Η Νορβηγία αποτελεί γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτισμικά αναπόσπαστο τμήμα των σκανδιναβικών χωρών. Από τον ύστερο Μεσαίωνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα, η Νορβηγία βρισκόταν υπό την εξουσία της Δανίας.
Το 1814, όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης του Κιέλου, η Δανία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τη Νορβηγία στο Βασίλειο της Σουηδίας. Εκμεταλλευόμενοι την πολιτική ρευστότητα της περιόδου, οι Νορβηγοί ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και ψήφισαν ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα, στο πρότυπο του αμερικανικού και του γαλλικού συντάγματος.
Οι Νορβηγοί δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους το 1814. Παρά ταύτα διατήρησαν κάποιου βαθμού αυτονομία στο πλαίσιο του Βασιλείου της Σουηδίας. Το σημαντικότερο ήταν ότι διατήρησαν το Storting, το Κοινοβούλιο, το οποίο υπήρξε καρπός της σύντομης φιλελεύθερης περιόδου της ανεξαρτησίας του 1814.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Νορβηγία γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Σταδιακά, η νορβηγική αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της άρχισαν να διεκδικούν μεγαλύτερη αυτονομία, προκαλώντας την αντιπαράθεση με τους Σουηδούς πολιτικούς ηγέτες. Το βασικό σημείο τριβής των δύο πλευρών αφορούσε το δικαίωμα της Νορβηγίας να διαθέτει δικές της προξενικές αρχές στο εξωτερικό. Οι Σουηδοί θεωρούσαν ότι αυτή η εξέλιξη υπονόμευε την κοινή εξωτερική πολιτική, ενώ οι Νορβηγοί την έβλεπαν ως ένα βήμα προς την ανεξαρτησία.
Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε το 1905. Η νορβηγική κυβέρνηση υπό τον Κρίστιαν Μίχελσεν αποφάσισε να ιδρύσει ξεχωριστό προξενικό σώμα, παρά την αντίθεση του βασιλιά Οσκαρ Β΄ της Σουηδίας. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να επικυρώσει τον νόμο, και τότε η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Το Storting, στις 7 Ιουνίου 1905, διακήρυξε ότι ο βασιλιάς είχε πάψει να ενεργεί ως Νορβηγός μονάρχης και ότι, κατά συνέπεια, η ένωση της Σουηδίας με τη Νορβηγία είχε διαλυθεί.
Για να εξασφαλίσει τη λαϊκή νομιμοποίηση, η κυβέρνηση αποφάσισε να διεξαγάγει δημοψήφισμα. Στις 13 Αυγούστου 1905 οι Νορβηγοί κλήθηκαν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τη διάλυση της ένωσης με τη Σουηδία. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, καθότι 368.208 πολίτες τάχθηκαν υπέρ της διάλυσης της ένωσης, ενώ μόλις 184 ψήφισαν κατά. Αποδεχόμενη τα τετελεσμένα γεγονότα, η σουηδική πλευρά εισήλθε σε διαπραγματεύσεις με τους Νορβηγούς για την επίσημη διάλυση της ένωσης των δύο κρατών. Η Νορβηγία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος στις 26 Οκτωβρίου 1905.
Στη συνέχεια, ωστόσο, προέκυψε ζήτημα σχετικά με το πολίτευμα που θα υιοθετούσε η Νορβηγία.
Στις 12-13 Νοεμβρίου 1905 διεξήχθη νέο δημοψήφισμα στη Νορβηγία, αναφορικά με το ερώτημα εάν ο πρίγκιπας Καρλ της Δανίας, εγγονός του Χριστιανού Θ΄, πληρούσε τις προϋποθέσεις να γίνει βασιλιάς του νέου κράτους.
Υπέρ της εκλογής του τάχθηκε το 78,9% του εκλογικού σώματος, ανοίγοντας τον δρόμο για την εγκαθίδρυση της νέας δυναστείας στη Νορβηγία. Το Storting επικύρωσε την εκλογή του Καρλ στη θέση του βασιλέα στις 18 Νοεμβρίου 1905. Ο νέος μονάρχης έλαβε το όνομα Χάακον Ζ΄, επιλέγοντας ένα όνομα που συνέδεε τη σύγχρονη Νορβηγία με το μεσαιωνικό της παρελθόν.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

