Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη

Ξυπνώντας στη χιονισμένη πόλη, η Κατερίνα Ι. Ανέστη σκέφτεται αυγά. Πλούσια, σχεδόν μνημειώδη, νεοϋορκέζικα αυγά. Και λίγο αργότερα είναι μπροστά της. Χτυπημένα στην εντέλεια, μαλακά, ελαφρώς κρεμώδη.

6' 32" χρόνος ανάγνωσης

Μέρα πρώτη:

Είναι ακόμα νύχτα όταν ξυπνάω, η Νέα Υόρκη τυλιγμένη σε σιωπή κάτω από ένα φρέσκο στρώμα χιονιού. Τα παράθυρα του ξενοδοχείου είναι θαμπά στις γωνίες, η υγρασία κολλημένη στο τζάμι – μέσα, η ζεστασιά των σκεπασμάτων, έξω, ένας κόσμος κρυσταλλωμένος από το κρύο. Ομίχλη στο βάθος του ορίζοντα, σκουπίζω μηχανικά τα γυαλιά μου, όχι δεν φταίει αυτό. Είναι η σκιά της χιονόπτωσης. Τεντώνομαι, παγιδευμένη σε εκείνη την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, όταν οι σκέψεις είναι ρευστές, ακατέργαστες.

Και τότε, η πείνα. Καφές. Και αυγά. Όχι οποιαδήποτε αυγά, αλλά νεοϋορκέζικα αυγά· πλούσια, αχαλίνωτα, σχεδόν μνημειώδη σαν τα γλυπτά του Τόμας Σούτε που είδα χθες στο MoMa – όταν επιστρέψω στην Αθήνα να πάω να δω την έκθεσή του, ξανά στην Bernier/Elliades, γράφω στο κίτρινο σημειωματάριο δίπλα μου. Κίτρινο, κρόκος, αυγά. Από αυτά που τρως με τα δάχτυλα ακόμα παγωμένα, σε diners όπου ο καφές δεν τελειώνει ποτέ και το ψωμί έρχεται βουτυρωμένο χωρίς να το ζητήσεις. Thank you sir.

Ή ίσως κάτι πιο εκλεπτυσμένο – scrambled αυγά σαν βελούδο πάνω σε προζυμένιο ψωμί, με τη λιπαρή τους πολυτέλεια να κόβεται από έναν καφέ δυνατό και ένα αβοκάντο που προστέθηκε έτσι, για να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της ισορροπίας, να δαμάσει λίγο την έκρηξη του μεταξωτού αυγού με το έξτρα πιπέρι πάνω του.

Αυτά σκέφτομαι καθισμένη στο κρεβάτι. Είναι 4 το πρωί. Έξω από το παράθυρο πάνω στα κτίρια με τα κόκκινα τούβλα τα τεράστια tabloids των Miu Miu και Prada, οι πρωταγωνιστές του με κοιτάζουν σαν θεότητες του downtown luxury. Τραβάω αμήχανα το μπλουζάκι με το πρόσωπο του Ζαν Μπατίστ Μπασκιά (από παλιά συνεργασία του ΜοΜa με την Uniqlo) που φορούσα στον ύπνο.

Τα μοντέλα της Miu Miu, ακινητοποιημένα στις oversized καμπαρντίνες και τις λουστρίνι μπότες τους, αποπνέουν μια αδιαφορία που μπορεί να υπάρξει μόνο στη διαφήμιση. Η Κάρα Ντελεβίν, με αυτά τα μάτια που μοιάζουν σαν να είναι πάντα σε λήθαργο, όπως εγώ τώρα, με μια τεράστια γούνα πάνω της και ένα κροπ τζιν μπουφάν από μέσα, με κοιτάζει: είπαμε, αυγά, καφές.

Έξω, η Νέα Υόρκη επιχειρεί να ξυπνήσει. Τα ταξί χαράζουν δρόμο μέσα στο χιόνι και το χοντρό αλάτι που έχει χυθεί παντού. Ένας άντρας με shearling παλτό διασχίζει τον δρόμο, τα χέρια του βαθιά στις τσέπες. Κατεβαίνω κάτω, και η αγκαλιά της πόλης σφίγγει καθώς περνάω στη ζεστασιά του Soho Diner. Ο αέρας είναι πυκνός με τη μυρωδιά του καφέ, του βουτύρου, κάτι γλυκού που καραμελώνει στη σχάρα. Ο σερβιτόρος δεν με πιέζει — ξέρει το τελετουργικό. «Πώς θέλετε τα αυγά σας;» Με κάθε τρόπο, σκέφτομαι.

Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη-1
Φωτογραφία: Soho Diner
Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη-2
Φωτογραφία: Soho Diner

Κάθομαι σχεδόν μόνη στο Soho Diner, αυτό τον αβίαστα cool φόρο τιμής του ξενοδοχείου στην κλασική γαστρονομική κουλτούρα της Νέας Υόρκης. Ο φωτισμός είναι απαλός, οι δερμάτινοι καναπέδες φορεμένοι όσο πρέπει για να δείχνουν φιλόξενοι. Υπάρχει κάτι μοναδικό στο πρωινό στην πόλη – είναι ταυτόχρονα τελετουργία και ανάγκη, μια στιγμή ηρεμίας πριν η μέρα επιταχυνθεί.

Παραγγέλνω το bacon, egg and cheese σε potato roll, ένα πιάτο που μοιάζει ταυτόχρονα απολαυστικό και αναγκαίο. Τα αυγά είναι χτυπημένα στην εντέλεια, μαλακά, ελαφρώς κρεμώδη, διπλωμένα σαν μετάξι. Το μπέικον είναι τραγανό, η αλμύρα του ισορροπεί τέλεια με τη γλυκύτητα του καπνιστού ντοματοπελτέ. Ζητώ να μου προσθέσουν αβοκάντο. Προσθέτει κάτι πράσινο, κάτι σύγχρονο, γιατί, στο κάτω κάτω, αυτό είναι το SoHo – χμ… μειώνει και το belly fat.

Καθώς δαγκώνω την πρώτη μπουκιά, ρίχνω μια ματιά έξω. Ο κόσμος πέρα από το παγωμένο τζάμι ξυπνά. Ένα φορτηγό παράδοσης έχει σταματήσει στο πεζοδρόμιο, ο οδηγός του ξεφορτώνει κουτιά με την εξοικείωση κάποιου που γνωρίζει κάθε ρωγμή του δρόμου. Η πόλη συνεχίζει, όπως πάντα, χωρίς επίγνωση για τη μικρή, τέλεια στιγμή που εξελίσσεται στο εσωτερικό: τη θαλπωρή ενός booth στο diner, την παρηγοριά ενός σάντουιτς με αυγό, την ήσυχη πολυτέλεια του να παρακολουθείς τη Νέα Υόρκη να ξυπνά, ακριβώς πέρα από το τζάμι.

Μέρα δεύτερη:

Τα κατάφερα. Κοιμήθηκα. Η πρώτη βραδιά που δεν πήρα μελατονίνη και όμως κοιμήθηκα μέχρι τις 6. Και πάλι άφησα τις κουρτίνες ανοιχτές. Σαν τον μαύρο πικρό καφέ στα diner, θέλω συνέχεια να ρουφάω την θέα της πόλης, κάποιος να κρατά γεμάτη και ζεστή την κούπα της εικόνας. Aποφεύγω το βλέμμα της Κάρα στο billboard κατεβαίνω αυτή τη φορά στο Grand Bar του Soho Grand Hotel. Το μπαρ λούζεται σε ένα μελένιο φως που φιλτράρεται μέσα από τα ψηλά παράθυρα, αγγίζοντας τη βαθιά μαονένια επιφάνεια του πάγκου, τα μπρούτζινα περιγράμματα των σκαμπό, τα τρεμοπαίζοντα κεριά που δεν έχουν ακόμη σβήσει από το προηγούμενο βράδυ.

Κάθομαι σε έναν καναπέ δίπλα στο παράθυρο, απέναντι ράφια γεμάτα με ουίσκι, ετικέτες που δεν έχω ξαναδεί. Έξω, μια διαφημιστική πινακίδα της Prada δεσπόζει στην πρόσοψη ενός προπολεμικού κτιρίου, μια μελέτη στην αυστηρή κομψότητα. Η Carey Mulligan κοιτάζει βαριεστημένα, το πρόσωπό της πλαισιωμένο από αυστηρό, μονόχρωμο μινιμαλισμό. Φοράει ένα άψογο μάλλινο παλτό, μια στιβαρή τσάντα ακουμπισμένη στο πλάι της, το είδος της αβίαστης πολυτέλειας που δεν ζητά προσοχή.

Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη-3
Φωτογραφία: Shutterstock
Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη-4
Φωτογραφία: Κατερίνα Ανέστη
Τρώγοντας αυγά στη Νέα Υόρκη-5
Φωτογραφία: Κατερίνα Ανέστη

Το λευκό φόντο της αφίσας της Prada, άψογο και καθαρό, θυμίζει το αστραφτερό λευκό ενός φρεσκοσπασμένου αυγού. Και στη μέση, η Mάλιγκαν σαν να ανήκει στην κινηματογραφική οικογένεια Τένενμπaουμ του Γουές Άντερσον, ανιψούλα της Γκουίνεθ Πάλτροου. Αυστηρή, ήρεμη, αναλλοίωτη — σαν τον τέλειο κρόκο, ένα σημείο χρώματος και ουσίας μέσα στην απόλυτη λιτότητα. Ένας σερβιτόρος πλησιάζει, κινείται με άνεση, το μαύρο γιλέκο του κουμπωμένο αυστηρά πάνω από ένα λευκό πουκάμισο. Εδώ οι σερβιτόροι μοιάζουν να δουλεύουν από πάντα στο ξενοδοχείο, δεν έχουν καμία παγερή κομψότητα.

Παραγγέλνω αυγά Benedict με καπνιστό σολομό, ένα πιάτο που μοιάζει ιδανικό για αυτό το πρωινό — απολαυστικό αλλά όχι υπερβολικό, παρηγορητικό χωρίς να χάνει την αιχμή του. Έναν καπουτσίνο επίσης, γιατί αυτό είναι το είδος του μέρους όπου ο αφρός φτάνει σαν σύννεφο, σμιλευμένος με ακρίβεια, ποτέ μια απλή λεπτομέρεια. Όταν φτάνει το πιάτο, είναι μια ήσυχη αποκάλυψη. Το αγγλικό μάφιν, ελαφρώς φρυγανισμένο, διατηρεί τη φόρμα του κάτω από το βάρος των τέλειων ποσέ αυγών, οι κρόκοι τους τρεμοπαίζουν, περιμένουν την δοκιμασία του μαχαιριού: να τα σχίσω με την εμπειρία ενός χειρουργού για να δω πόσο ιδανικά θα τρέξει το κίτρινο στο λευκό πορσελάνινο του πιάτου – σκέφτομαι το κίτρινο στα έργα του Βαν Γκογκ, στο ΜoMa πάλι. Ήταν το χρώμα που τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένος, λένε ότι τις μέρες που η κατάθλιψη ήταν βαριά έτρωγε κίτρινη μπογιά για να την ξορκίσει.

Ο σολομός –καπνιστός, σχεδόν μεταξένιος– ακουμπά απαλά πάνω στο μάφιν, σαν άψογα ραμμένο μετάξι. Και ύστερα, η hollandaise: χρυσή, γυαλιστερή, χυμένη με τη συγκράτηση που φανερώνει αυτοπεποίθηση. Mια μικρή προσευχή: να μην έχουν ξεφύγει παραπάνω σταγόνες από το ξίδι, να μην γίνει η οξύτητά του περισσότερο επίμονη από όσο αντέχω. Έχει τη δική της ακολουθία Φιμπονάτσι η hollandaise.

Η πρώτη τομή απελευθερώνει τον κρόκο σε αργή κίνηση, μια πολυτελής χρυσή ροή. Είναι πλούσιο, αλλά όχι βαρύ· απολαυστικό, αλλά όχι απαιτητικό. Κάθε μπουκιά είναι μια αρμονία υφών. Η τραγανότητα του μάφιν, η βελούδινη απαλότητα του σολομού, η βουτυρένια αγκαλιά της σάλτσας. Προσθέτω πιπέρι. Ποτέ δεν είναι αρκετό. Με το βλέμμα συνεννοούμαι με τον σερβιτόρο: «έναν καπουτσίνο ακόμα».

Έξω, η πόλη αλλάζει ρυθμό. Μια γυναίκα με oversized μαύρο παλτό περπατά γοργά στη West Broadway, το βήμα της αποφασιστικό, το τηλέφωνο σφιγμένο στο χέρι της σαν σωσίβιο. Πίνω λαίμαργα μια ακόμη γουλιά από τον ζεστό καπουτσίνο μου, αφήνοντας τη στιγμή να διαρκέσει λίγο παραπάνω. Υπάρχει μια πολυτέλεια στο να παρακολουθείς τον κόσμο από αυτή τη γωνιά, τυλιγμένος στην ήρεμη βουή ενός ξενοδοχειακού μπαρ, όπου το παρελθόν και το παρόν γλιστρούν το ένα μέσα στο άλλο. Τα αυγά έχουν πια εξαφανιστεί, μένει μόνο ένα ίχνος hollandaise στο πιάτο, μια υπενθύμιση κάτι φευγαλέου αλλά ολοκληρωμένου. Έξω, η πόλη προχωρά. Εδώ μέσα, για λίγο ακόμα, μένω απόλυτα ακίνητη. Ο χρόνος σταματά.

Γυρίζοντας στην Αθήνα, διαβάζω ότι τα αυγά αρχίζουν να σπανίζουν στη Νέα Υόρκη, σε κάποια μαγαζιά τα πουλάνε με δελτίο. Πανάκριβα. Δαγκώνω τα χείλη μου. Σηκώνω τους ώμους. Ι did it my way.

Πηγή: Γαστρονόμος

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT