Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ

Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ

Η αιματηρή αντιμετώπιση της λαϊκής εξέγερσης με την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης προκαλεί διεθνή κατακραυγή και επιβολή κυρώσεων

7' 14" χρόνος ανάγνωσης

Το 1985 αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην ιστορία της Νότιας Αφρικής, καθώς το ρατσιστικό καθεστώς αντιμετώπισε εκτεταμένη εσωτερική αντίσταση και αυξανόμενη διεθνή πολιτική και οικονομική απομόνωση. Η χρονιά χαρακτηρίστηκε από μαζικές διαδηλώσεις, μεγάλες απεργίες και βίαιες συγκρούσεις, που κορυφώθηκαν με την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε εθνικό επίπεδο. Η κλιμάκωση της λαϊκής εξέγερσης κατά του απαρτχάιντ, του πιο σύνθετου συστήματος φυλετικών διακρίσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν στην πραγματικότητα η αρχή του τέλους του. Το 1994, δέκα χρόνια μετά, διεξήχθησαν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές στη σύγχρονη ιστορία της Νότιας Αφρικής με την εκλογή τού (φυλακισμένου για 27 χρόνια) Νέλσον Μαντέλα στην προεδρία.

Ανεργία και ακρίβεια στις παραγκουπόλεις

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1984, μια ατμόσφαιρα έντασης επικρατούσε στις παραγκουπόλεις (townships) των μαύρων Αφρικανών (που αποτελούσαν τα 3/4 του πληθυσμού της χώρας). Μια οικονομική ύφεση, πιο σοβαρή από οποιαδήποτε άλλη που είχε γνωρίσει η Νότια Αφρική τα προηγούμενα πενήντα χρόνια, οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία. Επίσης, μια καταστροφική ξηρασία αύξησε τις τιμές των τροφίμων μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των φτωχών καταναλωτών. Η δυσαρέσκεια των Αφρικανών για τον αποκλεισμό τους από το νέο Κοινοβούλιο, στο οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν οι μιγάδες (coloureds) και οι Ινδοί, αύξησε την ένταση. Ακόμη, ένα νέο σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης για τις αφρικανικές κοινότητες προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Οι τοπικοί σύμβουλοι, που προέκυψαν από εκλογές με χαμηλή συμμετοχή, καταγγέλθηκαν από διαδηλωτές ως «συνεργάτες» του ρατσιστικού καθεστώτος.

Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ-1
21.7.1986. Ο πρόεδρος Πίτερ Μπότα με τον βραβευμένο με Νομπέλ Ειρήνης και πολέμιο του απαρτχάιντ, αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου. Η σκληρή πολιτική του Μπότα προκάλεσε κινητοποιήσεις παγκοσμίως. [ASSOCIATED PRESS]

Τον Σεπτέμβριο του 1984 ξέσπασαν βίαιες διαμαρτυρίες. Αρχικά ήταν σποραδικές που πυροδοτήθηκαν από τοπικά προβλήματα, αλλά σταδιακά επεκτάθηκαν από τη μια περιοχή στην άλλη με μεγάλη ένταση. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονταν ομάδες μαύρων νέων –οι comrades, όπως έγιναν γνωστοί– αποφασισμένοι να καταστρέψουν το «σύστημα» και έτοιμοι να αψηφήσουν την ένοπλη αστυνομία στους σκονισμένους δρόμους των αφρικανικών γκέτο με πέτρες, σφεντόνες και βόμβες μολότοφ.

«Απελευθέρωση πριν από την Εκπαίδευση»

Στις αρχές του 1985, οι διαδηλώσεις, οι πορείες και οι βίαιες συγκρούσεις αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο σε αστικά κέντρα, όπως το Σοβέτο, η Αλεξάντρα και το Κέιπ Τάουν. Το Ενωμένο Δημοκρατικό Μέτωπο (United Democratic Front – UDF), που σχηματίστηκε το 1983 ως συνασπισμός οργανώσεων κατά του απαρτχάιντ, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον συντονισμό της αντίστασης. Οι απεργίες σε ορυχεία, εργοστάσια και δημόσιες υπηρεσίες αύξησαν την πίεση, δείχνοντας ότι οι αντιδράσεις δεν περιορίζονταν στη νεολαία, αλλά εκτείνονταν και στην καρδιά της οικονομίας. Η αναταραχή της χρονιάς αυτής αντικατόπτριζε τόσο τις συσσωρευμένες διαμαρτυρίες κατά της φυλετικής καταπίεσης όσο και την αυξανόμενη οργανωτική ικανότητα των αντιστασιακών κινημάτων.

Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ-2
Ο Φρεντερίκ ντε Κλερκ, που διαδέχθηκε τον παραιτηθέντα Πίτερ Μπότα το 1989, ήταν ένας πραγματιστής πολιτικός που πείστηκε ότι μια «εκσυγχρονισμένη» μορφή του απαρτχάιντ δεν ήταν βιώσιμη. Επί προεδρίας του το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων καταργήθηκε. [ASSOCIATED PRESS]

Οι μαθητές και οι φοιτητές εγκατέλειψαν τις αίθουσες διδασκαλίας πρωτοστατώντας στις διαμαρτυρίες. Το σύνθημά τους ήταν «Απελευθέρωση πριν από την Εκπαίδευση» (Liberation before Education). Ωστόσο, η εξέγερση των townships δεν ήταν αποκλειστικά «ο πόλεμος των παιδιών», όπως είχε συμβεί το 1976 στην εξέγερση του Σοβέτο. Αυτή τη φορά αποτελούσε μέρος ενός λαϊκού κινήματος που περιλάμβανε ολόκληρες κοινότητες και κοινωνικές κατηγορίες – γονείς, δασκάλους, εργάτες και κληρικούς. Ούτε οι στόχοι των μαύρων ακτιβιστών περιορίζονταν στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Αυτή τη φορά ο σκοπός ήταν η ανατροπή του απαρτχάιντ. Με την παρότρυνση του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (African National Congress – ANC), από την εξορία, να εξαπολύσουν έναν «λαϊκό πόλεμο», οι εξεγερμένοι οργάνωσαν καταναλωτικά μποϊκοτάζ, επιτέθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια, έστησαν «λαϊκά δικαστήρια» και καταδίωξαν «συνεργάτες» και υποστηρικτές του «συστήματος». Η βία πήρε μεγάλη έκταση με φρικτές εκδοχές, όπως η μέθοδος εκτέλεσης με το «κολιέ» (necklace) – μια σαμπρέλα ποτισμένη με βενζίνη που φοριόταν στον λαιμό του θύματος και στη συνέχεια της έβαζαν φωτιά.

Παγκόσμια καταδίκη και μποϊκοτάζ

Η κυβέρνηση απάντησε στέλνοντας αστυνομικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις στα townships, χωρίς όμως κάποια σαφή στρατηγική για την αντιμετώπιση των εξεγερμένων. Ο πρόεδρος Πίτερ Βίλεμ Μπότα φάνηκε πρόθυμος να προχωρήσει σε τροποποιήσεις του συστήματος του απαρτχάιντ, όπως η κατάργηση των νόμων για τα «πάσα» (ταυτότητες για μη λευκούς που περιόριζαν πού μπορούσαν να ζουν, να δουλεύουν και να κινούνται), αλλά μόνον εφόσον δεν περιόριζαν τα προνόμια των λευκών (περίπου 15% του πληθυσμού).

Το καθημερινό θέαμα της βίαιης διαμαρτυρίας και της αιματηρής κυβερνητικής καταστολής, που προβαλλόταν στις τηλεοπτικές οθόνες σε ολόκληρο τον κόσμο, προκάλεσε μαζικές κινητοποιήσεις σε πλήθος αστικών κέντρων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης στις οποίες πρωτοστατούσαν φοιτητές, καλλιτέχνες, μη κυβερνητικές οργανώσεις και η αφρικανική διασπορά. Αυτές οδήγησαν στη διεθνή καταδίκη συνοδευόμενη από την επιβολή κυρώσεων. Φοβισμένοι, ξένοι επενδυτές άρχισαν να αποχωρούν από τη Νότια Αφρική, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση που οδήγησε τη χώρα σε σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση. Τόσο ισχυρό ήταν το κύμα της διεθνούς αντίδρασης εναντίον της Νότιας Αφρικής ώστε ακόμη και συντηρητικοί δυτικοί ηγέτες, όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ, που προηγουμένως είχαν ταχθεί κατά των κυρώσεων, αναγκάστηκαν να αλλάξουν στάση. Η λευκή επιχειρηματική κοινότητα της Νότιας Αφρικής, σοκαρισμένη από τον ατελείωτο κύκλο μαύρης οργής, κυβερνητικής ανικανότητας, αποεπένδυσης, οικονομικού χάους και διεθνών κυρώσεων, καταδίκασε την αποτυχία της κυβέρνησης να εισαγάγει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και απαίτησε άμεση δράση, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης του Μαντέλα.

Ξένοι επενδυτές άρχισαν να αποχωρούν από τη Νότια Αφρική, προκαλώντας σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση. Η λευκή επιχειρηματική κοινότητα της χώρας απαίτησε άμεση δράση και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.

Η Νότια Αφρική αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερη διεθνή πίεση. Οι οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις αυξάνονταν τόσο σε κλίμακα όσο και σε ένταση. Αλλεπάλληλα αθλητικά και πολιτιστικά μποϊκοτάζ υπογράμμιζαν επίσης τη διεθνή απομόνωση της χώρας.

Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ-3
16.4.1985. Συγκέντρωση διαμαρτυρίας των φοιτητών του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. [ASSOCIATED PRESS]

Ο πρόεδρος Μπότα, αντιμέτωπος με την κλιμάκωση των διαδηλώσεων, κήρυξε τον Ιούλιο του 1985 τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, δίνοντας στις δυνάμεις ασφαλείας πρωτοφανείς εξουσίες να συλλαμβάνουν και να κρατούν άτομα χωρίς δίκη. Η αστυνομία και ο στρατός αύξησαν την παρουσία τους στις αφρικανικές συνοικίες, εφαρμόζοντας επιθετικές τακτικές, όπως απαγορεύσεις κυκλοφορίας και μαζικές συλλήψεις. Το καθεστώς παρουσίασε αυτά τα μέτρα ως απαραίτητα για τη διατήρηση της τάξης, ενώ στην πραγματικότητα αποκάλυπταν την αδυναμία του να συνεχίσει την πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού.

Αμφισβήτηση και πρώτοι τριγμοί για το καθεστώς

Οι κυρώσεις και η αποεπένδυση είχαν σοβαρές οικονομικές συνέπειες, προσθέτοντας επιπλέον πίεση στο καθεστώς. Η μείωση των ξένων επενδύσεων, η περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές και τα εμπορικά μέτρα πίεσης υπέσκαψαν τη σταθερότητα της οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι το κράτος διατηρούσε τον έλεγχο κρίσιμων βιομηχανιών, οι απεργίες και οι κυρώσεις δημιούργησαν αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον της χώρας.

Το 1985 ανέδειξε την ανθεκτικότητα και τη δημιουργικότητα της κοινωνίας των πολιτών στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Μαζικές κινητοποιήσεις οργανώθηκαν μέσω εκκλησιών, συνδικάτων, νεολαιών και κοινοτικών οργανώσεων. Οι επιτροπές γειτονιάς συντόνιζαν πορείες, διαδηλώσεις και μποϊκοτάζ, ενώ άτυπα «υπόγεια» δίκτυα διευκόλυναν την επικοινωνία και την υποστήριξη της αντίστασης. Οι γυναίκες διαδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των κινητοποιήσεων. Αυτή η κοινωνική κινητοποίηση απέδειξε ότι η αντίθεση στο απαρτχάιντ ήταν ευρύτατη, περιλαμβάνοντας διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και αποδεικνύοντας ότι ήταν ικανή να αμφισβητήσει σοβαρά την κρατική εξουσία.

Οι προσπάθειες του καθεστώτος να ελέγξει την πληροφορία μέσω λογοκρισίας και προπαγάνδας απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό, καθώς ξένοι δημοσιογράφοι και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέγραφαν τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενισχύοντας την παγκόσμια καταδίκη.

Νότια Αφρική, η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ-4
23 Ιουλίου 1985. Την άγρια αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων της μαύρης πλειοψηφίας μετά την επιβολή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης από το καθεστώς της Νότιας Αφρικής και τις διεθνείς αντιδράσεις προβάλλει η «Κ».

Στο τέλος του 1985 η Νότια Αφρική βρισκόταν σε πολιτικό αδιέξοδο. Το καθεστώς παρέμενε στην εξουσία, αλλά η νομιμοποίησή του αμφισβητούνταν όλο και περισσότερο, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Ο συνδυασμός ταραχών, βίαιων συγκρούσεων με εκατοντάδες νεκρούς, απεργιών και κυρώσεων πίεζε για πολιτικό διάλογο, αλλά η κυβέρνηση Μπότα παρέμενε προσκολλημένη σε περιορισμένες μεταρρυθμίσεις.

Οι προσπάθειες του καθεστώτος να ελέγξει την πληροφορία μέσω λογοκρισίας και προπαγάνδας απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό, καθώς ξένοι δημοσιογράφοι και οργανώσεις κατέγραφαν τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τα γεγονότα του 1985 συνέβαλαν τελικά αποφασιστικά στην κατάργηση του απαρτχάιντ. Στις 5 Ιουλίου 1989 ο πρόεδρος Μπότα συνάντησε μυστικά τον Μαντέλα – που ήταν ακόμη έγκλειστος στη φυλακή. Η συνάντηση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Λίγες εβδομάδες μετά, παραιτήθηκε. Ο διάδοχός του, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, ήταν ένας πραγματιστής πολιτικός που πείστηκε ότι μια «εκσυγχρονισμένη» μορφή του απαρτχάιντ δεν ήταν βιώσιμη. Υπήρχε μια νέα γενιά λευκών Νοτιοαφρικανών που δεν ήθελαν να αντιμετωπίζονται ως παρίες από τον υπόλοιπο κόσμο, να υπόκεινται σε μποϊκοτάζ αθλητικών εκδηλώσεων, απαγορεύσεις ταξιδιών και εμπορικές κυρώσεις και να δέχονται εχθρικά σχόλια. Η οικονομική ευημερία και η αποδοχή από τις χώρες της Δύσης γίνονταν ολοένα και πιο σημαντικές για τη λευκή Νότια Αφρική από ό,τι ο φυλετικός διαχωρισμός. Το 1985 ήταν η αρχή του τέλους του απαρτχάιντ.

*Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT