Στις 27 Οκτωβρίου 1871 συνελήφθη στη Νέα Υόρκη ο Γουίλιαμ Μέιτζερ Τουίντ, γνωστός ως “Boss Tweed”, ο πανίσχυρος ηγέτης του Δημοκρατικού μηχανισμού του Τάμανι Χολ και ο άνθρωπος που προσωποποίησε τη διαφθορά στην αμερικανική πολιτική σκηνή του 19ου αιώνα.
Η σύλληψή του, έπειτα από τις αποκαλύψεις των New York Times και τις αμείλικτες γελοιογραφίες του Τόμας Ναστ στο Harper’s Weekly, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη δημόσια ζωή της πόλης και σύμβολο της δύναμης του Τύπου απέναντι στην εξουσία.
Ο Τουίντ, γιος Σκοτσέζου μετανάστη, γεννήθηκε το 1823 στη Νέα Υόρκη. Αρχικά εργάστηκε ως τεχνίτης και εθελοντής πυροσβέστης, σε μια εποχή που οι τοπικές ομάδες πυρόσβεσης αποτελούσαν μικρές εστίες πολιτικής δύναμης. Από εκεί άνοιξε ο δρόμος του προς το Τάμανι Χολ (Tammany Hall), τον πολιτικό οργανισμό που είχε ιδρυθεί στα τέλη του 18ου αιώνα ως λέσχη του Δημοκρατικού Κόμματος και είχε εξελιχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους κομματικούς μηχανισμούς της Αμερικής. Το Τάμανι, σε μια πόλη πλημμυρισμένη από φτωχούς Ιρλανδούς και Γερμανούς μετανάστες, λειτουργούσε ως προστάτης: παρείχε δουλειά, στέγη και νομική υποστήριξη με αντάλλαγμα ψήφους. Αυτή η σχέση εξάρτησης παρήγαγε πολιτική πίστη και εξασφάλιζε στο Τάμανι σχεδόν απόλυτο έλεγχο της δημοτικής εξουσίας.
Ο Τουίντ αναρριχήθηκε γρήγορα: εξελέγη βουλευτής, ύστερα δημοτικός σύμβουλος, και τελικά πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών του Δήμου, ελέγχοντας κάθε δημόσια δαπάνη. Από τη δεκαετία του 1860 η πόλη αναπτυσσόταν ραγδαία, και οι τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές προσέφεραν άπειρες ευκαιρίες για κατάχρηση. Ο Τουίντ συγκρότησε γύρω του τη λεγόμενη «Συμμορία του Τουίντ» (Tweed Ring), μια ομάδα συνεργατών που περιλάμβανε τον δήμαρχο Όκλι Χολ, τον ταμία Ρίτσαρντ Κόνολι και τον αρχιλογιστή Τζορτζ Μίλλερ. Μέσω εικονικών συμβάσεων και υπερκοστολογημένων έργων απομυζούσαν το δημόσιο ταμείο. Η ανακαίνιση του Δικαστικού Μεγάρου, του Tweed Courthouse, στοίχισε σχεδόν 13 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το αρχικό κονδύλι δεν ξεπερνούσε τα 250.000.
Η συνολική υπεξαίρεση εκτιμάται σήμερα μεταξύ 30 και 200 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που σε σημερινές αξίες θα ισοδυναμούσε με αρκετά δισεκατομμύρια. Ο Τουίντ, ωστόσο, παρουσιαζόταν ως ευεργέτης των φτωχών. Έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των μεταναστών, μοίραζε τρόφιμα και κάρβουνο, χρηματοδοτούσε φιλανθρωπίες και παρουσιαζόταν ως «άνθρωπος του λαού».
Το σύστημα άρχισε να καταρρέει το 1871, όταν ένας δυσαρεστημένος λογιστής του Δήμου, ο Τζέιμς Γουότσον, παρέδωσε στους New York Times τα βιβλία λογαριασμών της Επιτροπής Οικονομικών. Οι Times άρχισαν να δημοσιεύουν λεπτομέρειες των συναλλαγών, προκαλώντας σάλο. Την ίδια στιγμή, ο σκιτσογράφος Τόμας Ναστ δημοσίευε στο Harper’s Weekly καυστικά σκίτσα που παρουσίαζαν τον Τουίντ ως χοντρό, αδηφάγο τύραννο. Ο ίδιος ο Τουίντ φέρεται να είπε: «Οι γελοιογραφίες με πληγώνουν περισσότερο από τα άρθρα. Οι ψηφοφόροι μου δεν ξέρουν να διαβάζουν, αλλά καταλαβαίνουν τις εικόνες».
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και μιας επιτροπής πολιτών που ζητούσε δικαιοσύνη, ο Τουίντ συνελήφθη στις 27 Οκτωβρίου 1871 με κατηγορίες για απάτη και κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Κατάφερε όμως να αφεθεί προσωρινά ελεύθερος με εγγύηση, αξιοποιώντας την επιρροή του. Οι δίκες που ακολούθησαν υπήρξαν πολύκροτες: η πρώτη κατέληξε σε διχασμένη ετυμηγορία, όμως στη δεύτερη, το 1873, καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 12.500 δολαρίων. Μετά από έναν χρόνο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης ακύρωσε μεγάλο μέρος της ποινής, κρίνοντάς την υπερβολική. Ο Τουίντ αποφυλακίστηκε, αλλά συνελήφθη εκ νέου ύστερα από αστικές αγωγές του Δήμου, ο οποίος ζητούσε την επιστροφή των χρημάτων.
Το 1875 δραπέτευσε από την επιτήρηση και διέφυγε μέσω Κούβας στην Ισπανία, όπου προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος. Αναγνωρίστηκε, ωστόσο, από μια γελοιογραφία του Ναστ που είχε δημοσιευθεί στην Ευρώπη. Οι ισπανικές αρχές τον παρέδωσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Τουίντ φυλακίστηκε στο σωφρονιστήριο Ludlow Street. Εκεί, πάμφτωχος και εγκαταλελειμμένος από τους πρώην συνεργάτες του, πέθανε το 1878 σε ηλικία 55 ετών.
Η υπόθεση Τουίντ αποκάλυψε το εύρος της διαφθοράς που μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα στο πελατειακό σύστημα της αμερικανικής πολιτικής. Το Τάμανι Χολ επέζησε του αρχηγού του και συνέχισε να ελέγχει τη Νέα Υόρκη, με πιο «νομιμοφανείς» πρακτικές, έως τις αρχές του 20ού αιώνα· η επιρροή του μάλιστα επανήλθε με τον δήμαρχο Τζίμι Γουόκερ τη δεκαετία του 1920. Ωστόσο, η πτώση του “Boss” Tweed έμεινε ως η πρώτη μεγάλη νίκη της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της πολιτικής σάτιρας απέναντι σε ένα καθεστώς που φάνταζε άτρωτο.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

