Κερκυραϊκό γλωσσάρι: ξέρετε τι είναι τα μουστατσόνια και η μπαρμπαρέλλα;

Κερκυραϊκό γλωσσάρι: ξέρετε τι είναι τα μουστατσόνια και η μπαρμπαρέλλα;

Λες «γκραν πιρόν» (καλοφαγάς δηλαδή) και γεμίζει το στόμα σου. Είναι γοητευτική η κορφιάτικη ντοπιολαλιά, έχει ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα, κι όταν αναφέρεται στην κουζίνα και στο φαγητό μας αρέσει ακόμα πιο πολύ.

3' 7" χρόνος ανάγνωσης

Ρωτήσαμε παλιές Κερκυραίες, συμβουλευτήκαμε λεξικά, αλλά και το βιβλίο της Νινέττας Λάσκαρι Κέρκυρα: Μια ματιά μέσα στον χρόνο, 1204-1864, (εκδόσεις Ποταμός), και συγκεντρώσαμε αλφαβητικά ένα δείγμα από κερκυραϊκές άγνωστες λέξεις για το φαγητό και τις πρώτες ύλες του.

Α

αγερίνα = λεπτή άμμος
αγιασμός = δυόσμος
agio-ogio = φαγητό με λάδι και σκόρδο – aglio e olio (αφορούσε λαχανικά, ζυμαρικά κ.ά.)
αλεύρι μπουράο = κοσκινισμένο αλεύρι
αμμολαίρνει το λάδι = το ξαναζέσταμα του λαδιού που από το κρύο έχει πήξει σαν βούτυρο
άνθο = άνηθος
απάπηδες = πιθανότερο ελιές
απόδιαβα τη Λαμπρηά = όταν περάσει το Πάσχα
a pugno = με το χέρι σε γροθιά (για το ζύμωμα της φογάτσας)
ασκάρδες = σκελίδες σκόρδου

Β

βαρδάτσες = δαμάσκηνα
becari = κρεοπώλες
βουρλιασμένα = τρόφιμα για αποξήρανση περασμένα σε βούρλο

Γ

casaroli = τυροπώλες
γιαλικά = του γιαλού, οστρακοειδή
γούλιαντρο = κόλιανδρος
γκραν πιρόν = καλοφαγάς

D

dispensa (ντισπέντσα) = ερμάρι για τρόφιμα

Κερκυραϊκό γλωσσάρι: ξέρετε τι είναι τα μουστατσόνια και η μπαρμπαρέλλα;-1
«Ζόρκα» λένε στην Κέρκυρα την πίτα που δεν έχει φύλλο. Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου
Μακαρόνια κολομπίμπιρι
Μακαρόνια κολομπίμπιρι. Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς

Z

ζόρκα = γυμνή (σε πίτες, χωρίς φύλλο)

Θ

θερμούτσα = χόβολη

Κ

καναβέττα = μικρά ξύλινα κασόνια ή τελάρα για διάφορες χρήσεις στην οικιακή αποθήκη, κυρίως για άπλωμα και αποξήρανση καρπών
κάνταρος = πήλινη λεκάνη
καντηλήθρες = φυτό που, αφού ξεραθεί, ο ύπερός του χρησιμεύει για το άναμμα του καντηλιού
κάριο = τροχαλία
κλώδα = η κόρα του ψωμιού
κοβέρκι = καπάκι κατσαρόλας
κολομπίμπιρι = με πιπέρι (βεν. collu pimpiri)
κομιντόρια = ντομάτες
κονίκλοι = κουνέλια
κουκικόφυλλα = φύλλα κοκικιάς (κουτσουπιάς), με τα οποία τύλιγαν το ψωμί από χοντρό καλαμποκάλευρο στο ψήσιμο, για να μην καεί
κουκούτσα (βεν. cucuzza) = αγκινάρα
κουπωμένο = σκεπασμένο
κουφέτες = ποπ κορν

Λ

λυγέρι = εύκαμπτη βέργα από λυγαριά, που χρησιμοποιούσαν αντί για σχοινί

Μουστατσόνια ή μακαρόν – Τα κερκυραϊκά ψητά αμυγδαλωτά
Μουστατσόνια στην Κέρκυρα λένε τα ψητά αμυγδαλωτά που στην υπόλοιπη Ελλάδα συναντάμε ως εργολάβους.
Νεραντζοσαλάτα, ήγουν πορτοκαλοσαλάτα
Νεραντζοσαλάτα, ήγουν πορτοκαλοσαλάτα. Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς

Μ

μαγνάδια = λεπτά γυναικεία πέπλα για κάλυψη του κεφαλιού
μανιαρέττα = λιχουδιές
μέσα μπάντα, πρώτη φέτα = μέρος από μοσχαρίσιο μπούτι, κατάλληλο για παστιτσάδα
μέστολο = ξύλινη κουτάλα
μόγιο = να μουσκέψει, μούσκιος
μονάτα = σκέτα
μουστατσόνια = αμυγδαλωτά
μπακίρια = πεπόνια
μπατάτες / πατατόνες = γλυκοπατάτες
μπαρμπαρέλλα = καλαμποκόψωμο, ένα ψωμί της φτώχειας
μπαρμπέτα από φινόκιο = ξέφτι από μαραθόριζα
μπιφιστίκι = μπιφτέκι
μποτήρι = πήλινο δοχείο για κρασί (λέγεται και μπότης, που σπάζουν στα Επτάνησα στην πρώτη Ανάσταση)
μπουτίρο = φρέσκο βούτυρο
μυκάνοι = μανιτάρια

Ν

νεράντζι = πορτοκάλι, από τη βενετσιάνικη λέξη naranza
νέσπολα = μούσμουλο

Ξ

ξανάλατο = ξαλμυρισμένο

Π

πασσαμπρόντο = σουρωτήρι
πεβερόνια = πιπεριές, συνήθως καυτερές (πεβερόνι καούρικο)
πέπες = πεπόνια χειμωνιάτικα
πέτουρο = χοντρό φύλλο ζύμης
πήδουλας = σκουλήκι που γεννά το ίδιο το τυρί όταν είναι πολύ παχύ – το λένε έτσι επειδή πηδάει στο φως
πίλα = δοχείο λαδιού
πινιάτα = κατσαρόλα
πιούμα = φτερό πουλιού, συχνά παγονιού, για άλειμμα των φαγητών, π.χ. με λάδι
πιτιτέλια = ορεκτικά
ποζάδες = ασημένια μαχαιροπίρουνα
πρικιό = πολύ πικρό

Μπαρμπούνια σαβούρο
Μπαρμπούνια σαβούρο. Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς
Κερκυραϊκό γλωσσάρι: ξέρετε τι είναι τα μουστατσόνια και η μπαρμπαρέλλα;-2
Αυγά με σάρτσα από την Κέρκυρα. Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς

Ρ

ρεκάμο = κεντητό τραπεζομάντιλο
ριγανόσκουδο = κοτσάνι ξερής ρίγανης
ροβίκια = ραδίκια
ρούβελας = κοκκινολαίμης

Σ

σαβούρο = ψάρια συντηρημένα στο λάδι
salva roba = αποθήκη, κυρίως τροφίμων
σαρατσέλι = ταβάνι
σάρ(τ)σα = σάλτσα
σάρτσα μπιάνκα = λευκή σάλτσα
σκλεμπόνες = μεγάλα κολοκύθια που τα ξεραίνουν για να μαζέψουν τον σπόρο
σκουτέλλα = βαθιά πιατέλα
σούγος = πυκνή σάλτσα στο τέλος του μαγειρέματος (να σουγάρει = να δέσει)
σπούρδα = γλυκιά κολοκύθα
στια = φωτιά, εστία
σφόγια = φύλλο ζύμης

Τ

τάγια πάστα = κουπάτ
τερρίνα = πήλινο μπολ
τουβάγια = τραπεζομάντιλο
τσέολες = κρεμμύδια
τσιμπίμπο = ξανθή σταφίδα

Κερκυραϊκό γλωσσάρι: ξέρετε τι είναι τα μουστατσόνια και η μπαρμπαρέλλα;-3
Η μπαρμπαρόπιτα είναι η πίτα που φτιάχνεται με μπαρμπαράλευρο, δηλαδή με καλαμποκάλευρο κίτρινο. Είναι γλυκιά, περιέχει «τσιμπίμπο», σταφίδες δηλαδή. Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου

Φ

φοντίνα = βαθύ πιάτο
forneri = αρτοποιοί, φουρνάρηδες
φουρνέλλο = χτιστός φούρνος στην κουζίνα
φρεσσόρα = φαρδύ, ρηχό τηγάνι για τηγάνισμα κυρίως ψαριών, αλλά και φριτέζα με καλαθάκι τηγανίσματος
frito’lini = πλανόδιοι έμποροι ψαριών που τα τηγάνιζαν κιόλας
φρούστα = αυγοδάρτης, σύρμα, φουέ

Χ

χαρτί στράτσο = στρατσόχαρτο, απορροφητικό χαρτί

Ω

ωγνίστρα = τζάκι, γωνίστρα (επειδή συνήθως βρισκόταν σε γωνία)

Πηγή: Γαστρονόμος

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT