Ρωτήσαμε παλιές Κερκυραίες, συμβουλευτήκαμε λεξικά, αλλά και το βιβλίο της Νινέττας Λάσκαρι Κέρκυρα: Μια ματιά μέσα στον χρόνο, 1204-1864, (εκδόσεις Ποταμός), και συγκεντρώσαμε αλφαβητικά ένα δείγμα από κερκυραϊκές άγνωστες λέξεις για το φαγητό και τις πρώτες ύλες του.
Α
αγερίνα = λεπτή άμμος
αγιασμός = δυόσμος
agio-ogio = φαγητό με λάδι και σκόρδο – aglio e olio (αφορούσε λαχανικά, ζυμαρικά κ.ά.)
αλεύρι μπουράο = κοσκινισμένο αλεύρι
αμμολαίρνει το λάδι = το ξαναζέσταμα του λαδιού που από το κρύο έχει πήξει σαν βούτυρο
άνθο = άνηθος
απάπηδες = πιθανότερο ελιές
απόδιαβα τη Λαμπρηά = όταν περάσει το Πάσχα
a pugno = με το χέρι σε γροθιά (για το ζύμωμα της φογάτσας)
ασκάρδες = σκελίδες σκόρδου
Β
βαρδάτσες = δαμάσκηνα
becari = κρεοπώλες
βουρλιασμένα = τρόφιμα για αποξήρανση περασμένα σε βούρλο
Γ
casaroli = τυροπώλες
γιαλικά = του γιαλού, οστρακοειδή
γούλιαντρο = κόλιανδρος
γκραν πιρόν = καλοφαγάς
D
dispensa (ντισπέντσα) = ερμάρι για τρόφιμα
![]() |
![]() |
Z
ζόρκα = γυμνή (σε πίτες, χωρίς φύλλο)
Θ
θερμούτσα = χόβολη
Κ
καναβέττα = μικρά ξύλινα κασόνια ή τελάρα για διάφορες χρήσεις στην οικιακή αποθήκη, κυρίως για άπλωμα και αποξήρανση καρπών
κάνταρος = πήλινη λεκάνη
καντηλήθρες = φυτό που, αφού ξεραθεί, ο ύπερός του χρησιμεύει για το άναμμα του καντηλιού
κάριο = τροχαλία
κλώδα = η κόρα του ψωμιού
κοβέρκι = καπάκι κατσαρόλας
κολομπίμπιρι = με πιπέρι (βεν. collu pimpiri)
κομιντόρια = ντομάτες
κονίκλοι = κουνέλια
κουκικόφυλλα = φύλλα κοκικιάς (κουτσουπιάς), με τα οποία τύλιγαν το ψωμί από χοντρό καλαμποκάλευρο στο ψήσιμο, για να μην καεί
κουκούτσα (βεν. cucuzza) = αγκινάρα
κουπωμένο = σκεπασμένο
κουφέτες = ποπ κορν
Λ
λυγέρι = εύκαμπτη βέργα από λυγαριά, που χρησιμοποιούσαν αντί για σχοινί
![]() |
![]() |
Μ
μαγνάδια = λεπτά γυναικεία πέπλα για κάλυψη του κεφαλιού
μανιαρέττα = λιχουδιές
μέσα μπάντα, πρώτη φέτα = μέρος από μοσχαρίσιο μπούτι, κατάλληλο για παστιτσάδα
μέστολο = ξύλινη κουτάλα
μόγιο = να μουσκέψει, μούσκιος
μονάτα = σκέτα
μουστατσόνια = αμυγδαλωτά
μπακίρια = πεπόνια
μπατάτες / πατατόνες = γλυκοπατάτες
μπαρμπαρέλλα = καλαμποκόψωμο, ένα ψωμί της φτώχειας
μπαρμπέτα από φινόκιο = ξέφτι από μαραθόριζα
μπιφιστίκι = μπιφτέκι
μποτήρι = πήλινο δοχείο για κρασί (λέγεται και μπότης, που σπάζουν στα Επτάνησα στην πρώτη Ανάσταση)
μπουτίρο = φρέσκο βούτυρο
μυκάνοι = μανιτάρια
Ν
νεράντζι = πορτοκάλι, από τη βενετσιάνικη λέξη naranza
νέσπολα = μούσμουλο
Ξ
ξανάλατο = ξαλμυρισμένο
Π
πασσαμπρόντο = σουρωτήρι
πεβερόνια = πιπεριές, συνήθως καυτερές (πεβερόνι καούρικο)
πέπες = πεπόνια χειμωνιάτικα
πέτουρο = χοντρό φύλλο ζύμης
πήδουλας = σκουλήκι που γεννά το ίδιο το τυρί όταν είναι πολύ παχύ – το λένε έτσι επειδή πηδάει στο φως
πίλα = δοχείο λαδιού
πινιάτα = κατσαρόλα
πιούμα = φτερό πουλιού, συχνά παγονιού, για άλειμμα των φαγητών, π.χ. με λάδι
πιτιτέλια = ορεκτικά
ποζάδες = ασημένια μαχαιροπίρουνα
πρικιό = πολύ πικρό
![]() |
![]() |
Ρ
ρεκάμο = κεντητό τραπεζομάντιλο
ριγανόσκουδο = κοτσάνι ξερής ρίγανης
ροβίκια = ραδίκια
ρούβελας = κοκκινολαίμης
Σ
σαβούρο = ψάρια συντηρημένα στο λάδι
salva roba = αποθήκη, κυρίως τροφίμων
σαρατσέλι = ταβάνι
σάρ(τ)σα = σάλτσα
σάρτσα μπιάνκα = λευκή σάλτσα
σκλεμπόνες = μεγάλα κολοκύθια που τα ξεραίνουν για να μαζέψουν τον σπόρο
σκουτέλλα = βαθιά πιατέλα
σούγος = πυκνή σάλτσα στο τέλος του μαγειρέματος (να σουγάρει = να δέσει)
σπούρδα = γλυκιά κολοκύθα
στια = φωτιά, εστία
σφόγια = φύλλο ζύμης
Τ
τάγια πάστα = κουπάτ
τερρίνα = πήλινο μπολ
τουβάγια = τραπεζομάντιλο
τσέολες = κρεμμύδια
τσιμπίμπο = ξανθή σταφίδα

Φ
φοντίνα = βαθύ πιάτο
forneri = αρτοποιοί, φουρνάρηδες
φουρνέλλο = χτιστός φούρνος στην κουζίνα
φρεσσόρα = φαρδύ, ρηχό τηγάνι για τηγάνισμα κυρίως ψαριών, αλλά και φριτέζα με καλαθάκι τηγανίσματος
frito’lini = πλανόδιοι έμποροι ψαριών που τα τηγάνιζαν κιόλας
φρούστα = αυγοδάρτης, σύρμα, φουέ
Χ
χαρτί στράτσο = στρατσόχαρτο, απορροφητικό χαρτί
Ω
ωγνίστρα = τζάκι, γωνίστρα (επειδή συνήθως βρισκόταν σε γωνία)
Πηγή: Γαστρονόμος







