Ο Βησσαρίων υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς λογίους και προστάτες των γραμμάτων του 15ου αιώνα, με ακτινοβολία τόσο στην Ανατολή όσο και στη ∆ύση. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου περί το 1399-1400 και έτυχε επιμελημένης παιδείας. Στην Κωνσταντινούπολη μαθήτευσε δίπλα σε εξέχοντες δασκάλους, όπως ο Ιωάννης-Ιγνάτιος Χορτασμένος, ενώ στον Μυστρά παρακολούθησε τα μαθήματα του περίφημου πλατωνιστή φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα. Το 1423 εκάρη μοναχός στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθησε εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Έγινε ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη το 1436 και, έναν χρόνο αργότερα, ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Νίκαιας της Βιθυνίας.

Η ρητορική δεινότητα και η βαθιά θεολογική μόρφωσή του τον ανέδειξαν σε πρωταγωνιστή της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης των Εκκλησιών και το 1439 ο Πάπας Ευγένιος ∆΄ (1431-1447) τον έχρισε καρδινάλιο και από την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιταλία. Κατέλαβε υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα της Καθολικής Εκκλησίας και διετέλεσε παπικός λεγάτος σε διάφορες διπλωματικές αποστολές. Το 1463 ορίστηκε τιτουλάριος Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και υπήρξε δύο φορές υποψήφιος για τον παπικό θρόνο (1455, 1471). Κύριο μέλημά του ήταν η οργάνωση μιας νέας Σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών και η προστασία των Βυζαντινών που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά την οριστική Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το 1453. Αναδείχθηκε, παράλληλα, σε δόκιμο συγγραφέα θεολογικών, φιλοσοφικών και ρητορικών κειμένων, ενώ υπήρξε, επίσης, αντιγραφέας και μεγάλος συλλέκτης χειρογράφων. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Ραβέννα, στις 18 Νοεμβρίου 1472. Αναμφίβολα, η συνεισφορά του Βησσαρίωνα στον τομέα της λογιοσύνης είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ιταλική Αναγέννηση.
Στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας
Από Ορθόδοξος επίσκοπος, Καθολικός καρδινάλιος.
Η αυξανόμενη πίεση που δεχόταν το Βυζάντιο και η ίδια η Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς Τούρκους οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448) στην αποδοχή της πρόσκλησης του Πάπα Ευγένιου ∆΄ για τη διεξαγωγή συνόδου ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Καθολικούς, με σκοπό την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Ιωάννης πίστευε ότι, με την επίτευξη της Ένωσης, η δυτική χριστιανοσύνη θα κινητοποιείτο στρατιωτικά για την υπεράσπιση του Βυζαντίου. Έτσι, πήρε την απόφαση να μεταβεί ο ίδιος στην Ιταλία με μια πολυπληθή συνοδεία, στην οποία συμπεριέλαβε εκκλησιαστικούς και κρατικούς αξιωματούχους εγνωσμένου κύρους, υψηλής μόρφωσης και θεολογικής κατάρτισης, οι οποίοι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτητικές συζητήσεις με τους Καθολικούς. Ο Βησσαρίων, που το 1437 είχε χειροτονηθεί αρχιεπίσκοπος Νικαίας, συγκέντρωνε όλα τα προσόντα που χρειάζονταν για μια τέτοια αποστολή και ανταποκρίθηκε στην κλήση του Ιωάννη.

Στις 27 Νοεμβρίου 1437, ο Ιωάννης, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄ (1416-1439) και η πολυπληθής βυζαντινή αντιπροσωπεία επιβιβάστηκαν στα τρία ναυλωμένα από τον Πάπα πλοία με προορισμό την Ιταλία. Ο πρώτος σταθμός, επί ιταλικού εδάφους, ήταν η Βενετία. Οι άρχοντες και ο λαός επιφύλαξαν μεγαλοπρεπή υποδοχή στους Βυζαντινούς. Η ομορφιά της πόλης και η ενθουσιώδης υποδοχή εντυπωσίασαν τον Βησσαρίωνα, ο οποίος χαρακτήρισε τη Βενετία «δεύτερο Βυζάντιο». Οι Βυζαντινοί έφτασαν στον προορισμό τους, τη Φερράρα, τον Φεβρουάριο του 1438 και στις 7 Μαρτίου ο Ευγένιος υποδέχθηκε στο ανάκτορό του τον Πατριάρχη Ιωσήφ, τον Βησσαρίωνα και άλλους επιφανείς ιεράρχες. Η συμμετοχή του Βησσαρίωνα στη Σύνοδο αυτή θα αποτελέσει έναν από τους κομβικότερους σταθμούς της ζωής του.
Η επίσημη έναρξη της Συνόδου έλαβε χώρα στις 9 Απριλίου, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου της Φερράρας, με μια πανηγυρική δοξολογία. Η πρώτη συνεδρίαση, ωστόσο, θα αργήσει μερικούς μήνες, καθώς ο αυτοκράτορας ζήτησε αναβολή για να δοθεί χρόνος στους ξένους ηγεμόνες και πρεσβευτές να έρθουν στην πόλη. Στο μεταξύ, διεξάγονταν προκαταρκτικές συναντήσεις ανάμεσα σε δεκαμελείς αντιπροσωπείες από τις δύο πλευρές τρεις φορές την εβδομάδα στο σκευοφυλάκιο του Αγίου Φραγκίσκου της Φερράρας. Μεταξύ των εκπροσώπων των Βυζαντινών ήταν ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός και ο Βησσαρίων. Τις συζητήσεις άνοιξε ο καρδινάλιος Ιουλιανός Τσεζαρίνι και, στη συνέχεια, τον λόγο έλαβε ο Μάρκος. Η ομιλία του όμως επικρίθηκε, ακόμα και από τους συμπατριώτες του, ως τραχιά και αγενής για μια τέτοια περίσταση. Για τον λόγο αυτόν, κλήθηκε να λάβει τον λόγο ο Βησσαρίων, του οποίου η πραότητα, η κομψότητα του ύφους και η ευγλωττία μπορούσαν να αντισταθμίσουν την κακή πρώτη εντύπωση.

Στις συναντήσεις αυτές αποφασίστηκε να συζητηθεί η διδασκαλία περί του Καθαρτηρίου Πυρός, μια διδασκαλία ξένη προς την Ορθόδοξη παράδοση. Από τη βυζαντινή πλευρά, ο αυτοκράτορας διόρισε τον Μάρκο και τον Βησσαρίωνα ως μοναδικούς εκπροσώπους. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν για μερικές εβδομάδες, αλλά διακόπηκαν, χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία, λόγω της πανώλης που έπληξε τη Φερράρα. Οι επίσημες δογματικές συζητήσεις έπρεπε, ωστόσο, να ξεκινήσουν.
Η πρώτη συνεδρίαση της Συνόδου έγινε στις 8 Οκτωβρίου 1438 στο παπικό ανάκτορο. Ο λόγιος αρχιεπίσκοπος Νικαίας ήταν ένας από τους έξι ομιλητές των Βυζαντινών. Το προνόμιο για την έναρξη της συζήτησης παραχωρήθηκε στη βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία έφερε προς συζήτηση το ζήτημα της νομιμότητας της προσθήκης του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Καθολικούς. Ο Βησσαρίων επελέγη για να εκφωνήσει τον εναρκτήριο λόγο, απόδειξη της φήμης που είχε αποκτήσει ανάμεσα στους Βυζαντινούς ως καταξιωμένος ρήτορας. Στην αρχή της ομιλίας του συνεχάρη τους παρισταμένους για την απόφαση να διεξαχθεί η Σύνοδος και τόνισε ότι σκοπός της Συνόδου ήταν η αναζήτηση της αλήθειας. Στη συνέχεια, προχώρησε στην παρουσίαση της θέσης των Ορθοδόξων επί του ζητήματος, αντλώντας επιχειρήματα από τους Έλληνες και Λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι μακρές αυτές συζητήσεις γίνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο Βησσαρίων, μετά τη λήξη της Συνόδου, έγραψε πως οι Βυζαντινοί είχαν το πλεονέκτημα μέχρι τη στιγμή που τον λόγο πήρε ο Τσεζαρίνι, ο οποίος με τα ισχυρά του επιχειρήματα έπεισε τον ίδιο πως η απαγόρευση της τροποποίησης του Συμβόλου της Πίστεως, που είχε θεσπιστεί από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431), δεν μπορεί να δεσμεύει την Εκκλησία διά παντός.
Τον Ιανουάριο του 1439, η Σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία και η συζήτηση στράφηκε στην ορθότητα της Καθολικής διδασκαλίας περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Πραγματοποιήθηκαν οκτώ συνεδριάσεις, αλλά έληξαν χωρίς συμφωνία. Ο Βησσαρίων όμως, όπως και άλλοι επίσκοποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πείστηκε από τα εύστοχα επιχειρήματα του μοναχού Ιωάννη ντε Τορκεμάδα για την ορθότητα του filioque. Στηριζόμενος σε έργα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, ο Ιωάννης απηύθυνε περί τα μέσα Απριλίου έναν δογματικό λόγο στη Σύνοδο, με τον οποίο προσπάθησε να πείσει τους Ορθοδόξους πως η λατινική διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, στην ουσία, ταυτίζεται με την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος διά του Υιού. Πράγματι, πέτυχε τον σκοπό του και η βυζαντινή αντιπροσωπεία, πλην του Μάρκου Ευγενικού, δέχθηκε ως ορθή την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς την ένωση είχε επιτευχθεί. Ζητήματα όπως το πρωτείο του Πάπα και το Καθαρτήριο Πυρ διευθετήθηκαν ιδιωτικά από μικρές επιτροπές.

Ύστερα από πολύμηνες θεολογικές συζητήσεις, επετεύχθη η πολυπόθητη Ένωση των δύο Εκκλησιών. Το βάρος για τη σύνταξη του τελικού κειμένου της Ένωσης των Εκκλησιών επωμίστηκε ο δίγλωσσος μοναχός Αμβρόσιος Τραβερσάρι, ο οποίος το συνέταξε και στις δύο γλώσσες. Ο Βησσαρίων όμως, με τη σειρά του, ήταν εκείνος που επιμελήθηκε της καλλιέπειας του ελληνικού κειμένου. Ο αυτοκράτορας και μέλη της βυζαντινής αντιπροσωπείας συνυπέγραψαν στις 5 Ιουλίου 1439 το τελικό έγγραφο, το οποίο επικυρώθηκε με τη χρυσή παπική σφραγίδα. Ο Βησσαρίων έθεσε την υπογραφή του επ’ αυτού με την ιδιότητα του αρχιεπισκόπου Νικαίας, αλλά και του τοποτηρητή του μητροπολιτικού θρόνου των Σάρδεων.
Η επίσημη κήρυξη της Ένωσης των Εκκλησιών έγινε την αμέσως επόμενη ημέρα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας. Στο πλαίσιο της μεγαλοπρεπούς τελετής, ανεγνώσθησαν οι Επιστολές του Παύλου και το Ευαγγέλιο στα ελληνικά και τα λατινικά. Στη συνέχεια, δύο από τους πρωταγωνιστές της Συνόδου, ο Ιουλιανός Τσεζαρίνι και ο Βησσαρίων, ανέγνωσαν το λατινικό και το ελληνικό κείμενο του Όρου της Ένωσης στα λατινικά και τα ελληνικά, αντίστοιχα. Ήταν μια τιμή που άξιζε ο Βησσαρίων, καθώς είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις. Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη πως, αν ο Βησσαρίων είχε παραμείνει πιστός στο Ορθόδοξο δόγμα, η έκβαση της Συνόδου θα ήταν εντελώς διαφορετική. Ο πάπας Ευγένιος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στην επίτευξη της Ένωσης, του παραχώρησε ετήσια σύνταξη ύψους τριακοσίων φιορινιών, η οποία θα αυξανόταν στα εξακόσια εάν διέμενε στη Ρωμαϊκή Κουρία.

Επέστρεψε, ωστόσο, στο Βυζάντιο και τον ∆εκέμβριο του 1439, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εχρίσθη καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιστροφή του, όμως, στην πατρίδα ήταν απογοητευτική για εκείνον. Είχε πιστέψει πως ο κλήρος και ο λαός θα αποδέχονταν την Ένωση. Οι περισσότεροι, όμως, Βυζαντινοί την απέρριψαν ως ψεύτικη και επαίσχυντη συνθηκολόγηση και αντιμετώπισαν τον Βησσαρίωνα, που κάποτε θαύμαζαν, με καχυποψία. Λόγω του εχθρικού κλίματος που επικρατούσε απέναντι σε όσους αποδέχθηκαν την Ένωση, έλαβε την απόφαση να επιστρέψει στην Ιταλία το 1440, αφήνοντας για πάντα πίσω την αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του
Αντανάκλαση βαθιάς παιδείας και φιλοσοφικού-θεολογικού στοχασμού.
Ο Βησσαρίων υπήρξε πολυγραφότατος λόγιος. Άρχισε να συγγράφει από νεαρή ηλικία, ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, ενώ η κορύφωση της συγγραφικής του δραστηριότητας θα έρθει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη. Τα έργα του διασώζονται σε έναν μεγάλο αριθμό χειρογράφων, τα οποία φυλάσσονται σε μεγάλες βιβλιοθήκες τόσο της Ελλάδας, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων, όσο και του εξωτερικού, όπως, για παράδειγμα, η Αποστολική Βιβλιοθήκη του Βατικανού, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, η Βοδληιανή Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και πολλές ακόμα άλλες. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ορισμένα από αυτά τα χειρόγραφα είναι γραμμένα από το χέρι του ιδίου του Βησσαρίωνα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κώδικα Marcianus gr. Z. 533, ο οποίος φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και φαίνεται πως αντιγράφηκε από τον Βησσαρίωνα πριν από το 1449.
Το συγγραφικό του έργο αντικατοπτρίζει τη βαθιά του παιδεία, την αγάπη του για την ελληνική και τη λατινική κλασική γραμματεία, καθώς και τον έντονο φιλοσοφικό και θεολογικό του στοχασμό. Παράλληλα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεματικών: θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, πολιτική σκέψη, αλλά και μεταφράσεις και επιμέλειες κλασικών κειμένων. Κύριος στόχος του ήταν πάντοτε η γόνιμη σύνθεση της ελληνικής και της λατινικής παιδείας, καθώς και η εδραίωση ενός πνευματικού διαλόγου μεταξύ Ανατολής και ∆ύσης.

Στα ρητορικά του έργα συμπεριλαμβάνονται μονωδίες, παρηγορητικοί λόγοι και εγκώμια. Σημαντική είναι η μονωδία που συνέθεσε για τον θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) το 1425. Περίφημο είναι και το εγκώμιο για τη γενέτειρά του, την Τραπεζούντα, το οποίο γράφτηκε πριν από τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Μέσα από αυτό δίνονται σπουδαίες ιστορικές, τοπογραφικές και γεωγραφικές πληροφορίες για την Τραπεζούντα, ενώ παράλληλα εκφράζεται η αγάπη του λογίου για την πατρίδα του. Η αλληλογραφία του με σημαίνουσες εκκλησιαστικές, κοσμικές και λόγιες μορφές της εποχής του, όπως ο Πάπας Παύλος Β΄ (1464-1471), ο δεσπότης και μετέπειτα αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1449-1453), ο Πλήθων και ο Ιταλός ουμανιστής Λορέντσο Βάλλα, αποτελεί πλούσια πηγή άντλησης πληροφοριών για την περίοδο εκείνη.
Μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου καταλαμβάνουν τα θεολογικά έργα. Ως ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης των Εκκλησιών, ο Βησσαρίων συνέγραψε, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας, κείμενα τα οποία εστιάζουν στις θεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Ανατολική και τη ∆υτική Εκκλησία και, κυρίως, στο ζήτημα της εκπόρευσης ή μη του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Μέσα από τα Αντιρρητικά του κατά του Γρηγορίου Παλαμά, ο Βησσαρίων επιχείρησε να υπερασπιστεί τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκο (1275-1283), ο οποίος δέχθηκε τα πυρά του Παλαμά τον 14ο αιώνα για τη φιλενωτική του στάση.
Περί το 1445-1447, ύστερα από παράκληση του φιλενωτικού Πατριάρχη Γρηγορίου Γ΄ Μαμμή (1443-1450), ο Βησσαρίων ανασκεύασε τα σαράντα κεφάλαια του Μάρκου Ευγενικού, ένα έργο με το οποίο ο μητροπολίτης Εφέσου επιχείρησε να αποδείξει την ορθότητα του Ορθόδοξου δόγματος για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος με βάση τα Πατερικά κείμενα. Καταπιάστηκε ακόμα και με το ζήτημα της χρήσης ένζυμου ή άζυμου άρτου κατά τη Θεία Ευχαριστία, μιας ακόμα βασικής θεολογικής διαφοράς ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Καθολικούς. Συνέγραψε, ακόμα, λόγους δογματικούς περί της Ένωσης των Εκκλησιών, μια επιτομή στα Ασκητικά του Μεγάλου Βασιλείου, λόγους, όπως αυτοί για το πρωτείο του Πάπα και για την κάρα του Αποστόλου Ανδρέα, και πολλά ακόμα.
Η μεγάλη απήχηση των έργων του Βησσαρίωνα αντανακλάται και στο γεγονός ότι συνέχισαν να αντιγράφονται σε χειρόγραφους κώδικες μέχρι και τον 19ο αιώνα.
Ο Βησσαρίων ξεχώρισε, όμως, για το φιλοσοφικό του έργο. Ήταν, άλλωστε, βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Αναμφίβολα, η μαθητεία του κοντά στον Πλήθωνα επέδρασε καθοριστικά στη σκέψη του και τον οδήγησε σε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Θέλησε να κάνει κοινωνούς της σοφίας των αρχαίων Ελλήνων και τους λατινόφωνους, και για τον λόγο αυτόν προχώρησε στη μετάφραση κειμένων Ελλήνων φιλοσόφων της αρχαιότητας στη λατινική γλώσσα. Χαρακτηριστικές είναι οι μεταφράσεις των Μεταφυσικών του Αριστοτέλη και των Μεταφυσικών του Θεοφράστου, καθώς και μιας συλλογής σωκρατικών διαλόγων με τίτλο Απομνημονεύματα, που συνέθεσε ο Ξενοφών, μαθητής του Αθηναίου φιλοσόφου Σωκράτη.

Η περίοδος μετά τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε, στον πνευματικό τομέα, από τη μεγάλη φιλοσοφική έριδα ανάμεσα στους υπέρμαχους της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ο μεγάλος λόγιος του 15ου αιώνα, για παράδειγμα, Γεώργιος Τραπεζούντιος, υποστηρικτής της αριστοτελικής φιλοσοφίας, συνέγραψε το 1458 την πραγματεία του Comparatio philosophorum Aristotelis et Platonis, μια μελέτη εκθειαστική για τον βίο και τη σκέψη του Αριστοτέλη και άκρως υποτιμητική για τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία του. Η κυκλοφορία του κειμένου ήταν αυτή που προκάλεσε, στην ουσία, τον Βησσαρίωνα να εμπλακεί στη διαμάχη. Περί το 1458-1459, ο λόγιος καρδινάλιος απάντησε στον Τραπεζούντιο με ένα ογκώδες έργο με τίτλο Έλεγχοι των κατά του Πλάτωνος βλασφημιών, με το οποίο καταξιώθηκε ως ένας εκ των σημαντικότερων ουμανιστών του 15ου αιώνα. Σώζονται, μάλιστα, και δύο αυτόγραφοι κώδικές του με το εν λόγω κείμενο. Πρόκειται για τους κώδικες Vaticanus gr. 1435 της Αποστολικής Βιβλιοθήκης του Βατικανού και Marcianus gr. Z. 199 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, ο οποίος χρονολογείται με ακρίβεια στο 1459.
Μέσα από αυτό το έργο προσπάθησε να ανασκευάσει τις αιτιάσεις του Γεωργίου Τραπεζουντίου εναντίον του Πλάτωνα και, παράλληλα, να τονώσει το ενδιαφέρον της ∆ύσης για τον φιλόσοφο, του οποίου η φιλοσοφία αποτελεί, κατά τον Βησσαρίωνα, βάση της χριστιανικής φιλοσοφίας των πρώτων αιώνων. Η καταδίκη του Αριστοτέλη και η υπεράσπιση του Πλάτωνα δεν ήταν το μέλημα του Βησσαρίωνα. Αποσκοπούσε μόνο στο να επισημάνει τα σημεία συμφωνίας των δύο φιλοσόφων και να αναδείξει την υπεροχή του Πλάτωνα, ο οποίος προσέγγισε περισσότερο από τον Σταγειρίτη την αλήθεια που αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ο ίδιος θα γράψει στον πρόλογο του έργου του:
«Ἐρῶ δὲ ταῦτα ἁπλῶς τε καὶ ἄνευ τῆς οἱασοῦν φιλονεικίας, τὴν ἀλήθειαν μόνον προκειμένην καὶ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχων, οὐχ ὕβρεσι τὸν ταῦτα συγγραψάμενον … Ὁ γὰρ τρόπος ἡμῖν οὐχ οἷος ὕβρεσι χαίρειν ἀνθρώπων, ἄπαγε!».

Για να καταστήσει το κείμενό του προσιτό σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, επέλεξε να το μεταφράσει στα λατινικά και το 1469 το In Calumniatorem Platonis τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη, στο τυπογραφείο των Arnold Pannartz και Conrad Sweynheym, γνωρίζοντας αμέσως ευρεία διάδοση στη ∆ύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου εβδομήντα βιβλιοθήκες σε ολόκληρο τον κόσμο διαθέτουν στις συλλογές τους αντίγραφα αυτής της πρώτης έκδοσης. Τυπώθηκε εκ νέου το 1503 από τον περίφημο Ιταλό ουμανιστή και τυπογράφο Άλδο Μανούτιο στο τυπογραφείο του στη Βενετία. Η μεγάλη απήχηση που είχε, οδήγησε τους διαδόχους του Άλδο στην απόφαση να προχωρήσουν σε μια επανέκδοση του κειμένου το 1516. Ας σημειωθεί ότι, παράλληλα με τις έντυπες εκδόσεις, το κείμενο συνέχισε να αντιγράφεται και σε χειρόγραφα. Η αξία του συγκεκριμένου κειμένου αναγνωρίστηκε ήδη από τους συγχρόνους του Βησσαρίωνα. Ο Ιταλός ουμανιστής Μαρσίλιο Φιτσίνο, για παράδειγμα, υποστήριξε πως με το σύγγραμμα αυτό έλαμψε το φως της Ακαδημίας του Πλάτωνα, ενώ ο Ιταλός ουμανιστής και μαθητής του Βησσαρίωνα Νικολό Περότι το χαρακτήρισε ως θαυμάσιο σύγγραμμα και γλωσσικό αριστούργημα.
Η μεγάλη απήχηση των έργων του Βησσαρίωνα αντανακλάται και στο γεγονός ότι συνέχισαν να αντιγράφονται σε χειρόγραφους κώδικες μέχρι και τον 19ο αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρεται ο κώδικας 49 της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος (∆ουσίκου) στα Τρίκαλα, ο οποίος αντιγράφηκε το 1858. Συνεχείς, όμως, ήταν και οι ανατυπώσεις και επανεκδόσεις τους, ενώ στις μέρες μας κυκλοφορούν και ετοιμάζονται νέες κριτικές εκδόσεις των έργων του, οι οποίες στηρίζονται στην αντιπαραβολή μεγάλου αριθμού χειρόγραφων κωδίκων.
Ο βιβλιόφιλος Βησσαρίων
Η βιβλιοθήκη του και η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας.
Ο Βησσαρίων άρχισε να συλλέγει χειρόγραφα από νεαρή ηλικία και επιδίωκε διαρκώς να εμπλουτίζει τη βιβλιοθήκη του. Παράλληλα με τις αγορές που έκανε, αντέγραφε ο ίδιος χειρόγραφα για την προσωπική του βιβλιοθήκη, μια λύση σαφώς οικονομικότερη. Ο αρχικός πυρήνας της βιβλιοθήκης του περιλάμβανε διδακτικά εγχειρίδια και χειρόγραφα με κείμενα σχετικά με τη γραμματική, τη ρητορική, τη θεολογία, τις μαθηματικές επιστήμες και τη φιλοσοφία. Κατόρθωσε, έτσι, να συγκεντρώσει έναν σημαντικό αριθμό χειρογράφων στη συλλογή του, παρά την οικονομική του στενότητα.
Σύμφωνα με τις πηγές, έφερε μαζί του στην Ιταλία αρκετά από αυτά, για να τα χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο των συζητήσεων στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Μάλιστα, ο Αμβρόσιος Τραβερσάρι σημείωνε πως ορισμένα χειρόγραφα περιείχαν άγνωστα ή σπάνια στη ∆ύση έργα, όπως του Ευκλείδη και του Πτολεμαίου, καθώς και το Contra Iulianum του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Παράλληλα, εξέφρασε το παράπονό του για το γεγονός πως ο Βησσαρίων άφησε στη Μεθώνη μεγάλο αριθμό βιβλίων, μεταξύ των οποίων δύο κώδικες με τα έργα του Στράβωνα, και τον παρακάλεσε να τα μεταφέρει στην Ιταλία. Η παράκληση αυτή του καρδιναλίου αποδεικνύει το ενδιαφέρον των ∆υτικών για τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας.
Όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρώμη το 1443, ο Βησσαρίων, ως καρδινάλιος πλέον, τοποθέτησε όλα τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του στην κατοικία του κοντά στον ναό των Αγίων ∆ώδεκα Αποστόλων, που του είχε παραχωρήσει ο Πάπας Ευγένιος ∆΄ ως έδρα. Η νέα του θέση τού παρείχε τους απαραίτητους πόρους για τον περαιτέρω εμπλουτισμό της συλλογής του με νέα χειρόγραφα. Κατόρθωσε να αποκτήσει ακόμα και παλαιά χειρόγραφα, όπως εκείνα που διασώζουν τα έργα του Αλεξάνδρου Αφροδισιέα και την Αλμαγέστη του Πτολεμαίου, αμφότερα χρονολογημένα στον 9ο αιώνα και προερχόμενα από την προσωπική βιβλιοθήκη του Πάπα Βονιφατίου Η΄ (1294-1303).

Ανέπτυξε ένα δίκτυο ανθρώπων που μπορούσαν να τον προμηθεύσουν με πολύτιμα χειρόγραφα, όπως ο Ιταλός ουμανιστής Τζιοβάνι Αουρίσπα, από τον οποίο απέκτησε κείμενα του Αθήναιου, την Ανθολογία του Μαξίμου Πλανούδη και την Ιλιάδα. Επιστράτευσε, επίσης, τις γνωριμίες του στον ελλαδικό χώρο, στην Κρήτη και στην Τραπεζούντα και μίσθωνε αντιγραφείς για την παραγωγή νέων κωδίκων. Τα διπλωματικά του ταξίδια, όπως στη Γερμανία (1460-1461), αποτέλεσαν ευκαιρία για νέες αγορές. Από το 1446, ως προστάτης των Βασιλειανών μοναστηριών, ζήτησε από μοναχούς να του ετοιμάσουν λίστες με τα χειρόγραφα που φυλάσσονταν σε μονές και ναούς, όπως οι πολύ σημαντικές μονές του Αγίου Νικολάου των Κασούλων στο Ότραντο και της Θεοτόκου της Κρυπτοφέρης, καθώς και ο ναός του Ευαγγελιστή Ιωάννη στη Ραβέννα.
Με βάση τα δεδομένα της έρευνας, δεν φαίνεται να αποσπούσε τα χειρόγραφα που τον ενδιέφεραν από τους κατόχους τους. Τουναντίον, φρόντιζε να μεταφερθούν στην κατοικία του στη Ρώμη και με την ολοκλήρωση της αντιγραφής τα επέστρεφε στον χώρο όπου φυλάσσονταν, δείχνοντας σεβασμό και μέριμνα για τη διάσωση και τη διάδοση των κειμένων.
Η μεγάλη δωρεά του βιβλιόφιλου Βησσαρίωνα υπήρξε θεμέλιο για τη δημιουργία της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.
Στη βιβλιοθήκη του Βησσαρίωνα βρέθηκαν χειρόγραφα με κείμενα κλασικών συγγραφέων, φιλοσόφων, τραγικών, ιστορικών, ρητόρων και άλλων, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ευριπίδη, του Ομήρου, του Ησιόδου, του Θουκυδίδη, του Πολυβίου, του Γαληνού, του Πλουτάρχου και του ∆ημοσθένη. Μεγάλο μέρος της συλλογής του περιλαμβάνει τα έργα Βυζαντινών συγγραφέων, λόγου χάριν του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Βασιλείου Καισαρείας, του Λιβανίου, του Μαξίμου Ομολογητή, του Φωτίου, του Μιχαήλ Ψελλού, του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης και πολλών ακόμα θεολόγων, ιστορικών και χρονογράφων. Η πλειονότητα των χειρογράφων του Βησσαρίωνα είναι εξαιρετικά σημαντικά, από παλαιογραφικής άποψης, για την αποκατάσταση και την κριτική έκδοση των κειμένων που διασώζουν. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως συχνά φέρουν ιδιόχειρα επιγράμματα του Βησσαρίωνα στην ελληνική και στη λατινική, με τα οποία δηλώνεται η κτήση τους.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς άλλαξε τη στόχευσή του. Σε επιστολή προς τον λόγιο Μιχαήλ Αποστόλη το 1454-1455 σημείωνε ότι μέχρι τότε συνέλεγε έργα βάσει των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Η καταστροφή, όμως, των βιβλιοθηκών της Κωνσταντινούπολης τον ώθησε να αναζητήσει συστηματικά κάθε έργο της ελληνικής λογοτεχνίας, κλασικής και χριστιανικής, για να διασφαλίσει τη διάσωσή του. Ζήτησε, μάλιστα, από τον Αποστόλη και τον επίσκοπο Αθηνών Θεοφάνη να αγοράσουν για λογαριασμό του χειρόγραφα που δεν κατείχε, ενώ προέτρεψε τους αντιγραφείς του να εργάζονται ταχύτερα.
Η συλλογή του περιλάμβανε και λατινικά χειρόγραφα με βασικά κείμενα της λατινικής γραμματείας, κυρίως φιλοσοφικά, ιστορικά και μαθηματικά, αλλά και σπάνια έργα, όπως η Collectio Avellana, μια συλλογή διακοσίων σαράντα τεσσάρων αυτοκρατορικών και παπικών εγγράφων, που χρονολογούνται από το 367 έως το 553. ∆ιέθετε επίσης έργα δυτικών συγγραφέων της εποχής του, ένδειξη της ενεργού συμμετοχής του στους λόγιους κύκλους και στις πνευματικές συζητήσεις του 15ου αιώνα.
Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο το 1455 μετέβαλε ριζικά τον κόσμο του βιβλίου, αφού σταδιακά το χειρόγραφο θα υποχωρήσει έναντι του έντυπου βιβλίου. Στη βιβλιοθήκη του Βησσαρίωνα εντάχθηκαν μόλις είκοσι τέσσερα βιβλία, από τα οποία δέκα επτά τυπώθηκαν στη Ρώμη, στο τυπογραφείο των Arnold Pannartz και Conrad Sweynheym, οι οποίοι ανήκαν στον κύκλο του λόγιου καρδιναλίου. Ο Βησσαρίων είχε συνδεθεί φιλικά και με έναν ακόμα φημισμένο λόγιο και τυπογράφο του καιρού του, τον Γκιγιόμ Φισέ, καγκελάριο του Πανεπιστημίου του Παρισιού και πρώτο τυπογράφο της πόλης. Ο Φισέ τύπωσε το 1471 το έργο του με τίτλο Rhetorica και στη σελίδα του τίτλου απεικόνισε σε μικρογραφία τον εαυτό του να παραδίδει το βιβλίο του στον Βησσαρίωνα, ένδειξη προφανώς της φήμης του Έλληνα καρδιναλίου ως προστάτη των γραμμάτων.

Ο Βησσαρίων, συνειδητοποιώντας τη σπουδαιότητα και τη μοναδικότητα της συλλογής του, μερίμνησε για τη μελλοντική της ενότητα και επεδίωξε να καταστεί φάρος του ελληνικού πνεύματος στη ∆ύση. Για τον λόγο αυτόν, επέλεξε να τη δωρίσει στην πόλη της Βενετίας, λόγω της πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας, αλλά και των μακραίωνων πολιτιστικών δεσμών της με την Κωνσταντινούπολη.
Αρχικά, περί το 1463-1464, είχε πάρει την απόφαση να αφήσει τη βιβλιοθήκη του, μέσω διαθήκης, στη μονή του Αγίου Γεωργίου στο νησάκι του San Giorgio Maggiore της Βενετίας. Ωστόσο, ο Βενετός πρεσβευτής στην παπική αυλή, Παύλος Μοροζίνι, έπεισε τον Βησσαρίωνα να αλλάξει γνώμη και να τροποποιήσει τη διαθήκη του, κληροδοτώντας τους επτακόσιους σαράντα έξι, μέχρι τότε, κώδικες στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Στις 14 Μαΐου 1469, ο Βησσαρίων, από το Βιτέρμπο όπου βρισκόταν, υπέγραψε την πράξη της δωρεάς και, λίγες ημέρες αργότερα, ενημέρωσε τον Βενετό δόγη Χριστόφορο Μόρο και τη Βενετική Γερουσία για την πρόθεσή του. Η Βενετία αποδέχτηκε ασμένως τη σημαντική αυτή δωρεά. Ο Μόρο ευχαρίστησε θερμά τον καρδινάλιο και τον διαβεβαίωσε πως η δωρεά του θα τύγχανε μεγάλης φροντίδας από τη Βενετία. Τα πολύτιμα χειρόγραφα θα τοποθετούνταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο παλάτι των ∆όγηδων, η οποία πλέον θα ονομαζόταν Biblioteca Sancti Marci. Η πρώτη αποστολή τετρακοσίων εξήντα εννέα χειρογράφων έγινε αμέσως μετά την προετοιμασία της αίθουσας, ενώ τα υπόλοιπα εστάλησαν σταδιακά έως τον θάνατο του Βησσαρίωνα το 1472. Στην αρχική δωρεά προστέθηκαν περίπου τριακόσια χειρόγραφα, τα οποία απέκτησε ο Βησσαρίων κατά τα επόμενα χρόνια, ανεβάζοντας τον αριθμό των δωρηθέντων χειρογράφων σε άνω των χιλίων.
Αναμφίβολα, η μεγάλη δωρεά του βιβλιόφιλου Βησσαρίωνα υπήρξε θεμέλιο για τη δημιουργία της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες του κόσμου. Το 1556 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του νέου κτιρίου της Βιβλιοθήκης, το οποίο είναι εν λειτουργία μέχρι σήμερα, και το 1574 μεταφέρθηκε εκεί η μεγάλη συλλογή του Βησσαρίωνα.
Ειρηνευτής και ευεργέτης της Μπολόνια
«Άγγελος ειρήνης» σε μια περίοδο αναταραχής.
Όταν ο πάπας Νικόλαος Ε΄ (1447-1455) ανήλθε στον θρόνο του Αγίου Πέτρου το 1447, η Μπολόνια διήνυε περίοδο αναταραχής. Αν και τυπικά ανήκε στο Παπικό Κράτος, είχε ουσιαστικά αποσκιρτήσει, ενώ οι ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες συγκρούονταν για την επικράτηση στην πόλη και ξένες δυνάμεις, όπως το Μιλάνο και η Γερμανία, επιδίωκαν τον έλεγχό της. Το 1447 επετεύχθη συμφωνία με αμοιβαίες παραχωρήσεις και η Μπολόνια αναγνώρισε ξανά την επικυριαρχία της Ρώμης, δίνοντας στον πάπα το δικαίωμα ορισμού παπικού λεγάτου. Ο Νικόλαος επέλεξε ως λεγάτο του τον επίσκοπο Αστόρτζιο Αγκνέζι. Η θητεία του, ωστόσο, δεν κρίθηκε επιτυχής και ο Νικόλαος αναζήτησε καταλληλότερο πρόσωπο.
Το 1450 επέλεξε τον στενό του φίλο, καρδινάλιο Βησσαρίωνα, τότε επίσκοπο Τούσκουλου, χαρακτηρίζοντάς τον «άγγελο ειρήνης». Στην επιστολή διορισμού εξήρε την ακεραιότητα, την αφοσίωση, την πνευματική διαύγεια και την παιδεία του, εκφράζοντας βεβαιότητα πως θα αποκαθιστούσε την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στην πόλη. Στις 16 Μαΐου 1450, ο Βησσαρίωνας εισήλθε στην Μπολόνια και, παρά τη γενικότερη δυσπιστία προς τους παπικούς λεγάτους, έγινε δεκτός με τιμές. Η φήμη του είχε προηγηθεί.

Η πόλη βρισκόταν σε παρακμή: παραμελημένα εδάφη και κτίρια, το ιστορικό πανεπιστήμιο σε μαρασμό, συχνές ταραχές και λεηλασίες. Ο Βησσαρίωνας υιοθέτησε τη λιτότητα, απέφυγε την πολυτέλεια, άνοιξε την κατοικία του στον λαό και άκουγε τα αιτήματά του. Προσευχόταν δημοσίως στους ναούς της πόλης και των περιχώρων και μερίμνησε για την αποκατάσταση όσων είχαν ανάγκη, όπως ο ναός της «Παναγίας του Αγίου Λουκά», που του θύμιζε έντονα την πατρίδα του. Συνεργάστηκε με τον άρχοντα της πόλης Σάντι Μπεντιβόλιο, εγκαταλείποντας την παλαιά παπική τακτική υπονόμευσης της εξουσίας του. Όταν ο Σάντι αμφισβήτησε δημόσια πρότασή του, ο Βησσαρίωνας του υπενθύμισε με πυγμή πως εκπροσωπεί τον επικυρίαρχο πάπα και πως διαθέτει όλα τα μέσα για να επιβάλει τη βούληση της Αγίας Έδρας. Ο Σάντι υποχώρησε και στο μέλλον απέφυγε την ανοιχτή σύγκρουση με τον παπικό λεγάτο. Μόνο το 1451 προσπάθησε να συνάψει εξωτερική συνθήκη, αλλά ο Βησσαρίωνας ματαίωσε το σχέδιό του, υπενθυμίζοντάς του ότι τέτοιες συμμαχίες απαιτούν παπική έγκριση.
Ως λεγάτος, συμμετείχε στο ανώτατο συμβούλιο, ενέκρινε διορισμούς και εισηγείτο μέτρα, επαναφέροντας το αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης στην πόλη. ∆ιαχειρίστηκε με διπλωματία τις έριδες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών, όπως εκείνες των Μπεντιβόλιο, των Κανετόλι και των Λαμπεκάρι. Στο αρχείο της Μπολόνια περιέχεται μεγάλος αριθμός εγγράφων, τα οποία εξέδωσε ο Βησσαρίωνας κατά την πενταετή παραμονή του στην Μπολόνια και αφορούν περιουσιακές διευθετήσεις μοναστηριών, διορισμούς κληρικών, φορολογικά ζητήματα και μέτρα κατά της υπερβολικής πολυτέλειας, την οποία θεωρούσε αιτία διαφθοράς.
Ως άνθρωπος των γραμμάτων, ο Βησσαρίωνας δεν θα μπορούσε να μη μεριμνήσει και για το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, το οποίο είχε ιδρυθεί τον 12ο αιώνα και δεχόταν φοιτητές από όλη την Ευρώπη. Εκεί δίδαξαν μεγάλοι ουμανιστές, όπως ο Φραγκίσκος Φίλελφος και ο Γκουαρίνο της Βερόνας. Το αίσθημα της ανασφάλειας στην πόλη είχε επηρεάσει το πανεπιστήμιο, το οποίο είχε οδηγηθεί σε μαρασμό. Τα κτίρια ήταν παραμελημένα, το διδακτικό προσωπικό δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών, ενώ και ο αριθμός των φοιτητών είχε περιοριστεί. Ο Βησσαρίωνας προσπάθησε να επαναφέρει την παλαιά του αίγλη. Επισκεύασε κτίρια με παπική επιχορήγηση και με δικές του δαπάνες, ανανέωσε τα καταστατικά του πανεπιστημίου, τα οποία επικυρώθηκαν από τον πάπα, προσέλκυσε επιφανείς καθηγητές για τη διδασκαλία των μαθημάτων, όπως τον προστατευόμενο και γραμματέα του Νικολό Περόττι, και παρείχε οικονομική ενίσχυση στους οικονομικά αδύναμους φοιτητές. Οι προσπάθειές του καρποφόρησαν και οδήγησαν το Πανεπιστήμιο σε μια νέα περίοδο ακμής.

Στις 24 Ιανουαρίου 1452, ο καρδινάλιος λεγάτος υποδέχθηκε στην Μπολόνια με όλες τις τιμές τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ (1452-1493). Ο αυτοκράτορας έφτασε στην Ιταλία ως ευσεβής προσκυνητής, με σκοπό να λάβει την ευλογία του πάπα για την ανάρρησή του στον θρόνο και τον προσεχή γάμο του με την πριγκίπισσα Ελεονώρα της Πορτογαλίας. Οι ιταλικές πόλεις τον υποδέχθηκαν με μεγαλοπρέπεια. Η Μπολόνια δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Βησσαρίωνας, συνοδευόμενος από τον τοπικό επίσκοπο, τον κλήρο, τον άρχοντα Σάντι Μπεντιβόλιο, το συμβούλιο της πόλης και εκπροσώπους του λαού, εξήλθε από τα τείχη για να υποδεχθεί τον αυτοκράτορα. Η τελετή της υποδοχής υπήρξε μεγαλοπρεπής. Κατά τη διήμερη παραμονή του στην πόλη, ο αυτοκράτορας είχε μακρές συζητήσεις με τον Βησσαρίωνα, ο οποίος αναμφίβολα έθεσε υπόψη του το κρίσιμο ζήτημα της παροχής βοήθειας προς την αδύναμη και περικυκλωμένη από τους Οθωμανούς Κωνσταντινούπολη.
Μετά τον θάνατο του πάπα Νικολάου Ε΄ το 1455, ο Βησσαρίωνας επέστρεψε στη Ρώμη. Η πενταετής θητεία του στην Μπολόνια άφησε ανεξίτηλα αποτελέσματα, που διατηρήθηκαν για τουλάχιστον δύο δεκαετίες μετά την αποχώρησή του. Κατά τη θητεία του, αποκαταστάθηκε η τάξη και εξασφαλίστηκε η ειρήνη, ενώ η οικονομία και η πνευματική ζωή της πόλης αναζωογονήθηκαν. Παράλληλα, εδραιώθηκε η κυριαρχία του πάπα στην περιοχή. Ο Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι, ο μετέπειτα πάπας Πίος Β΄ (1458-1464), υπογράμμισε ότι ο Βησσαρίωνας ήταν αγαπητός τόσο στους απλούς πολίτες όσο και στην αριστοκρατία, ενώ ο χρονογράφος της Μπολόνια, Ιερώνυμος ντε Μπουρσέλλις, εξήρε το αίσθημα της δικαιοσύνης, την ευθύτητα και τη δημοτικότητα του λεγάτου. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αναγνώρισαν τη σημαντική συνεισφορά του και τον ανακήρυξαν επίσημα, με ψήφισμα της Γερουσίας, προστάτη της πόλης και εξακολουθούσαν να προστρέχουν σε αυτόν για κάθε σημαντική υπόθεση.
Στο Συνέδριο της Μάντοβα
Η έκκληση για Σταυροφορία και η μεγάλη απογοήτευση.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 αποτέλεσε μια βαθιά τραυματική στιγμή για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Ο Βησσαρίωνας πληροφορήθηκε αυτή την εξέλιξη στην Μπολόνια, όπου βρισκόταν ως παπικός λεγάτος. Κύρια έγνοια του, πλέον, ήταν η απελευθέρωση της αγαπημένης του πόλης και των Χριστιανών συμπατριωτών του από τον οθωμανικό ζυγό. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της Χριστιανοσύνης προς την κατεύθυνση μιας νέας Σταυροφορίας, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε ουσιαστική βοήθεια στους πρόσφυγες που έφταναν από την Κωνσταντινούπολη και τα υπόλοιπα κατακτημένα βυζαντινά εδάφη στην Ιταλία.
Σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής υποστήριζαν την ιδέα μιας Σταυροφορίας κατά των Οθωμανών. Ένας από τους πιο ενθουσιώδεις και αποφασιστικούς υποστηρικτές της ήταν ο καρδινάλιος Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι, ο οποίος το 1458 εξελέγη πάπας με το όνομα Πίος Β΄. Η αγάπη για τα γράμματα και τα κλασικά κείμενα τον συνέδεαν με δεσμούς φιλίας με τον Βησσαρίωνα. Ο τελευταίος, βέβαια, καταψήφισε τον Πίο στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου ποντίφικα, καθώς ανησυχούσε ότι δεν θα ήταν σε θέση, λόγω της κλονισμένης υγείας του, να αναλάβει δράση κατά των Οθωμανών. Ωστόσο, οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν διαταράχθηκαν. Ο Πίος, μάλιστα, δέχτηκε τον Βησσαρίωνα στο στενό του περιβάλλον και, σε συνεργασία μαζί του, άρχισε να οργανώνει έναν νέο συνασπισμό χριστιανικών δυνάμεων.
Στις 13 Οκτωβρίου 1458 εξέδωσε παπική βούλα, καλώντας τους Χριστιανούς ηγεμόνες να συμμετέχουν σε συνέδριο, το οποίο θα συνερχόταν την επομένη χρονιά στη Μάντοβα για την αντιμετώπιση του οθωμανικού κινδύνου. Στις 27 Μαΐου 1459, ο Πίος, μαζί με τον Βησσαρίωνα και τη συνοδεία του, έφτασε στη Μάντοβα και την 1η Ιουνίου κήρυξε την έναρξη του Συνεδρίου. Η προσέλευση, όμως, των ηγεμόνων και των εκπροσώπων τους ήταν περιορισμένη, γεγονός που αποκαρδίωσε τον πάπα και τον Βησσαρίωνα. Για τους επόμενους μήνες, οι δύο άντρες συνέχισαν να στέλνουν επιστολές και να καλούν τους ηγεμόνες να προσέλθουν στη σύνοδο.
Στη Μάντοβα έφτασαν πρέσβεις από την Ανατολή, ζητώντας βοήθεια για την απόκρουση των Οθωμανών. Μεταξύ αυτών ήταν και οι πρέσβεις του δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου, παλαιού φίλου του Βησσαρίωνα, αιτούμενοι την αποστολή ενός μικρού στρατιωτικού σώματος στην Πελοπόννησο για την εδραίωση της κυριαρχίας του Θωμά. Ο Πίος και η πλειοψηφία των καρδιναλίων θεωρούσαν ότι μια μικρή δύναμη δεν θα ήταν αποτελεσματική.

Ο Βησσαρίωνας, πιο ρεαλιστής, αντιλήφθηκε πως η άμεση αποστολή μιας μικρής στρατιωτικής δύναμης ήταν απαραίτητη, αφού η κινητοποίηση μιας μεγάλης στρατιάς θα απαιτούσε χρόνο. Με πειθώ και επιμονή έλαβε άδεια από τον Πίο να οργανώσει την αποστολή. Με τη δική του οικονομική συμβολή και με την υποστήριξη της δούκισσας του Μιλάνου, Λευκής Σφόρτζα, οργανώθηκε η αποστολή τριακοσίων στρατιωτών προς την Πελοπόννησο, οι οποίοι αναχώρησαν από την Ανκόνα και παρείχαν υποστήριξη στον Θωμά Παλαιολόγο.
Περί τα μέσα Αυγούστου άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με πρώτη αυτήν του δούκα της Βουργουνδίας, Φιλίππου. Μόλις την 26η Σεπτεμβρίου 1459 κατόρθωσε ο Πίος να κηρύξει την επίσημη έναρξη του Συνεδρίου. Μετά την τρίωρη ομιλία του πάπα, τον λόγο έλαβε ο Βησσαρίωνας, ο οποίος απηύθυνε μια σπαρακτική έκκληση για βοήθεια.
Με σπάνια κλασική ευγλωττία και θεολογικό βάθος, αντλώντας από τεχνικές του ∆ημοσθένη και του Κικέρωνα, παρουσίασε την Άλωση όχι απλώς ως μια πολιτική καταστροφή, αλλά και ως μια πνευματική συμφορά για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Η εικόνα που έδωσε για τους βεβηλωμένους ναούς και τις λεηλατημένες βιβλιοθήκες συγκλόνισε το ακροατήριο. Τόνισε ότι η Οθωμανική προέλαση απειλούσε όχι μόνο τα απομεινάρια του Βυζαντίου, Τραπεζούντα και Μυστρά, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Υπογράμμισε πως κάθε καθυστέρηση ενίσχυε τον εχθρό και καθιστούσε την αντίσταση δυσκολότερη. Ολοκλήρωσε τον λόγο του με την πίστη πως ο Θεός θα βοηθήσει τους Χριστιανούς να πετύχουν τη νίκη τους. Οι χρονογράφοι της εποχής αναφέρουν πως οι συμμετέχοντες δάκρυσαν από τον ιδιαίτερα συγκινησιακό και εμπνευσμένο λόγο του Βησσαρίωνα και εξέφρασαν την πρόθεσή τους να αναλάβουν τον αγώνα κατά των Οθωμανών. Ωστόσο, οι συζητήσεις για το πώς θα δράσουν συνάντησαν τη σκληρή πραγματικότητα της διαιρεμένης Ευρώπης. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα πολιτικά συμφέροντα εμπόδιζαν τη δημιουργία ενός ενιαίου συνασπισμού. Ο Βησσαρίωνας παρακολουθούσε με λύπη την αποτυχία των προσπαθειών, αλλά δεν εγκατέλειψε.
Αποφάσισε να δράσει μόνος του και ζήτησε άδεια από τον πάπα να διερευνήσει εναλλακτικές λύσεις. Με τις προσπάθειες που κατέβαλε και τις συζητήσεις που διεξήχθησαν, προτάθηκε, στις 19 ∆εκεμβρίου 1459, να κηρυχθεί Σταυροφορία στη Γερμανία, με τη σκέψη ότι η εμπλοκή της Γερμανίας θα μπορούσε να παρασύρει και άλλες δυνάμεις να ενωθούν στον αγώνα. Το σχέδιο θα έπρεπε, όμως, να εγκριθεί πρώτα από δύο γερμανικά Ράιχσταγκ, τα οποία θα συγκαλούνταν την επόμενη χρονιά στη Νυρεμβέργη και στην Αυστρία, υπό την προεδρία έκτακτου παπικού λεγάτου. Ο Βησσαρίωνας προσφέρθηκε να αναλάβει την τιμή και το βάρος αυτής της αποστολής και έλαβε τη σχετική άδεια του ποντίφικα με ενθουσιασμό.
Το αποτέλεσμα του Συνεδρίου της Μάντοβα, ωστόσο, ήταν κατώτερο των προσδοκιών, καθώς παρά τις διακηρύξεις, η ουσιαστική συμμαχία και η ενεργός συμμετοχή των ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν υλοποιήθηκαν. Στις 12 Ιανουαρίου 1460, ο πάπας εξέδωσε βούλα, με την οποία ανακήρυξε τον Γερμανό αυτοκράτορα γενικό στρατάρχη στον πόλεμο κατά των Οθωμανών. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Πίος και η συνοδεία του αναχώρησαν από τη Μάντοβα για τη Ρώμη, ενώ ο Βησσαρίωνας κατευθύνθηκε βόρεια για να αναλάβει τη νέα και δύσκολη αποστολή που του είχε ανατεθεί.


