Οι βουλευτικές εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 διεξήχθησαν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ριζικά διαφορετικό από εκείνο της αναμέτρησης του 1981. Σε διεθνές επίπεδο, η άνοδος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην προεδρία της ΕΣΣΔ, τον Μάρτιο του 1985, προοιωνιζόταν τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές, ενώ τα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης ευθυγραμμίζονταν σταδιακά με τις επιταγές της οικονομίας της αγοράς, υιοθετώντας παράλληλα σαφή φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούσαν ισχυρές πιέσεις στο ΠΑΣΟΚ για συνολική αναπροσαρμογή, τόσο της οικονομικής όσο και της εξωτερικής του πολιτικής. Διόλου τυχαία, τον Απρίλιο του 1983 η κυβέρνηση Παπανδρέου έλαβε τα πρώτα περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα, ενώ από τα μέσα του 1984 και εντεύθεν υπήρξε σαφής μεταστροφή της και στο ζήτημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς δρομολογήθηκε η υπογραφή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων από τα οποία η χώρα προσδοκούσε σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Η στρατηγική των κομμάτων
Οι μετατοπίσεις αυτές θα ήταν ακόμη πιο εμφανείς εάν η κυβέρνηση δεν μετέθετε τη λήψη σειράς σταθεροποιητικών μέτρων για την επομένη των εκλογών, φοβούμενη το πολιτικό κόστος που θα επέφερε μια μείζων αλλαγή στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Η κωλυσιεργία αυτή συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού μπλοκ της Αλλαγής, αλλά δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να αποσοβήσει τη φθορά που προκαλούσε η επιβράδυνση της οικονομίας και κυρίως ο καλπάζων πληθωρισμός, ο οποίος απομυζούσε τα λαϊκά εισοδήματα.
Κομβικά στοιχεία της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ ήταν η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση και η πλήρης ρήξη του Ανδρ. Παπανδρέου με τον Κων. Καραμανλή, προτείνοντας υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Χρ. Σαρτζετάκη.
Τούτου δοθέντος, η κυβέρνηση επένδυσε προεκλογικά στη στρατηγική της πόλωσης, με στόχο να συσπειρώσει την εκλογική της βάση και να συγκαλύψει τη δρομολογηθείσα εγκατάλειψη της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής της προηγούμενης περιόδου. Κομβικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής ήταν η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για συνταγματική αναθεώρηση και η απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να έρθει σε πλήρη ρήξη με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, προτείνοντας υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Χρήστο Σαρτζετάκη.

Οι κινήσεις αυτές επέτρεψαν στο ΠΑΣΟΚ να δώσει προγραμματικό βάθος στην αντιπαράθεσή του με τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και να εργαλειοποιήσει πολιτικά ιστορικές διαιρετικές τομές, με στόχο τη διατήρηση της κυριαρχίας του, τόσο στον χώρο του Κέντρου όσο και εντός του ευρύτερου αντιδεξιού μπλοκ.
Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από τη στρατηγική της σκληρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης που ακολούθησε την περίοδο Αβέρωφ, υιοθετώντας ένα πιο φιλελεύθερο προφίλ, με έμφαση στα ζητήματα της καθημερινότητας και της οικονομίας. Καθοριστική ως προς αυτό ήταν η ανάδειξη στην ηγεσία του κόμματος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο του 1984. Ο τελευταίος ήταν της άποψης ότι η επάνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία προϋπέθετε το άνοιγμά της στον κεντρώο χώρο και την ενίσχυση της εκλογικής της επιρροής στα μεσαία και μικροαστικά στρώματα των πόλεων.

Το μετριοπαθές στίγμα που επιχείρησε να φιλοτεχνήσει προεκλογικά επισκιάστηκε όμως από το περιρρέον κλίμα διαπαραταξιακής πόλωσης και τα αμυντικά αντανακλαστικά σημαντικής μερίδας του κομματικού μηχανισμού. Το αυτό ισχύει και για τη δυναμική της κεντρώας διεύρυνσης που επιχειρήθηκε διά της συμπερίληψης στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας του Ιωάννη Πεσμαζόγλου και του Χαράλαμπου Πρωτοπαπά, δηλαδή του πρώην και του τότε προέδρου του ΚΟΔΗΣΟ.
Με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους, η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης κατά την προεκλογική περίοδο και η σταδιακή μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ προς φιλοευρωπαϊκές και πιο μετριοπαθείς σοσιαλδημοκρατικές θέσεις επηρέασαν σημαντικά και τη στρατηγική των κομμάτων της Αριστεράς. Το ΚΚΕ διατήρησε μια αμφίθυμη στάση απέναντι στην κυβέρνηση, προσπαθώντας να διαχωρίσει τη θέση του από επιμέρους πολιτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως να αποκοπεί από το κοινωνικό-πολιτικό ρεύμα της Αλλαγής. Αντίστοιχη στάση κράτησε εν πολλοίς και το ΚΚΕ Εσωτερικού, παρότι η ηγεσία του υπήρξε πολύ αιχμηρότερη απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, τόσο σε ό,τι αφορά τον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης όσο και την επένδυση στον λαϊκισμό και τη στρατηγική της πόλωσης.

Κέρδη και απώλειες από τις κάλπες
Σε αυτό το κλίμα, οι κάλπες της 2ας Ιουνίου ανέδειξαν δύο κύριες δυναμικές: τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του ανισομερούς τρικομματισμού που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές του 1981 και τον έντονα διπολικό χαρακτήρα του εκλογικού ανταγωνισμού, στη βάση της διαίρεσης Δεξιά – αντιδεξιά. Το ΠΑΣΟΚ έλαβε ποσοστό 45,82% και 161 έδρες, σημειώνοντας πτώση 2,25% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του ’81, αλλά άνοδο της τάξης του 4% σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 1984. Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, σημείωσε άνοδο 4,97% και 2,8% σε σχέση με τις προαναφερθείσες αναμετρήσεις, λαμβάνοντας το 40,85% των ψήφων και 126 έδρες.
Στην τρίτη θέση, το ΚΚΕ έλαβε ποσοστό 9,89% και 12 έδρες, σημειώνοντας πτώση 1,05% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 1981 και 1,75% σε σχέση με τις ευρωεκλογές, ακολουθούμενο από το ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο έλαβε το 1,8% των ψήφων, σημειώνοντας οριακή άνοδο (+0,49%) σε σχέση με τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές αλλά σημαντική πτώση (-1,58%) σε σχέση με τις ευρωεκλογές, εκλέγοντας πάντως έναν βουλευτή. Τέλος, η ΕΠΕΝ κονιορτοποιήθηκε εκλογικά, υπό το βάρος της πόλωσης, λαμβάνοντας το 0,6% των ψήφων.

Τα αποτελέσματα αυτά δεν μετέβαλαν ουσιωδώς τις ισορροπίες εντός του κομματικού συστήματος, αλλά κατέδειξαν σημαντικές μεταβολές στην εκλογική βάση των κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε σοβαρή πτώση στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στις πολυπληθείς εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας και της Α΄ Πειραιώς, όπου οι απώλειές του κυμάνθηκαν κοντά στο 4%. Η τάση αυτή ήταν δε ιδιαιτέρως έντονη στα μεγαλοαστικά και μεσοαστικά προάστια της πρωτεύουσας, καθώς και σε περιοχές με μικροαστική σύνθεση, όπου ανέπτυξε ισχυρή δυναμική η Νέα Δημοκρατία. Τουναντίον, το ΠΑΣΟΚ διατήρησε ισχυρά ερείσματα στις εργατικές – λαϊκές συνοικίες, ιδίως της Β΄ Πειραιώς, τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα, τον αγροτικό πληθυσμό και φυσικά τις περιοχές με ισχυρή κεντρώα παράδοση, όπως η βορειοδυτική Πελοπόννησος και η Κρήτη, στην οποία κατέγραψε και το υψηλότερο ποσοστό του πανελλαδικά (64% στον νομό Ηρακλείου).
Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, ανέκτησε μεγάλο μέρος των απωλειών που κατέγραψε στις εκλογές του ’81 στα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα των πόλεων, με αποτέλεσμα η άνοδός της στα αστικά κέντρα να είναι δυόμισι φορές μεγαλύτερη από ό,τι στην ύπαιθρο. Η τάση αυτή ήταν μάλιστα ιδιαιτέρως ισχυρή στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες της Α΄ Αθηνών και της Α΄ Πειραιώς, στις οποίες σημείωσε άνοδο άνω του 9%. Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε, επίσης, να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά σημαντικό τμήμα των διαρροών του ΠΑΣΟΚ στη Δυτική Στερεά, στη Θράκη –λόγω μεταστροφής της μουσουλμανικής μειονότητας– και τη βόρεια Πελοπόννησο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στις καθαρά αγροτικές περιοχές, η άνοδός της οφειλόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στην απορρόφηση της εκλογικής πελατείας της άκρας Δεξιάς και του ΚΟΔΗΣΟ.
Πέραν των δύο μεγάλων κομμάτων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκλογική γεωγραφία του ΚΚΕ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτη την εκλογική επιρροή του στην ύπαιθρο, αλλά σημείωσε αξιοσημείωτη πτώση στα αστικά κέντρα, προς όφελος κυρίως του ΠΑΣΟΚ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι το ΚΚΕ κατέγραψε σοβαρές απώλειες προς το ΠΑΣΟΚ σε προάστια (π.χ. Καισαριανή) ή εκλογικές περιφέρειες (π.χ. Λέσβος) με ισχυρή ΕΑΜογενή παράδοση. Η εξέλιξη αυτή καταδείκνυε εναργώς ότι η σύμφυση των μετεμφυλιακών διαιρετικών τομών με το πρόταγμα της Αλλαγής, υπό το δίπολο Δεξιά – αντιδεξιά, ευνοούσε πλέον ετεροβαρώς το κυβερνών κόμμα, επιτρέποντάς του όχι απλώς να διεισδύσει σε ακροατήρια, δυνητικώς προνομιακά για το ΚΚΕ, αλλά και να διεμβολίσει τμήμα της παραδοσιακής εκλογικής του βάσης.
Δεδομένων των αναλογιών, οι τάσεις αυτές επηρέασαν και το ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο, τόσο στις ευρωεκλογές του 1984 όσο και στις βουλευτικές του 1985 εμφάνισε σημαντικές διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ, οι οποίες απομύζησαν την εκλογική του βάση. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στη Βουλή, καθώς στις πολυπληθείς εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας και του Πειραιά έλαβε μεσοσταθμικά το 3,5% των ψήφων, ποσοστό διπλάσιο του πανελλαδικού μέσου όρου του.
Ο ευρύτερος αντίκτυπος
Η είσοδος του ΚΚΕ Εσωτερικού στη Βουλή διά της εκλογής του Λεωνίδα Κύρκου δεν αλλοίωσε φυσικά την κυριαρχία του ανισομερούς τρικομματισμού στον οποίο αναφερθήκαμε ανωτέρω. Είναι ενδεικτικό ότι το άθροισμα των τριών κύριων κομμάτων ανήλθε στο 96,51% των ψήφων, έναντι ποσοστού 94,9% στις βουλευτικές εκλογές του 1981. Υπό αυτή την έννοια, τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των εκλογών του 1985 ήταν η σχεδόν πλήρης απορρόφηση της άκρας Δεξιάς από τη Νέα Δημοκρατία και η κονιορτοποίηση των δυνάμεων του Κέντρου υπό το βάρος της πόλωσης· γεγονός που επικυρώθηκε συμβολικά με την εκλογική σύμπραξη της ηγεσίας του ΚΟΔΗΣΟ με τη Νέα Δημοκρατία και την προσχώρηση στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ψαρουδάκη (Χριστιανική Δημοκρατία) και του Γιάννη Ζίγδη (ΕΔΗΚ). Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με το ρήγμα που άρχισε να δημιουργείται μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της Αριστεράς, επηρέασαν καθοριστικά τα χαρακτηριστικά του πολιτικού ανταγωνισμού για περίπου μια εικοσαετία.
*Ο κ. Αγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

