Στη Δροσιά, τη δεύτερη πατρίδα των ξεριζωμένων Ποντίων, το πεϊνιρλί είναι η γαστρονομική τους κληρονομιά, μετουσιωμένη σε τραγανή ζύμη και κοχλαστή γέμιση με τυρί. Τo φημισμένo στέκι του Ελευθεριάδη μοιράζεται τις ιστορίες και μυστικά του.
«Πεϊνιρλί» στα τουρκικά σημαίνει «με τυρί». Οι Πόντιοι, όπως όλοι οι Μαυροθαλασσίτες, με τα βασικά τους αγαθά, δηλαδή σιτηρά και τυρί αγελαδινό και πρόβειο, είχαν μάθει να φτιάχνουν μια απλή συνταγή «γιαγλία», στα ποντιακά, για να μεταφέρουν στον χώρο της σκληρής αγροτικής τους δουλειάς ένα προσφάι δυναμωτικό. Ερχόμενοι στην Ελλάδα μετά τη Γενοκτονία του 1919, πολλοί από αυτούς έφτασαν και στην Αττική και εγκαταστάθηκαν στη Δροσιά, όπου και ρίζωσαν. Σε παράγκες αρχικά, και σύντομα στα τακτοποιημένα νοικοκυριά τους, έγιναν ιδιαίτερα αγαπητοί από το προσωπικό των γειτονικών εποχικών σανατορίων της Πεντέλης για τα θαυμάσια πεϊνιρλί που έφτιαχναν, ανεπίσημα, για το μεράκι τους. Το ολότελα άγνωστο στους Αθηναίους έδεσμα σκόρπισε ενθουσιασμό και δεν άργησε να προσφέρεται σε φούρνους, ταβέρνες, μπακάλικα, καφενεία της περιοχής. Μετά την Κατοχή, από ποντιακό προσφυγοχώρι η Δροσιά γίνεται εκδρομικός προορισμός κάθε κοινωνικής τάξης, ιδιαίτερα για κατοίκους του Πειραιά, της Δραπετσώνας και της Κοκκινιάς. Μετά τις πεζοπορίες και τις βόλτες στην εξοχή, η πείνα τούς οδηγούσε στα πρώτα ταβερνάκια της περιοχής, που ξεκίνησαν από μικρά καφενεδάκια, μπακάλικα ή φούρνους. Στέκια που εξελίχθηκαν σε μικρές, αλλά ανθηρές οικογενειακές επιχειρήσεις, απέκτησαν τεράστια φήμη, υποδέχτηκαν διασημότητες από τον χώρο της πολιτικής, της τέχνης, του αθλητισμού. Επιλέξαμε του Ελευθεριάδη, το παλιότερο και, όχι άδικα, το πιο φημισμένο. Εδώ διατηρούν για γενιές τις πατροπαράδοτες συνταγές, τα μυστικά, τον εξοπλισμό, τις τεχνικές και, κυρίως, τη φιλοσοφία της διάσωσης της ποντιακής γαστρονομικής κουλτούρας. Έστω μέσα από ένα (καθόλου) απλό (στην παρασκευή του) πεϊνιρλί.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο

