Στη Νέα Ιωνία βρίσκονται και τα τρία καταστήματα του ζαχαροπλαστείου «Τα Γιούλια», και υπάρχει λόγος. Στη Νέα Ιωνία ήρθε ο Βαγγέλης Αγιακλόγλου –ιδρυτής του ζαχαροπλαστείου– το 1924 ως Μικρασιάτης πρόσφυγας από τη Σπάρτη της Αττάλειας με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια του. Ηταν μόλις επτά χρονών. Μαζί με εκείνους ήρθαν και χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες τους και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη νέα τους πατρίδα. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Μεγαλώνοντας ο νεαρός Βαγγέλης έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει και να βοηθήσει τους γονείς του, ενώ πάντα έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα ζαχαροπλαστεία. Δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά του κέντρου, μετά όμως ήρθε η κατοχή. Πάλι δυσκολίες και πείνα. Τότε ήταν που υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα αφοσιωθεί σε ένα επάγγελμα που δεν θα τον άφηνε ποτέ ξανά να πεινάσει.



Το 1945, ο παππούς Βαγγέλης άνοιξε το δικό του ζαχαροπλαστείο στη γειτονιά του, στην οδό Μεσολογγίου, στο κέντρο της Νέας Ιωνίας. Τα γλυκά ήταν η μεγάλη του αγάπη. Του άρεσε να ασχολείται, να παρακολουθεί τις Μικρασιάτισσες νοικοκυρές να τα φτιάχνουν, να μαθαίνει τα μυστικά τους. Παρακολουθούσε ακόμη και τις κινήσεις τους: πόσο απαλά άγγιζαν το ζυμάρι, πόση ώρα το άφηναν να ξεκουραστεί, σε τι σχήματα το έπλαθαν. Kατέγραψε τις συνταγές τους και έβαλε σκοπό να διατηρήσει την τέχνη τους.



Με αυτόν τον τρόπο ένιωθε ότι προσφέρει έργο στην κοινότητα των Μικρασιατών. Σε μια σπαρταριστή συνέντευξη που έδωσε στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», το 1999, λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή, έλεγε μεταξύ άλλων: «Αγιακλόγλου θα πει αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ο γρήγορος και ο καταφερτζής. Ετσι είμαστε οικογενειακώς. Είμαστε και καλοφαγάδες, όπως όλοι οι Σπαρταλήδες. Η μάνα μου και η γιαγιά άνοιγαν φύλλο μόνες τους και έφτιαχναν, θυμάμαι, τα ωραιότερα μπουρέκια. Γινόταν γιορτή. Φώναζε τους συγγενείς και τους γείτονες και όλοι συμμετείχαν. Ηταν μαστόρισσα η μάνα μου και τα έκανε όλα με τέχνη. Οσο δύσκολα και να περνούσαμε, δεν μας στερούσε ποτέ το πασχαλινό τσουρέκι ή το χριστουγεννιάτικο γλυκό. Με μόλις δυο οκάδες αλεύρι, έφτιαχνε τραπέζι πλουσιοπάροχο. Ολοι την αγαπούσαν γιατί ήταν πρόσχαρη. Σε ένα κιούπι είχε πάντα γλυκό μήλο, σε ένα άλλο κυδώνι και σε ένα τρίτο σαραγλάκι. Της άρεσε να κερνάει τον κόσμο, έτσι κανείς δεν έφευγε παραπονεμένος. Πήραμε το παράδειγμά της και ό,τι καλό κάναμε από εκείνη το μάθαμε. Ηταν η αιτία που έγινα ζαχαροπλάστης. Μου άρεσαν τόσο τα γλυκά της, που δεν σταμάτησα ποτέ να τα τρώω και ούτε έπαθα ποτέ ζάχαρο. Ολες τις συνταγές της μάνας μου τις διατήρησα και τις έφτιαχνα στο μαγαζί».

![]() |
![]() |
Στην αρχή, ο παππούς Βαγγέλης είχε μόνο γλυκά του κουταλιού, τα πουλούσε στα γύρω καφενεία και σε όσους περνούσαν από το μαγαζί. Δούλευαν τρία άτομα τότε, εκείνος με τη γυναίκα του και ένας βοηθός. Σήμερα στα Γιούλια δουλεύουν σχεδόν εκατό. Όσο μεγάλωνε το μαγαζί, έφτιαξαν το εργαστήριό τους και πρόσθεσαν σταδιακά και άλλα γλυκά: διάφορα σιροπιαστά, γαλακτομπούρεκο, βυζαντινό, μπακλαβά, ραβανί. Αλλά και αθηναϊκά γλυκά, όπως πάστες, κεράσματα και τούρτες – τα είχε μάθει στα ζαχαροπλαστεία του κέντρου. Το Πάσχα έψηναν τσουρέκια και την Πρωτοχρονιά πολίτικη βασιλόπιτα. Τα ζητούσε όμως ο κόσμος και τον υπόλοιπο χρόνο και κάπως έτσι καθιερώθηκε και τα έβαλαν στο καθημερινό πρόγραμμα. Το τσουρέκι μαζί με τις χιονούλες είναι τα δύο πιο δημοφιλή γλυκά στα Γιούλια. Οι γλυκατζήδες της Αθήνας ορκίζονται στη γεύση τους και έρχονται στη Νέα Ιωνία από διάφορες περιοχές μόνο και μόνο για να τα γευτούν. Η αγάπη που έδειξαν οι πελάτες στις γεύσεις του ζαχαροπλαστείου φάνηκε από νωρίς. Το 1954, όταν έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του μαγαζιού, μαζεύτηκε απέξω η μισή Νέα Ιωνία. Σχεδόν 80 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το ζαχαροπλαστείο συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις των Αθηναίων της παλιάς αλλά και της νέας γενιάς.


«Ηταν γλυκατζής ο παππούς μου, από εκείνον το έχω πάρει», λέει ο Βαγγέλης Αγιακλόγλου, ο εγγονός του ιδρυτή, την ώρα που μπαίνουμε στο υπερσύγχρονο εργαστήριό τους στην Αλέκου Παναγούλη. Αυτό είναι το τρίτο τους μαγαζί, το δεύτερο άνοιξε τη δεκαετία του 1970 στην οδό Αναγεννήσεως. Οι μυρωδιές που σκάνε στη μύτη είναι ξελιγωτικές. Φρεσκοψημένα τσουρέκια που αχνίζουν και μοσχομυρίζουν βούτυρο, μαχλέπι και μαστίχα βγαίνουν από τους φούρνους, την ίδια στιγμή άλλα ταψιά με άψητα τσουρέκια μπαίνουν για να ψηθούν. «Η συνταγή για το τσουρέκι είναι η ίδια, η τεχνολογία όμως εξελίσσεται. Ψήνεται ακόμα καλύτερα η ζύμη και φουσκώνει πιο καλά», λέει ο Βαγγέλης όσο μας ξεναγεί. Λίγο πιο κάτω, οι γυναίκες του εργαστηρίου πλάθουν σε πλεξούδες τα τσουρέκια. Κάνουν απαλές και ανάλαφρες κινήσεις, γρήγορα και με ρυθμό. «Είναι μέρος της τεχνικής», λέει η κυρία Αννα, μία από τις πιο παλιές ζαχαροπλάστισσες στα Γιούλια. Δουλεύει στο εργαστήριο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. «Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες μού έμαθαν τα μυστικά τους και με έκαναν να αγαπήσω τη δουλειά μου. Τους το χρωστάω», προσθέτει. Ταψιά με λαμπροκούλουρα και σμυρναίικα κουλουράκια περνούν από δίπλα μας. «Δοκιμάστε όσο είναι ζεστά», μας προτρέπει. Δεν προτείνει το ίδιο για το τσουρέκι, που πρέπει να κρυώσει για να βγάλει σωστά τη γλύκα και τα αρώματά του. Ο Βαγγέλης Αγιακλόγλου εκπροσωπεί την τρίτη γενιά ζαχαροπλαστών. Μαζί με τις αδελφές του Ιουλία και Κατερίνα και τα ξαδέλφια τους Βαγγέλη, Κλήμη και Γιάννη συνεχίζουν το έργο του παππού και των γονιών τους. «Ηρθε πολύ φυσικά η διαδοχή. Ήμασταν τυχεροί γιατί ήταν κάτι που μας άρεσε και το συνεχίσαμε με χαρά. Σπουδάσαμε διάφορες ειδικότητες, αλλά τελικά μας κέρδισε η οικογενειακή επιχείρηση», λέει. «Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας;» τον ρωτάω. «Θέλει, όταν κάνεις κάτι, να το κάνεις με μεγάλη προσοχή. Αυτό είναι το μυστικό. Το έλεγαν και ο παππούς και ο πατέρας μου αυτό. Αν δώσεις την ίδια συνταγή σε δύο ανθρώπους και ο ένας βάλει την ενέργεια και την προσοχή του ενώ ο άλλος απλώς την εκτελέσει, του πρώτου θα βγει σίγουρα καλύτερη. Αυτό μας το πέρασαν. Μάθαμε από μικρά δίπλα στον παππού, που ήταν συνέχεια από πάνω μας και μας καθοδηγούσε. Ηταν στο μαγαζί μέχρι τη μέρα που πέθανε. Ήταν όλη του η ζωή».



Ο παππούς Βαγγέλης αφιέρωσε τη ζωή του στα Γιούλια και τα παιδιά του το πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Ο Σεραφείμ, ο Χρήστος και η Καίτη μετέφεραν την παραγωγή σε μεγαλύτερο εργαστήριο, το έκαναν γνωστό σε περισσότερο κόσμο και έφεραν καινούργιες συνταγές. Ήταν ιδέα της Καίτης οι περίφημες χιονούλες. Αυτά τα αφράτα, ολοστρόγγυλα κεράσματα, που είναι ισορροπημένα γλυκά, με κρέμα νόστιμη και ανάλαφρη και φρεσκότατο παντεσπάνι-αφρό, το σήμα κατατεθέν τους. «Μια εποχή έκανα διατροφή και πήγαινα στη διαιτολόγο μου χιονούλες. Της έλεγα “έτσι για να δεις πόσο δυσκολεύομαι”», λέει ο Βαγγέλης και γελάμε. Εκείνος και οι υπόλοιποι της νέας γενιάς του μαγαζιού έχουν βάλει το δικό τους λιθαράκι. Έχουν εξελίξει το παγωτό, έχουν προσθέσει στην παραγωγή σοκολατάκια και πραλίνες και υπηρεσία catering. «Ό,τι συνταγές κάνουμε στα Γιούλια είναι δικές μας. Χρησιμοποιούμε ποιοτικά υλικά, και αυτό σημαίνει ότι βάζουμε τα καλύτερα άλευρα και το πιο κατάλληλο βούτυρο. Για τις κρέμες χρησιμοποιούμε ολόπαχα γάλατα και κρέμες γάλακτος. Δεν ξέρουμε τι θα πει έτοιμες σκόνες. Θέλουμε να καλυτερεύσουμε, όπου μπορούμε, όσα έκαναν οι προηγούμενοι, όχι να τα κάνουμε χειρότερα. Ετσι κι αλλιώς, όσοι εκτιμούν τα καλά γλυκά καταλαβαίνουν από τη γεύση αν είναι καλά τα υλικά», λέει, όσο μας βάζει γλυκά για το σπίτι στο χαρακτηριστικό μπλε κουτί τους. Το χρώμα ήταν ιδέα του παππού Βαγγέλη, όπως και το όνομα «Τα Γιούλια». Είχε διπλή σημασία για εκείνον: Από τη μία τα Γιούλια, τα λουλούδια που τα λέμε αλλιώς και μενεξέδες, ανθίζουν νωρίς την άνοιξη και συμβολίζουν την πίστη, την άδολη αγάπη και τον έρωτα. Από την άλλη, Ιουλία ήταν το όνομα της γυναίκας του, που χαϊδευτικά την αποκαλούσε Γιούλια. Ονόμασε το ζαχαροπλαστείο «Τα Γιούλια» για να την τιμήσει και για να δείξει την αγάπη του. Της το πρόσφερε αντί για δώρο γάμου, γιατί δεν είχε τα χρήματα για να της αγοράσει κάτι. Η γιαγιά Ιουλία έφυγε από τη ζωή πολύ νέα, στα 33, αλλά το όνομά της έμεινε για πάντα.
Διευθύνσεις καταστημάτων
Μεσολογγίου 24, Νέα Ιωνία, 210-27.99.766
Αλέκου Παναγούλη 24, Νέα Ιωνία, Τ/210-27.38.271
Αναγεννήσεως 49-51, Νέα Ιωνία, Τ/210-27.78.140
Πηγή: Gastronomos.gr



