουκιά λίγο πιο πικάντικη. Της πηγαίνει απίστευτα. Παραγγέλνουμε άλλο ένα τυράκι, αλλά το τραπέζι είναι γεμάτο. Αφήνω τα ποτήρια στο τοιχάκι στα αριστερά. Πίσω του, το τίποτα, το χάος. Ο γκρεμός.

«Να ξέρεις, όταν αφήνεις πράγμα στο τοιχάκι, πιάτο, ποτήρι, κινητό, μπορεί να πέσει. Κι ό,τι πέφτει, πίσω δεν ξανάρχεται. Πάει, εχάθη», μας ενημερώνει η γυναίκα. Τα φέρνουμε βόλτα, παίρνει μαζί της και μερικά πιάτα και όλα καλά.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-6
Κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού είναι τα χάρτινα τραπεζομάντηλα στις ταβέρνες, τα οποία έχουν τυπωμένα τους χάρτες των νησιών.
Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-7
Μακαρόνια με σουτζουκάκια και τριμμένο τυρί και κατσικάκι λεμονάτο με πατάτες στο «Στέκι».

Τα κοριτσάκια του διπλανού τραπεζιού αφήνουν το τσιμπολόγημα της πατάτας στη μέση και πειραματίζονται με την φωτογραφική που τους έδωσα για να μας βγάλουν μια φωτογραφία. Παίζουν με το ζουμ, γελούν μόλις κοιτούν από το ματάκι, δοκιμάζουν τρόπους για να την κρατήσουν, ώστε να μην χάσουν την ευκαιρία να βγάλουν την μία λήψη που χρειάζεται. Πατούν ταυτόχρονα το κουμπί και το φλας αστράφτει. Θέλουν να δουν πως βγήκε η φωτογραφία. Οι γονείς τους αναλαμβάνουν τα ταχύρρυθμα μαθήματα για τη ζωή πριν τις ψηφιακές κάμερες.

Εκείνη τη στιγμή, έρχονται οι φίλοι τους. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ανταμώνουν. Τα παιδιά βγαίνουν να παίξουν στα σκαλοπάτια. Εμείς είμαστε σιωπηλοί, απολαμβάνουμε το αεράκι των Κυκλάδων χωρίς να μιλάμε, κοιτάμε τις γραμμές του νησιού, τα μονοπάτια που μοιάζουν με ουλές στο σώμα της Κέας. Εκείνοι μιλούν δυνατά, δεν μπορείς να μην τους ακούσεις να παραπονιούνται για τις συνθήκες στο νησί.

«Χανόμαστε, ρε συ, χανόμαστε! Ποιος είπε ότι είναι καλά τα πράγματα εδώ; Καλοκαίρι έρχεσαι, φεύγεις από την πόλη, φυσικά και θα τα βρίσκεις ωραία. Για μείνε, όμως, και τον χειμώνα».

«Και γιατί μου το λες έτσι; Εσύ επέλεξες να μείνεις εδώ».

«Και δεν το μετανιώνω, αλλά θέλουμε βοήθεια. Με το νερό, με την ακρίβεια, με τους δρόμους, με τις υποδομές. Πρέπει να έρθει ο ξένος και να αγαπήσει τον τόπο, για να φτιάξει κάτι».

«Κάνατε τίποτα στον Δήμο;»

«Τι να κάνουμε μωρέ; Ο Δήμος μας φέρεται περισσότερο σαν πολιτιστικός σύλλογος παρά σαν αρχή. Άσε μας τώρα».

Σε αντίθεση με άλλα τραπέζια, γλυκό δεν μας φέρνουν. Περίεργο, αλλά δεν πειράζει τόσο. Τα παγωτά στο «Τυράκειον» μας αποζημιώνουν. Κάποιες γεύσεις μένουν οι ίδιες, κάποιες αλλάζουν, ανάλογα με τα διαθέσιμα γαλακτοκομικά υλικά, καθώς τα αδέρφια Μυκονιάτη χρησιμοποιούν προϊόντα από τη δική τους φάρμα και οι ποσότητες του γάλακτος διαφέρουν ανά ημέρα. Χθες υπήρχε παγωτό ρυζόγαλο, απόψε αρμπαρόριζα.

Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-8
Πριν την επιστροφή στην Κορρησία, μια στάση για παγωτό στο «Τυράκειον».
Στην Κέα νιώσαμε σαν να τρώμε στο σπίτι μας-9
Κάποιες από τις γεύσεις μπορεί να μην βρίσκονται την επόμενη μέρα στα ψυγεία του «Τυράκειον», καθώς τα αδέρφια Μυκονιάτη που έχουν την επιχείρηση χρησιμοποιούν προϊόντα από τη δική τους φάρμα και οι ποσότητες του γάλακτος διαφέρουν ανά ημέρα.

Παίρνουμε ένα κυπελλάκι, ίσα ίσα να καλύψουμε την λιγούρα μετά το φαγητό και καθόμαστε στην πιάτσα των ταξί, περιμένοντας το ΚΤΕΛ. Αριστερά, το Νέο Δημαρχείο, σε σχέδια Τσίλερ, όπως το Παλαιό. «Τι στο καλό; Σε όλους τα ίδια σχέδια έδινε και όλα τα κτίρια του μοιάζουν κόπι καρμπόν;», θέτει ρητορικά ο Τ.

Πίσσα σκοτάδι από την Ιουλίδα και πέρα. Ίσα που αχνοφαίνονται τα φώτα της Κορρησίας. Πέρα, τα κόκκινα φώτα στις ανεμογεννήτριες της Εύβοιας αναβοσβήνουν. Τρώμε λαίμαργα το παγωτό μέχρι να έρθει το ΚΤΕΛ. Τρεις σκέψεις επικρατούν μόνο: α) να μας υποδεχτεί ξανά η κυρία Ζάννα μέσα στη σεζόν β) ό,τι νησιώτικη μελωδία έχει τραγουδήσει η Δέσποινα Βανδή (λόγω του κυκλαδίτικου φόντου στα βίντεο κλιπ) και γ) αυτή η κολοκυθόπιτα με την κοπανιστή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT