O πατέρας της ήταν συνταξιούχος αξιωματικός της Χωροφυλακής. Η μητέρα της νοικοκυρά αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Η ίδια και οι τρεις αδελφές της μεγάλωναν με πιάνο και γαλλικά σε ένα ευτυχισμένο σπιτικό, στην Αθήνα. Ο πόλεμος ήρθε να σαρώσει τα πάντα, φέρνοντας απανωτά δεινά. Ολα τα θυμάται η 96χρονη Στέλλα Βιδάλη – Λοϊζίδου.
Μου τα αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο μέσω Zoom από τη Λευκωσία όπου, μετά τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ (υπήρξε η αγαπημένη φοιτήτρια του Ι. Θ. Κακριδή), έφτιαξε τη δική της οικογένεια – με δύο παιδιά και πέντε εγγόνια σήμερα. «Να μη ζήσουμε άλλον τέτοιον πόλεμο, να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό…». Αυτή είναι η αγωνία της.
Το 1940 ήμουν σχεδόν 11 ετών. Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου μας ξύπνησε ο ήχος των σειρήνων. Πεταχτήκαμε αλαφιασμένοι έξω. «Πόλεμος, πόλεμος!», ακουγόταν ένα βουητό. Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια είδηση θα μας προκαλούσε φόβο. Κι όμως, ήμασταν ενθουσιασμένοι. Λίγες ώρες μετά ο μπαμπάς –που λόγω ηλικίας δεν ήταν στρατεύσιμος– πήρε τη Μαρία και εμένα, τις μεγαλύτερες κόρες, και πήγαμε στον Σταθμό Λαρίσης από όπου έφευγαν τα τρένα με τους στρατιώτες για την Αλβανία. Σαν ένα πανηγύρι το θυμάμαι, λες και ήμασταν σε γάμο. «Στο καλό και με τη νίκη!», φωνάζαμε.

Τις επόμενες εβδομάδες ο ενθουσιασμός γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος, καθώς έφθαναν τα νέα για τις νίκες του στρατού μας: Κορυτσά, Αγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, χαλούσε ο κόσμος. Οι άνδρες της γειτονιάς έφτιαχναν καταφύγιο στο διπλανό μας οικόπεδο, οι γυναίκες μαζεύονταν στα σπίτια για να πλέξουν φανέλες για τους στρατιώτες. Εφτιαξα κι εγώ ένα σκουφάκι. Ομως η αισιοδοξία δεν άργησε να μετατραπεί σε απελπισία: μπήκαν στη χώρα οι Γερμανοί και άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Θυμάμαι τον βομβαρδισμό του Πειραιά, τον Απρίλιο του 1941. Από την ταράτσα μας βλέπαμε τα Στούκας να ρίχνουν τις βόμβες τους στο λιμάνι και τις φλόγες να υψώνονται. Για αρκετά βράδια η Αθήνα φωτιζόταν από τον καιόμενο Πειραιά…
Κι έπειτα άρχισε η πείνα. Εκείνο τον παγωμένο χειμώνα, ο πληθωρισμός είχε φθάσει στα ύψη και χρειαζόσουν μια σακούλα χαρτονομίσματα για να αγοράσεις λίγο ψωμί. Οι προμήθειές μας τελείωσαν. Η μαμά, που είχε γίνει πετσί και κόκαλο, αγωνιούσε για εμάς γιατί η φυματίωση θέριζε. Μεσημέρι και βράδυ έστρωνε το άσπρο λινό τραπεζομάντιλο, όπως τις παλιές καλές ημέρες, για να μας σερβίρει τουλάχιστον μια νερόσουπα. Η μαύρη αγορά ήταν η μοναδική λύση. Είχαμε αρχίσει να πουλάμε ό,τι πολύτιμο είχαμε. Ακόμη και τις γέφυρες του μπαμπά, με τα χρυσά δόντια του, που είχαν πέσει επειδή είχε αδυνατίσει πολύ. Η μαμά με είχε πάρει μαζί της εκείνη την ημέρα. Ελαμψαν τα μάτια του μαυραγορίτη όταν είδε το χρυσάφι… Και μη νομίζετε ότι μας έδιναν πολλά σε αντάλλαγμα: μια χούφτα σκουληκιασμένα κουκιά ή ρεβίθια. Οταν πουλήθηκαν όλα τα χρυσαφικά, ήρθε η σειρά της προίκας της μητέρας μας. Μέχρι και μια κουβέρτα την οποία, πριν παντρευτεί, έπλεκε για δύο ολόκληρα χρόνια, σωστό έργο τέχνης, έδωσε για ένα μπουκάλι λάδι. Ο μαυραγορίτης θα ερχόταν στο σπίτι να την πάρει. Την έβλεπα να τη διπλώνει κλαίγοντας. «Ολα θα τα ξαναφτιάξουμε. Φτάνει να ζήσουμε…», μονολογούσε.
Πολεμώντας την πείνα – Οποιος δεν έχει πεινάσει στη ζωή του, δεν θα με καταλάβει. Μας έλεγαν οι γονείς μας να κοιμόμαστε μπρούμυτα για να πιέζεται το στομάχι μας και να μην πονάει.
Την άνοιξη του 1942 η κατάστασή μας ήταν τραγική. Οποιος δεν έχει πεινάσει στη ζωή του, δεν θα με καταλάβει. Μας έλεγαν οι γονείς μας να κοιμόμαστε μπρούμυτα για να πιέζεται το στομάχι μας και να μην πονάει. Τα κάρα του δήμου μάζευαν νεκρούς από τους δρόμους. Θα πεθαίναμε κι εμείς, ήταν βέβαιο. Ο μπαμπάς είδε μια μέρα σε ένα μπαλκόνι Γερμανούς στρατιώτες να θρυμματίζουν καρβέλια, να πετούν τα ψίχουλα σε παιδιά με πρησμένες κοιλιές που είχαν μαζευτεί από κάτω λες και ήταν σπουργίτια και να γελούν. Επέστρεψε στο σπίτι αποφασισμένος. «Πρέπει να φύγουμε», μας ανακοίνωσε.
Πουλήσαμε και το σπίτι. Την ημέρα της υπογραφής των συμβολαίων ο συμβολαιογράφος προσπαθούσε να παρηγορήσει τους γονείς μου: «Οταν τελειώσει ο πόλεμος θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να επιστραφούν τα ακίνητα». Ο μαυραγορίτης που το αγόρασε γέλασε ειρωνικά. «Ας επιστραφούν. Τι θα έχω χάσει; Ενα καρότσι μελιτζάνες που έδωσα για να το πάρω». Αυτό ήταν το τίμημα για το πατρικό μου.
Αποφασίσαμε να πάμε στην Αγία Παρασκευή, ένα χωριό στο Κιλκίς όπου ζούσε η θεία Ελένη, αδελφή της μητέρας μας. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες από τα τανκς των Γερμανών. Η καημένη η μαμά είχε στην τσάντα της λίγα ρεβίθια και μας τα έβαζε στη χούφτα ένα ένα. «Διακριτικά να τα τρώτε, γιατί και οι άλλοι άνθρωποι που είναι μαζί μας πεινάνε», ψιθύριζε. Γεμάτο ήταν το φορτηγό… Βάζαμε τα ρεβίθια στο στόμα μας, αλλά ήταν τόσο όξινο το σάλιο μας από την ανεφαγιά που αυτά έλιωναν αμέσως. Αποκαμωμένα τα κορίτσια κάποια στιγμή κοιμηθήκαμε γέρνοντας η μια στον ώμο της άλλης. Μας ξύπνησαν στα Φάρσαλα, εκεί θα διανυκτερεύαμε. Εβρεχε καταρρακτωδώς. Μας οδήγησαν σε ένα ημιυπόγειο όπου μας περίμεναν για δείπνο. Οταν είδαμε πάνω στα τραπέζια φέτες ψωμιού γουρλώσαμε τα μάτια μας. Νομίζαμε πως ονειρευόμασταν!
Περάσαμε το επόμενο βράδυ στην Κατερίνη και το απόγευμα της τρίτης ημέρας φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου μας υποδέχθηκε ο θείος Δημοσθένης. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σε ένα κάρο που το έσερναν βόδια και ξεκινήσαμε για την Αγία Παρασκευή. Αλλά λίγες ώρες μετά, σε ένα ποτάμι, το κάρο κόλλησε στη λάσπη. «Πρέπει να πάμε στο πιο κοντινό χωριό να βρούμε βουβάλια. Μόνο αυτά θα μπορέσουν να τραβήξουν το κάρο», είπε ο αμαξηλάτης.
Ανοικτή πληγή – Βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο, πόσοι άνθρωποι χάνονται, πεινούν και πονούν στην Ουκρανία, στη Λωρίδα της Γάζας και αλλού, και η πληγή ματώνει ξανά.
Ο θείος έμεινε μαζί του κι εμείς συνεχίσαμε με τα πόδια ακολουθώντας τις γραμμές του σιδηροδρόμου. Είχε πια νυχτώσει. Ο μπαμπάς κρατούσε ένα ξύλο, γιατί στην περιοχή υπήρχαν κοπάδια λύκων, όπως μας είπαν, και ήταν κι αυτοί πεινασμένοι από τον χειμώνα. Παρά την κούραση, ήμουν χαρούμενη. Δεν είχα ξαναδεί τόσο όμορφο έναστρο ουρανό: μαύρο βελούδο γεμάτο διαμάντια.
Στην Αγία Παρασκευή μείναμε μέχρι το τέλος του πολέμου. Τον Οκτώβριο του 1944 το χωριό γέμισε Γερμανούς που οπισθοχωρούσαν. Ενας νεαρός, «μικρό Γερμανό» τον λέγαμε, ήταν πολύ συμπαθητικός, ερχόταν στο σπίτι και έπιανε κουβέντα με τον μπαμπά. Βλέπαμε στα μάτια του την αγωνία. Την ημέρα που έφευγε μας φώναζε «kaput, kaput», «είμαι τελειωμένος», δηλαδή. Ηξερε ότι ο θάνατος τον περίμενε. Μας έδειχνε και το διπλανό οικόπεδο, μα εμείς δεν καταλαβαίναμε γιατί. Λίγες ημέρες μετά, ανάμεσα στα χορτάρια, βρήκαμε το αποχαιρετιστήριο δώρο του: έναν τενεκέ λάδι.
Πολύ οδυνηρές αυτές οι αναμνήσεις, δεν φεύγουν από το μυαλό μου. Βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο, πόσοι άνθρωποι χάνονται, πεινούν και πονούν στην Ουκρανία, στη Λωρίδα της Γάζας και αλλού, και η πληγή ματώνει ξανά. Είναι καιρός που νιώθω το κακό να πλησιάζει και φοβάμαι για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. Το λέω στα παιδιά μου και με κοροϊδεύουν. «Δεν γίνονται τέτοια πράγματα», με καθησυχάζουν. Μακάρι.

