Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Ο Χίτλερ έχει εισβάλει στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Τον Οκτώβριο του 1939 το ατμόπλοιο «Κωνσταντίνος Χατζηπατέρας» με καπετάνιο τον καπετάν Γιώργη Χαλκιά από το Νιούκαστλ έφθασε συνοδεία πολεμικών στη Μάγχη στο Ντόβερ της Αγγλίας όπου φόρτωσαν για να κατευθυνθούν ξανά στο Νιούκαστλ, πάλι στη Βόρεια Θάλασσα. «Και εκεί στις 7.45 στις 23 Οκτωβρίου 1939 όταν ευρισκόμην στην Γέφυρα» το πλοίο τορπιλίζεται από γερμανικό υποβρύχιο και ο καπετάνιος βαριά τραυματισμένος είναι πεσμένος αναίσθητος μέσα στην τιμονιέρα. Το πλοίο βυθίζεται σε 7 λεπτά. «Με την δείνην που εσχηματίσθη από το πρωραίο τμήμα του “Κωνσταντίνος Χατζηπατέρας” παρεσύρθην κι εγώ μαζί στον πυθμένα». Στα βάθη της θάλασσας «με το κρύο νερό φαίνεται να συνήλθα αμέσως από την λιποθυμίαν και άρχισα να κολυμπώ αλλά διά ολίγην μόνον ώραν διότι… η κούρασις, τα χονδρά ναυτικά μου υποδήματα και τα χονδρά ρούχα που φορούσα λόγω ψύχους με ημπόδιζον να κολυμπώ ευχερώς και διά δευτέραν φορά χάνω τις αισθήσεις μου… Τότε εν τη αφασία μου αισθάνομαι άγνωστα πράγματα να ξεσέρνουν στην κοιλίαν μου και να με παρασύρουν στην επιφάνειαν… ήσαν οι μπουκαπόρτες του Νο 2 κύτους του οποίου ο ατμοσφαιρικός αέρας ξέσκισε τους μουσαμάδες του αμπαριού και ελευθερωμένες πλέον οι ξύλινες μπουκαπόρτες έπλεαν προς την επιφάνεια συμπαρασύροντας και εμένα μαζί των…». Eτσι, ο καπετάν Γιώργης σώζεται ως εκ θαύματος, γραπωμένο στην μπουκαπόρτα τον βρίσκουν Aγγλοι ναυτικοί έπειτα από λίγο. Οι δύο συγγενείς του, ο υποπλοίαρχος Γιώργης Ποντικός και ο δόκιμος πλοίαρχος Ηλίας Ποντικός, σκοτώθηκαν αλλά το υπόλοιπο πλήρωμα, όλο από τις Οινούσσες, σώθηκε σε βάρκες και σωσίβια πριν το πλοίο βυθισθεί. Ο καπετάν Γιώργης μπαίνει σε αγγλικό νοσοκομείο και γυρίζει στο νησί τον Νοέμβριο του 1939 όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945.
Το «εφοπλιστόνησο»
Το ατμόπλοιο «Κωνσταντίνος Χατζηπατέρας» που κυβερνούσε ο καπετάν Γιώργης ανήκε στην επίσης αιγνουσιώτικη οικογένεια των Χατζηπατέρα. Οι Οινούσσες είναι μια συστάδα νησιών με την Αιγνούσα το μεγαλύτερο στο βορειοανατολικό άκρο της Χίου. Κυκλοφορεί ευρέως στην Ελλάδα ότι είναι το νησί με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο, το κατ’ εξοχήν «εφοπλιστόνησο». Οι Αιγνουσιώτες κρατούν όμως χαμηλό προφίλ και δεν επαίρονται. Στην κεντρική πλατεία είναι γραμμένο σε μάρμαρο, κάτω από μια άγκυρα: «Τίποτ’ αρχόντοι δεν φελά, μονάχα το καράβι». Και από πάνω σε έναν τοίχο που αγκαλιάζει την πλατεία εκατοντάδες ονόματα των πλοιάρχων και μηχανικών που χάθηκαν στη θάλασσα τον 20ό αιώνα, είτε από τον πόλεμο είτε από ατύχημα: Βαλαντάση, Γιαννάκη, Λαιμού, Λύρα, Μαρκούλη, Μαρμαρινού, Πατέρα, Ποντικού, Σκηνίτη, Τσεβδού, Φουρναράκη, Φράγκου, Χαλκιά, Χατζηγιάννη, Χατζηπατέρα, Ψαρέλλη, για να αναφέρω μόνο μερικά από τα οικογενειακά ονόματα.

Οι Οινούσσες με 17 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση και 2.500 ανθρώπους μέχρι τη δεκαετία του 1950 και 1.100 σήμερα, είναι ανάμεσα σε εκείνα τα μικρά και ακριτικά νησιά της Ελλάδας που ανέπτυξαν μεγάλη ναυτιλία, όπως η Κάσος στο νότιο άκρο, το Καστελλόριζο στο νοτιοανατολικό άκρο, ή οι Οθωνοί στο βορειοδυτικό άκρο. Το 1900 οι Αιγνουσιώτες είχαν 20 μεγάλα ιστιοφόρα των 34.000 κοχ και μερικές δεκάδες ακόμα μικρότερα. Τριάντα χρόνια μετά, το 1930, κατείχαν 24 ατμόπλοια και υπερδιπλασίασαν τη χωρητικότητα του στόλου σε 86.000 κοχ. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1970, τα αιγνουσιώτικα πλοία έγιναν πάνω από 200 και η χωρητικότητα εκτοξεύτηκε σε 3 εκατ. κοχ, δηλαδή πάνω από 10% του ελληνόκτητου στόλου, ενώ μέχρι σήμερα η αιγνουσιώτικη ναυτιλία καλά κρατεί. Οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Οινουσσών είναι από τις πιο συνεκτικές και επιτυχημένες εφοπλιστικές ομάδες επιχειρήσεων της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Γιατί άραγε ένα τόσο μικρό νησάκι να έχει έναν τόσο μεγάλο στόλο; Και αποτελεί μοναδικότητα στην ελληνική επικράτεια;
Οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Οινουσσών αποτελούν μια από τις πιο συνεκτικές και επιτυχημένες εφοπλιστικές ομάδες επιχειρήσεων της ελληνόκτητης ναυτιλίας.
Oχι, δεν αποτελεί μοναδικότητα. Οι Οινούσσες είναι μέρος της ανερχόμενης και επιτυχημένης ανοδικής πορείας των Ελλήνων στο κατά θάλασσαν επιχειρείν από τον 18ο και 19ο αιώνα. Τα αρχιπελάγη του Ιονίου και του Αιγαίου έχουν περίπου 6.000 νησιά και νησίδες, εκ των οποίων τα 120 είναι κατοικημένα. Περίπου τριάντα (30) από αυτά κατά τον 19ο αιώνα έχουν αναγνωριστεί ως «ναυτότοποι» ή «ναυτικές κοινότητες», δηλαδή τόποι με ναυτιλιακές εταιρείες και ναυτικούς για πολλές γενιές που είχαν κύρια πηγή βιοπορισμού και απασχόλησης τη θάλασσα.
Από ναύκληρος, πλοιοκτήτης
Ο καπετάν Γιώργης Χαλκιάς γεννήθηκε το 1902, την εποχή που η νέα τότε τεχνολογία του ατμού δεν είχε υπερκεράσει ακόμα τα ατμόπλοια. Και η ιστορία του αποτελεί την καρδιά της ιστορίας των ελληνικών ναυτότοπων. Την ιστορία των πολλών, εκατοντάδων χιλιάδων ναυτικών που λειτούργησαν τα πλοία, που έστησαν τις μικρές επιχειρήσεις, από τις οποίες ορισμένες απέτυχαν, άλλες πέτυχαν λίγο, άλλες πέτυχαν πολύ, άλλες πάρα πολύ.
Ο Γιώργης Χαλκιάς αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο σε ηλικία 14 χρόνων λόγω της μεγάλης καταστροφής του πατέρα του καπετάν Μιχάλη, που του κατάσχεσαν οι Τούρκοι ένα ιστιοφόρο 850 τόνων στην Κωνσταντινούπολη, όταν κηρύχθηκαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13. Δεκαπέντε ετών, λοιπόν, μπαρκάρει ως μαθητευόμενος ναύτης και το 1919 ως ναύκληρος με τον πατέρα του καπετάνιο στα οικογενειακά ιστιοφόρα. Το 1923 υπηρέτησε τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και το 1924 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστού στη διάρκεια της θητείας του. Εκανε το πρώτο του μπάρκο το 1925 ως ασυρματιστής στο φορτηγό ατμόπλοιο «Κατίγκω» των Αδελφών Χατζηπατέρα. Κατίγκω έλεγαν και τη μάνα του, Κατίγκω ήταν και αργότερα το όνομα της γυναίκας του. Το πλοίο είναι το σπίτι του ναυτικού, πόσο μάλλον όταν φέρει το όνομα της μάνας σου ή ονόματα του νησιού σου.

Δεν έβλεπε όμως εξέλιξη σε αυτό το «ευγενές επάγγελμα του ασυρματιστή» για αυτό ξεμπάρκαρε στον Περαιά το 1927 και απέκτησε δίπλωμα αξιωματικού καταστρώματος. Τον Ιανουάριο του 1928 μπάρκαρε με το φορτηγό ατμόπλοιο «Κ. Χατζηπατέρας» ως υποπλοίαρχος. Υποπλοίαρχος χωρίς αγγλικά δεν νοείτο κι έτσι παρέμεινε στην Αγγλία μετά τον Μάρτιο του 1928 επί πέντε μήνες «προς εκμάθηση της αγγλικής γλώσσης» και ξαναμπάρκαρε στο «Κατίγκω» και μετά στο φορτηγό «Κωνσταντίνος Χατζηπατέρας» με το οποίο τον είδαμε να ναυαγεί.
Τον Μάιο του 1945 ναυτολογήθηκε και πλοιαρχεύει το «Κατίγκω Χατζηπατέρα», φορτηγό 32 ετών και το 1948 το Λίμπερτυ «Αγιος Νικόλαος» του Ν. Χατζηπατέρα, φορτηγό πέντε ετών, με ξεχωριστές καμπίνες και προσωπικές τουαλέτες με ζεστό και κρύο νερό, με θέρμανση, με προστατευμένες κλειστές γέφυρες, «βασιλικά πλοία» τα είπαν. Το 1950 επενδύει ως μικροπλοιοκτήτης σε βαπόρι συμμετοχικό, με τον γαμπρό του Γιώργη Λαιμό. Πωλούν το 1955 τον τριαντάχρονο «Αγιο Σπυρίδωνα» αντί 120.000 λιρών και προχωρούν το 1956 προς το όνειρο, την αγορά ενός πολυπόθητου πλοίου Λίμπερτυ. Είναι όμως λάθος στιγμή. Το αγοράζουν πανάκριβα αντί 510.000 λιρών σε μια εποχή που οι ναύλοι ύστερα από μία δεκαετία υψηλών αποδόσεων καταποντίζονται μετά το 1958. Ετσι, το Λίμπερτυ που αγόρασαν τόσο ακριβά εργάστηκε καλά για ένα χρόνο, αλλά μετά παροπλίστηκε για τρία χρόνια λόγω της κρίσης. Ο καπετάν Γιώργης άφησε τις επενδύσεις και συνέχισε να πλοιαρχεύει για άλλα 20 χρόνια, μέχρι τα 72, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Η συνέχιση του έργου, «πλέον σε σένα Γιάννη», δόθηκε στον μικρό του γιο. Γιατί ο καπετάν Γιώργης, γιος καπετάνιου και καραβοκύρη ιστιοφόρου, έχει γιο καπετάνιο (τον Γιάννη Χαλκιά) και γαμπρό καπετάνιο (τον Πέτρο Λύρα) και σήμερα εγγόνια και δισέγγονα στη ναυτιλία. Ετσι έγιναν οι Οινούσσες.
Ο ρόλος των γυναικών
Την ιστορία του καπετάν Γιώργη Χαλκιά αποκαλύπτει στο βιβλίο της η εγγονή του Ειρήνη Λύρα Γκίκα, με τίτλο «Για να μη με ξεχνάτε…», όπου δημοσιεύει τα υπέροχα γράμματά του προς τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Η γλαφυρή του αφήγηση πάνω από το πλοίο του είναι πολύτιμη μαρτυρία της ζωής των ναυτικών. Αυτό είναι επίσης ένα βιβλίο που μας αποκαλύπτει την ιστορία των γυναικών των ελληνικών ναυτότοπων και των οικογενειών των ναυτικών. Οι περιγραφές των αρραβώνων και του γάμου, του δικού του και της κόρης του, της οικογενειακής ζωής, του πένθους και της χαράς αποτελούν μοναδικές μαρτυρίες και σημαντική συνεισφορά στην κοινωνική ιστορία της οικογένειας, του τόπου. Και αποκαλύπτει την πιο σιωπηρή και σχεδόν εκκωφαντική σιωπή μεγάλου μέρους των ναυτικών κοινοτήτων, εκείνης των γυναικών.

Με ναυτικό φυλλάδιο το 1947 η καπετάνισσα Κατίγκω Χαλκιά ταξιδεύει, με τον άνδρα της καπετάνιο και τον άλλο γιο της ανθυποπλοίαρχο, σε όλον τον κόσμο. Και η κόρη της Κατίγκως, η Κούλα, ταξιδεύει με τον δικό της άνδρα καπετάνιο, τον Πέτρο Λύρα. Κι όταν η Κούλα ταξιδεύει με τον άνδρα της, η Κατίγκω γιαγιά πλέον, μένει στο σπίτι με τις εγγονές. Και η Κατίγκω που γεννήθηκε το 1909 και η κόρη της Κούλα που γεννήθηκε το 1941 εγκατέλειψαν το σχολείο μόλις αρραβωνιάστηκαν, και οι δύο 15 χρόνων. Η Κατίγκω με την προίκα της ανήγειρε το σπίτι τους στις Οινούσσες στη θέση που ήταν η παλαιά πατρική κατοικία του άνδρα της, που αποτέλεσε την κατοικία της οικογένειας από τη δεκαετία του 1930 μέχρι το 1965. Η οικογένεια από το 1950 ζούσε μεταξύ Οινουσσών, Αμαρουσίου και Ψυχικού μέχρι το 1965 που έφτιαξαν δικό τους σπίτι στη Γλυφάδα. Αυτή η σχέση μιας επαρχιώτικης οικογένειας των Οινουσσών με την αστική και μεγαλοαστική Αθήνα, πολλώ μάλλον και με το Λονδίνο άλλων οικογενειών, είναι προς κοινωνιολογική ανάλυση και συνιστά εξαιρετικό χώρο μελέτης της κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
*Η κ. Τζελίνα Χαρλαύτη είναι επικεφαλής του Κέντρου Ναυτιλιακής Ιστορίας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης.

