Γιατί το Πολυτεχνείο δεν ήταν ελληνική εξαίρεση

Γιατί το Πολυτεχνείο δεν ήταν ελληνική εξαίρεση

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι ως «μικρογραφία του Παρισιού», αλλά ως μέρος ενός αποκεντρωμένου ’68

4' 2" χρόνος ανάγνωσης

Σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC το 1970, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατο του Φράνκο, ένας νεαρός Ισπανός φοιτητής λέει σχεδόν άχρωμα με πλάτη στην κάμερα: «Αυτό που προσπαθεί να πει το καθεστώς είναι ότι η Ισπανία ζει απλώς “φοιτητικές ταραχές”, όπως κάθε άλλη πολιτισμένη δυτική χώρα. Αυτό, φυσικά, δεν είναι αλήθεια. Εγώ θα τη συνέκρινα με την Ελλάδα: αμφότεροι αγωνιζόμαστε για βασικές ελευθερίες – την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της ψήφου, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι».

Η ψυχραιμία του και η σχεδόν επίπεδη εκφορά του λόγου, κάνουν το περιεχόμενο ακόμη πιο αιχμηρό. Δεν μιλάει για ιδεολογία, κάνει λόγο για στοιχειώδη δικαιώματα. Δεν διεκδικεί «τα πάντα εδώ και τώρα», αλλά το αυτονόητο. Σ’ αυτή τη νηφάλια πρόταση συμπυκνώνεται η μεσογειακή εκδοχή της εξέγερσης των νέων στα τέλη των ’60s και στις αρχές των ’70s: μια κοινή γλώσσα ελευθερίας που μιλιόταν σε Αθήνα, Μαδρίτη, Λισσαβώνα, πριν ακόμη πέσουν οι δικτατορίες.

Αθήνα, Μαδρίτη, Λισσαβώνα

Γι’ αυτό έχει σημασία να δούμε το Πολυτεχνείο του ’73, όχι ως ελληνική εξαίρεση ούτε ως «μικρογραφία του Παρισιού», αλλά ως μέρος ενός αποκεντρωμένου ’68: συγγενές με τα δυτικά κινήματα, αλλά σμιλεμένο μέσα σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς. Στη Δύση το σύνθημα ήταν «φαντασία στην εξουσία». Στον μεσογειακό Νότο ήταν πιο γειωμένο: να επιτραπεί η φαντασία.

Φαντασία – Στη Δύση το σύνθημα ήταν «φαντασία στην εξουσία». Στον μεσογειακό Νότο ήταν πιο γειωμένο: να επιτραπεί η φαντασία. Με τη λογοκρισία να γίνεται ολοένα και πιο πορώδης, οι νέοι μάθαιναν να κινούνται σε ακατάστατους, μεταβατικούς χώρους αντίστασης.

Με τη λογοκρισία να γίνεται ολοένα και πιο πορώδης, οι νέοι μάθαιναν να κινούνται σε ακατάστατους, μεταβατικούς χώρους αντίστασης και κωδικοποιημένης ανυπακοής μέσα από επιτροπές αγώνα, συνελεύσεις, πρόχειρους πολύγραφους· και ταυτόχρονα συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές. Τα ίδια μοτίβα αναγνωρίζει κανείς στη Μαδρίτη και στη Λισσαβώνα. Και φυσικά το ίδιο ρίσκο, εφόσον η συμμετοχή στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα σήμαινε σχεδόν αυτομάτως στην καλύτερη περίπτωση ξύλο και αποβολή από το πανεπιστήμιο και στη χειρότερη κράτηση και βασανιστήρια.

Η καταστολή ήταν υπαρκτή και συχνά αμείλικτη· αλλά το ίδιο και ο πόθος. Τα πανεπιστήμια «έβραζαν», οι πλατείες ήταν γεμάτες με το νόημα που είχε κάτι απ’ τις φωτιές, θέατρα και κινηματογράφοι λειτουργούσαν ως εργαστήρια μιας άλλης καθημερινότητας. Το κεντρικό τους νήμα δεν ήταν μόνο η καταγγελία, αλλά και η δυνατότητα. Οι γυναίκες μπήκαν μαζικά στα αμφιθέατρα και στους συλλόγους, άλλαξε ο ρυθμός της πόλης, η χρήση του σώματος, η σχέση με τον δημόσιο χώρο. Αυτή η επιθυμία να ζήσεις αλλιώς είναι που τροφοδότησε το πολιτικό αίτημα – όχι το αντίστροφο.

Ηταν η ίδια εποχή που ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έκανε «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», μια ταινία που σόκαρε, λογοκρίθηκε, αλλά και σατιρίστηκε μοναδικά από το Ελεύθερο Θέατρο το καλοκαίρι του ’73 στο Αλσος Παγκρατίου. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ίδιος θα σχολίαζε πως «εκείνη την εποχή κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε στο μέλλον». Κάτι από αυτό το αίσθημα το μοιράστηκαν και οι νέοι του Πολυτεχνείου: μέσα στη δικτατορία έβλεπαν, όχι αυτό που υπήρχε, αλλά αυτό που μπορούσε να υπάρξει. Τα καταφύγια συλλογικότητας και η επιθυμία μιας νέας καθημερινότητας, πιο ανοιχτής, πιο μεικτής, λιγότερο φοβισμένης ήταν η υλική μορφή αυτού του μέλλοντος.

Αυτονόητο – Οταν ένας νεαρός στην Ισπανία του ’70 ή στην Ελλάδα του ’73 έλεγε, απλά, «αγωνιζόμαστε για βασικές ελευθερίες», δεν ζητάμε πολυτέλειες, ζητάμε το αυτονόητο, άνοιγε ένας ορίζοντας όπου το αδύνατο φάνταζε δυνατό.

Οι δικτατορίες κατέρρευσαν από δικούς τους εσωτερικούς τριγμούς: την κυπριακή περιπέτεια στην Ελλάδα, τους αποικιακούς πολέμους στην Πορτογαλία, τη βιολογική εξάντληση του καθεστώτος στην Ισπανία. Αλλά τα φοιτητικά κινήματα είχαν ήδη κλονίσει τον μύθο της «μεταρρύθμισης εντός του αυταρχισμού». Είχαν εκθέσει τη ρηχότητα των ανοιγμάτων, είχαν πείσει την κοινωνία ότι η επιστροφή στην κανονικότητα περνάει από βασικές ελευθερίες – όχι από διαχειριστικές διευθετήσεις αυταρχικού εκσυγχρονισμού.

Το Πολυτεχνείο, πέρα από το τανκ, τους νεκρούς, το τραύμα, ανέδειξε και την κατάληψη ως αυτοσχέδιο εργαστήρι δημοκρατίας, την αυτοοργάνωση ως άσκηση ισοτιμίας. Ηταν το «τέλος πριν από το τέλος», χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της ύστερης αυταρχικής περιόδου στη Νότια Ευρώπη, όπου ενώ τα καθεστώτα ήταν ακόμη στην εξουσία, μέρος της κοινωνίας είχε ήδη αρχίσει να ζει αλλιώς, έχοντας έστω και για λίγο την αίσθηση πως όλα είναι εφικτά.

Ορίζοντας ελευθερίας

Καθώς αύριο είναι η επέτειος του Πολυτεχνείου, αξίζει να επιστρέψουμε σε αυτή την κοινή μεσογειακή στιγμή όπου η δυνατότητα αλλαγής έγινε εμπειρία – έστω πρόσκαιρη. Να θυμηθούμε ότι η ελευθερία δεν εμφανίζεται ως διά μαγείας ως θεσμικό πακέτο άνωθεν· προαναγγέλλεται ως μορφή ζωής από τα κάτω, όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να (συνο)μιλήσουν, να συγκρουστούν, να ακουστούν.

Οταν ένας νεαρός στην Ισπανία του ’70 ή στην Ελλάδα του ’73 έλεγε, απλά, «αγωνιζόμαστε για βασικές ελευθερίες», δεν ζητάμε πολυτέλειες, ζητάμε το αυτονόητο, άνοιγε ένας ορίζοντας όπου το αδύνατο φάνταζε δυνατό. Εκείνοι οι νέοι δεν ήξεραν αν θα αλλάξουν τον κόσμο· ήξεραν όμως ότι δεν ήθελαν να τον αφήσουν ίδιο.

* Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT