Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»

«Όπως οι πατέρες ημών αφιέρωσαν τον βίον αυτών εις την ανεξαρτησίαν του Έθνους, ούτως αυτός [ο Δεληγεώργης] κύριον του βίου αυτού μέλημα προσείλετο τας ελευθερίας του λαού». Χαρίλαος Τρικούπης

επαμεινώνδας-δεληγεώργης-το-αηδόν-563902846 Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης. Ξυλογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Έσπερος της Λειψίας, στις 15-17/6/1881 (Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων).
Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης. Ξυλογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Έσπερος της Λειψίας, στις 15-17/6/1881 (Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων).

Ο Επαμεινώνδας ∆εληγεώργης (1829-1879) υπήρξε ένας πρωτοπόρος, φιλελεύθερος πολιτικός του 19ου αι., που οραματίστηκε και προετοίμασε το έδαφος για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Πρωτεργάτης του αντιοθωνικού ρεύματος, εργάστηκε με συνέπεια για τη στερέωση της συνταγματικής μοναρχίας και του κοινοβουλευτισμού. Εκφραστής της πρωτοπορίας στη Β΄ Εθνική Συνέλευση, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κατάρτιση του Συντάγματος του 1864. Ως πρόεδρός της, υποδέχτηκε το καλοκαίρι του 1864 στην εθνική αντιπροσωπεία τους 84 βουλευτές των Επτανήσων, μετά την προσάρτηση των νησιών στην Ελλάδα.

Η συνολική κοινοβουλευτική του θητεία είχε διάρκεια 13 ετών, ενώ διετέλεσε κατ’ επανάληψη υπουργός ∆ημοσίας Εκπαιδεύσεως, Οικονομικών, ∆ικαιοσύνης, Εσωτερικών και Εξωτερικών. Ανέλαβε πρωθυπουργός έξι φορές συνολικά, σχεδόν όλες οι θητείες του όμως είχαν βραχύτατη διάρκεια, με πιο μακρόχρονες την τρίτη (9 Ιουλίου – 3 ∆εκεμβρίου 1870) και την τέταρτη (8 Ιουλίου 1872 – 9 Φεβρουαρίου 1874). Ο ίδιος σε ομιλία του τον Ιανουάριο 1871 στη Βουλή παρομοίασε τον εαυτό του με «κομήτην ερχόμενον και διερχόμενον της εξουσίας». Την πρώτη φορά που ανήλθε στο αξίωμα (20 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1865) ήταν μόλις 36 ετών – το ρεκόρ παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστο.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-1
Η δίκη της συμμορίας των ληστών του Δηλεσίου. Δημοσιεύθηκε στο The Illustrated London News, στις 11/6/1870 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Εργάστηκε για τη δημόσια ασφάλεια και την πάταξη της ληστείας, μάστιγας της εποχής, μετά τη διεθνή κατακραυγή που επέσυρε η Σφαγή στο ∆ήλεσι, για την ανόρθωση της οικονομίας, ενώ φρόντισε για τα δημόσια έργα, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση. Πολιτικός με υψηλό δημόσιο ήθος, συνεπής στις αρχές του, ο ∆εληγεώργης ξεχώρισε στο γενικότερο ασταθές πολιτικό κλίμα της εποχής του.

Στον απόηχο της Εξόδου

Το Μεσολόγγι στην καρδιά του.

«Πατρίς Μεσολόγγιον», σημειώνει ο Επαμεινώνδας ∆εληγεώργης στο Πολιτικό του Ημερολόγιο, αν και γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 10 Ιανουαρίου 1829, τη ρημαγμένη από τον Ιμπραήμ πόλη, όπου υπηρετούσε ως διοικητής Σώματος για την καταδίωξη της ληστείας ο πατέρας του, Μήτρος (∆ημήτριος) ∆εληγεώργης (1788-1860). Ο Μήτρος είχε θητεύσει στην αυλή του Αλή πασά, έχοντας κάποια μόρφωση. Συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση και διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Στην πολιορκία της πόλης ήταν διοικητής μοίρας Πυροβολικού και μετά την Έξοδο κατέφυγε στο Ναύπλιο. Με την Ανεξαρτησία παρέμεινε στο στράτευμα και επί Όθωνα έγινε αρχηγός της χωροφυλακής. Παντρεύτηκε στη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου τη Χρυσάιδω Μπενεδέτου (1808-1876), της οποίας η οικογένεια είχε καταγωγή από την Ιθάκη. Απέκτησαν πέντε παιδιά: ο Επαμεινώνδας ήταν ο μεσαίος, με δύο μεγαλύτερες αδελφές, την Πηνελόπη (;-1885), μετέπειτα σύζυγο Αθανασίου ∆ροσίνη, και τη Μαρία (Φιλαρέτου), καθώς και δύο μικρότερους αδελφούς, τον Θεμιστοκλή (1836-;) και τον Λεωνίδα (1839-1928), που τον διαδέχθηκε στην πολιτική.

Για τη Χρυσάιδω, 18 χρονών στην Έξοδο, διαβάζουμε στον Τύπο που αναγγέλλει τον θάνατό της πόσο γενναία κατάφερε να γλιτώσει στην Έξοδο λίγο πριν σκοτωθεί, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Σύμφωνα μάλιστα με οικογενειακή παράδοση, «την τρομερή νύχτα της Εξόδου, όπως πολέμαγε στην ακρογιαλιά η τρίτη φάλαγγα από τα σκελετωμένα απομεινάρια της ένδοξης φρουράς και τα γυναικόπαιδα της τραγικής πολιτείας, είδε για μια στιγμή η Ντεληγιώργενα να τρεμοσβήνη στην ανατολή ένα φωτάκι, προς την κατεύθυνση ακριβώς του Άη Γιάννη [παμπάλαιο ξωκλήσι που βρισκόταν μέσα σ’ ένα κτήμα τους], που η ευσεβής καπετάνισσα το εξήγησε σα σημάδι σωτηρίας τους κι αμέσως τάχτηκε γονατιστή στον Άγιο να του ανάψη δυο μεγάλες λαμπάδες στο μπόι του Μήτρου και το δικό της αν τους γλύτωνε. Το θαύμα έγινε, κι εκείνη, όταν γύρισαν ελεύθεροι πια και γεροί στην Πατρίδα, δεν λησμόνησε το τάμα της. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μέχρι το θάνατό της φρόντιζε το καντηλάκι του Άη Γιαννιού να είναι πάντα μέρα και νύχτα αναμμένο».

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-2
Το Μεσολόγγι στις αρχές του 19ου αιώνα. Λιθογραφία, χάραξη St. Aulaire, σχεδίασμα Fauvel (1834, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Ο Επαμεινώνδας γεννήθηκε λιγότερο από τρία χρόνια μετά τα γεγονότα, μέσα στα συντρίμμια που άφησε ο πόλεμος. Γαλουχημένος με τις γενναιόφρονες ιστορίες που άκουγε από τα γεννοφάσκια του, «είχε κληρονομήσει πατρόθεν τον ανυπόκριτον και θερμόν εκείνον έρωτα της πατρίδος, ήτις τόσους απαραμίλλους ηρωισμούς είχεν εμπνεύσει αρτίως εις τους κοσμοπολίτους συμπολίτας του», όπως γράφει η εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Τρίπολη και αργότερα στο Μεσολόγγι, όπου μετατέθηκε ο πατέρας του, μέχρι να φύγουν για την Αθήνα το 1841. Υπήρξε ιδιαίτερα φιλομαθής και μόλις στα 15 βρήκε την κλίση του, με αφορμή τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν ο λαός επαναστάτησε απαιτώντας Σύνταγμα από τον βασιλιά Όθωνα. «Ησθάνθην κλίσιν εις τα πολιτικά· ήμην μάλιστα προωρισμένος διά την ιατρικήν και έκτοτε, καίτοι νέος, ησθάνθην την ανάγκην να παραιτήσω τον προορισμόν τούτον. Ο πατήρ μου, όστις περί την ανατροφήν μοι έδιδε πολλήν ελευθερίαν, μοι το επέτρεψεν», γράφει ο ίδιος. Η αγάπη για το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας κυριάρχησε στη ζωή και τη σταδιοδρομία του.

Η περηφάνια για τον τόπο του τον κάνει να αγανακτήσει όταν, το 1846, πληροφορείται ότι ο Γαρδικιώτης Γρίβας, που στις ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία Καποδίστρια είχε λεηλατήσει την περιοχή Μεσολογγίου, θα ήταν κυβερνητικός υποψήφιος βουλευτής της πόλης. Προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του να πολιτευτεί για να κερδίσει την έδρα, λογοφέρουν χωρίς να τον πείσει και τότε φεύγει μόνος για το Μεσολόγγι, όπου διεξάγει κανονικό προεκλογικό αγώνα βγάζοντας πύρινους λόγους υπέρ του πατέρα του, «όστις ολίγον ή μάλλον ουδαμώς εφρόντιζεν περί πολιτικής επιρροής», και κατά του αντιπάλου, τον οποίο κατακεραυνώνει. Και ο Μήτρος βγαίνει πανηγυρικά βουλευτής Μεσολογγίου ερήμην, χάρη στον 17χρονο γιο του…

Ο ∆εληγεώργης, από το 1859 βουλευτής Μεσολογγίου, κονταροχτυπιόταν συχνά από το 1865 με τον συμπολίτη του Χαρίλαο Τρικούπη, με τον οποίο σε θέματα αρχών δεν τους χώριζαν πολλά. Ο ∆εληγεώργης είχε όμως μεγαλύτερη λαϊκή βάση· εγκάρδιος, καταδεκτικός, «καλοΐσκιωτος», είχε γίνει είδωλο και προστάτης του απλού λαού, που έπεφτε στη φωτιά για χάρη του. Λέγεται πως με τον λόγο του κατάφερνε να μεταστρέψει κάθε αντίπαλο. Σήμα του η κλώσσα και σύνθημα «Κλώσσα με τα π’λια, πώς τα ’βγαλες χρυσά». Στο Μεσολόγγι συχνά περνούσε χρόνο οικογενειακώς, ερχόταν σε επαφή με τον κόσμο, κυνηγούσε και ψάρευε, ασχολιόταν προσωπικά με τα πατρικά κτήματα – οι γνώσεις του ξαφνιάζουν, κρίνοντας από οδηγίες που είχε αφήσει στον αδελφό του Θεμιστοκλή, «στην ολοζώντανη γλώσσα του Μεσολογγίτη ξωμάχου», για το πώς να διαφεντεύει τα οικογενειακά κτήματα. Η ορμητική, όλο ζωντάνια προσωπικότητά του ερχόταν σε αντίθεση με τον φλεγματικό και απόμακρο Τρικούπη.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-3
Γιλέκο από βυσσινί βελούδο, διακοσμημένο με χρυσοκεντήματα. Ανήκε στον Μήτρο Δεληγεώργη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τους δεσμούς με τον τόπο του διατηρούσαν, όσο ο ίδιος ήταν στην Αθήνα, τόσο η Χρυσάιδω όσο και ο αδελφός του Θεμιστοκλής, διαμεσολαβητές στις υποθέσεις των συντοπιτών και ψηφοφόρων του. Ακόμη, η αδελφή του Πηνελόπη, που δεν είχε παιδιά, έγινε ένα είδος υπεύθυνης του πολιτικού του γραφείου – σε επικήδειο που εκφωνήθηκε στην κηδεία της στο Μεσολόγγι, η Πηνελόπη χαρακτηρίζεται ως «ο δεξιότερος παράγων της επαρχιακής πολιτικής περί την οποίαν στρεφομένη έδρα πάντοτε επ’ αγαθώ της ιδιαιτέρας αυτής πατρίδος».

Στη σταδιοδρομία του, ο ∆εληγεώργης εργάστηκε με πάθος για τον τόπο του: όταν ετέθη θέμα ίδρυσης τρίτου Εφετείου στο Μεσολόγγι ή στην Πάτρα, πρωτοστάτησε στις σχετικές κινητοποιήσεις· εργάστηκε για την παραχώρηση της Κλείσοβας με το ιχθυοτροφείο ως οικονομική ενίσχυση του δήμου· επί πρωθυπουργίας του άρχισε η κατασκευή του δρόμου της Τουρλίδας, που ολοκληρώθηκε επί Τρικούπη. Και βέβαια, στο Μεσολόγγι αποσύρθηκε πικραμένος από την πολιτική –ίσως και άρρωστος ήδη– τους τελευταίους μήνες πριν από τον θάνατό του, όπου «διήγε βίον φιλολόγου και κτηματίου συγχρόνως».

«Ο μονογενής υιός της Επαναστάσεως του 1862»

Η χρυσή νεολαία και η έξωση του Όθωνα

Είναι τρεις τα χαράματα της 11ης Οκτωβρίου 1862. Τις προηγούμενες ημέρες έφταναν στην πρωτεύουσα οι ειδήσεις του ξεσηκωμού της Βόνιτσας, του Μεσολογγίου, της Πάτρας κατά της βασιλείας του Όθωνα – η σειρά της Αθήνας, που θα έκρινε την επιτυχία του εγχειρήματος, πλησίαζε. Απεσταλμένος του διοικητή του Πυροβολικού της Φρουράς της Αθήνας, ∆ημητρίου Παπαδιαμαντόπουλου, του στρατιωτικού ηγέτη της επανάστασης, φτάνει κρυφά στην οικία ∆εληγεώργη και τον ειδοποιεί. Είναι η ώρα.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-4
Ο Δημήτριος Βούλγαρης. Χαρακτικό του Etienne Ronjat, βασισμένο σε έργο του Henri Belle, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Il Giro del mondo, στις 14/12/1876 (Dea/Biblioteca Ambrosiana/Getty Images/Ideal Image).

Ο ∆εληγεώργης, ο ιθύνων νους της μεταπολίτευσης του 1862, ο «μονογενής υιός της Επαναστάσεως» (Εφημερίς, 17.5.1879), ξαγρυπνά περιμένοντας το σύνθημα και σημειώνοντας σκόρπιες σκέψεις στο πολιτικό του ημερολόγιο. Ακολουθεί τον απεσταλμένο και φτάνει στον στρατώνα στο Μεταξουργείο, πρώτος από τους πολιτικούς αρχηγούς. «Ο εκ των πολιτικών συνωμοτών την μείζονα δείξας τόλμην και ενέργειαν ην ο Επαμεινώνδας ∆εληγεώργης, […] σπεύσας εις τον στρατώνα του Πυροβολικού», την ώρα που οι παλιοί πολιτικοί αρχηγοί «φόβω και τρόμω συνεχόμενοι εκρύπτοντο», γράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος. Είχαν όλοι υπηρετήσει τον Όθωνα και τώρα περίμεναν να διαπιστώσουν τις διαθέσεις της κυβέρνησης Γενναίου Κολοκοτρώνη και τις πιθανότητες επιτυχίας του κινήματος. Αντίθετα ο ∆εληγεώργης, ιδεολόγος και οραματιστής με βαθιά πίστη στον κοινοβουλευτισμό και στις πολιτικές ελευθερίες, προσβλέπει στην επανάσταση ως μια νέα αρχή που θα απήλλασσε τη χώρα από τον αυταρχισμό και τη δεσποτική ηγεμονία.

Ο Παπαδιαμαντόπουλος ενημερώνει τον ∆εληγεώργη για τις αποφάσεις των στρατιωτικών: για την αρχηγία της επανάστασης κατέληξαν στον παλαιό πολιτικό ∆ημήτριο Βούλγαρη, που θα πλαισιωνόταν από δύο ακόμη. Ο ένας θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα ήταν ο ∆εληγεώργης, τον άλλο θα τον συναποφάσιζαν με τους πολιτικούς. Όταν συγκεντρώθηκαν και οι πολιτικοί, ο παλαιοκομματικός Βούλγαρης επ’ ουδενί δεν αποδέχεται τον ∆εληγεώργη ως μέλος της επαναστατικής τριανδρίας – ίσως φοβάται την ορμητικότητα του αρχηγού της χρυσής νεολαίας της εποχής. Και όχι μόνο· εκφράζονται από πολλούς διαφωνίες και δισταγμοί σχετικά με τη χρησιμότητα της άμεσης κατάργησης της βασιλείας και την έκπτωση της δυναστείας – μήπως να περιοριστούν στο να γίνουν συστάσεις στον βασιλιά για τον τρόπο διακυβέρνησης;

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-5
Άποψη του κτιρίου της Παλαιάς Βουλής, έδρας του Κοινοβουλίου την περίοδο 1875-1935. Σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (πηγή: Γιώργος Ιωάννου, Η Αθήνα μέσα από καρτ ποστάλ του παρελθόντος, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2001).

Ο ∆εληγεώργης, εμβρόντητος με όσα ακούει, δίνει τη μάχη για εφαρμογή των σκοπών της επανάστασης. Στο τέλος, υπαγορεύει, όντας απολύτως προετοιμασμένος, το ψήφισμα της επανάστασης, παραλείποντας πολλά από όσα είχε στον νου του. Καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι του στρατώνα (σήμερα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο), ο γραμματικός σημειώνει:

«Τα δεινά της πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα μετά του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά. Ως δε κοινή απόφασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου κηρύσσεται και ψηφίζεται:

»Η Βασιλεία του Όθωνος καταργείται.

»Η Αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται.

»Προσωρινή κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήση το κράτος μέχρι συγκλήσεως της Εθνικής Συνελεύσεως συγκειμένη εκ των εξής πολιτών: ∆ημητρίου Βούλγαρη, Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου.

»Εθνική Συντακτική Συνέλευσις καλείται αμέσως προς σύνταξιν της Πολιτείας και την εκλογήν ηγεμόνος.

»Ζήτω το Έθνος, Ζήτω η Πατρίς».

∆εν γίνεται λόγος για δήμευση της περιουσίας των βασιλέων, ούτε για κατάργηση Βουλής και Γερουσίας, ούτε για τη συνταγματική μοναρχία ως «αιώνιον πολίτευμα», όπως αρχικά σκεφτόταν ο ∆εληγεώργης.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-6
Πιστόλι που δώρισε ο Λόρδος Βύρων στον Δεληγεώργη όταν αυτός ήταν φρούραρχος στο Μεσολόγγι (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Αργότερα, κι αφού η επανάσταση έχει στεριώσει και ο λαός πανηγυρίζει στους δρόμους επευφημώντας τους αρχηγούς της, οι επαναστάτες καταλήγουν στο Πανεπιστήμιο, όπου στεγάζονταν τότε η Βουλή και η Γερουσία, για να οριστούν τα μέλη της κυβέρνησης. Ξανά ο Βούλγαρης αρνείται κατηγορηματικά να συμπεριλάβει τον ∆εληγεώργη. Εκείνος δυσαρεστημένος αποχωρεί· φεύγοντας ακούει μεγάλο σαματά στην αίθουσα: η νεολαία, συνειδητοποιώντας οργισμένη ότι στην κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε δεν περιλαμβάνεται το όνομα του ∆εληγεώργη, ξεσηκώνεται κατά του Βούλγαρη. «Όμιλος δε νεαρών δημοσιογράφων, περιζώσας τον Βούλγαρην εις το παράθυρον της πανεπιστημιακής αιθούσης, ένθα επρόκειτο να ορκιστή η Προσωρινή Κυβέρνησις, εβίαζεν αυτόν κατά την τελευταίαν στιγμήν να διχοτομήση το Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Παιδείας, ίνα προσλάβη ως όγδοον υπουργόν τον ∆εληγεώργην», γράφει ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βυζάντιος, ο οποίος, μαζί με τον αδελφό του Αναστάσιο, τον επίσης δημοσιογράφο Οδυσσέα Ιάλεμο και τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο, συμμετέχει στις φασαρίες κατά του Βούλγαρη. Πράγματι, ο ∆εληγεώργης ορκίζεται υπουργός Παιδείας της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης του 1862.

Αργότερα στο σπίτι του σημειώνει ότι συνάντησε «δυσκολίας εις την άμεσον κατάργησιν της Βασιλείας, διότι αίφνης ευρέθην εν μέσω του παρελθόντος μεταξύ ανθρώπων, οίτινες δεν εννόουν την επανάστασιν. Φοβούμαι πολύ, ότι θα συμβή εκείνο όπερ προείπον κατά την συνωμοσίαν· θα μετανοήσωμεν παραλαβόντες τους παλαιούς». Τα λόγια του αποδείχθηκαν προφητικά μόλις λίγες μέρες αργότερα, όταν αιματηρά επεισόδια θα συνταράξουν τη χώρα.

Ποια η πολιτική διαδρομή του ∆εληγεώργη μέχρι να ηγηθεί της συνωμοσίας που οδήγησε στην έκπτωση της βαυαρικής δυναστείας; Μετά την Επανάσταση του 1843, που τον οδήγησε στην πολιτική, ο ∆εληγεώργης το 1845 γράφεται στη Νομική Σχολή. Παράλληλα συντάσσει πολιτικά άρθρα για την εφημερίδα Αθηνά του Εμμανουήλ Αντωνιάδη (1791-1863), η οποία πρωτοκυκλοφόρησε το 1832, την εποχή των συνταγματικών ταραχών, ενώ μεταφράζει λόγους πολιτικών από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες. Το 1848, φοιτητής ακόμη, όταν ο απόηχος των φιλελεύθερων επαναστάσεων που σαρώνουν την Ευρώπη φτάνει έως την Ελλάδα, ο ∆εληγεώργης αδημονεί να βρεθεί στην καρδιά των γεγονότων. «Απηλπίσθην ν’ αποσταλώ εις την Ευρώπην», σημειώνει. Κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου πρωτοστατεί ανάμεσα στους νέους που διαδηλώνουν στην Αθήνα φωνάζοντας «Ζήτω η δημοκρατία», προκαλώντας μικροεπεισόδια.

∆υναμικός εκφραστής των αιτημάτων της γενιάς του, σταδιακά γίνεται ο ηγέτης της – η επιρροή που ασκεί στη νεολαία είναι καταλυτική. «Πριν αποκτήση μίαν ψήφον εις την Βουλήν, είχε χειροτονηθή πρωθυπουργός εις την καρδίαν των Ελλήνων. Εβαπτίσθη ηγέτης της νεολαίας· και εάν δε τινες εχλεύαζον την επωνυμίαν, ουδείς ετόλμησε να διαμφισβητήση την νομιμότητα αυτής. Όπου ενεφανίζετο ο ∆εληγεώργης, και αν ήτο μόνος, πάντες ήξευραν ότι ήτο η σημαία, ην παρηκολούθει ολόκληρος στρατός», γράφει ο Αν. Βυζάντιος.

Το 1849 είναι ένας από τους τρεις διδάκτορες της Νομικής που είχε αναδείξει έως τότε το Πανεπιστήμιο. Το επόμενο έτος αρχίζει τη δικηγορία, στην οποία διαπρέπει. «Το 1852 πάρεδρος του Ειρηνοδικείου, του Αρείου Πάγου μετ’ ου πολύ, και συγχρόνως γραμματεύς της Νομοθετικής Επιτροπής», σημειώνει. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται μέσω συνεργάτη του, τότε υπουργού ∆ικαιοσύνης Ιωάννη ∆αμιανού, με τον Υδραίο κτηματία Λάζαρο Γιουρδή – και οι δύο θα τον βοηθήσουν στην καριέρα του. Στο σπίτι του τελευταίου γνωρίζει τη γυναίκα που θα παντρευτεί. Η Ξανθή Γιουρδή, εγγονή του αγωνιστή Μανώλη Τομπάζη από τη μητέρα της, θα γίνει από το 1856 η σύντροφός του και μητέρα των έξι παιδιών τους. Συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους –και πολιτικό σαλόνι– στην οδό Φιλελλήνων απέναντι από τη ρωσική εκκλησία, ο συγγενής και συντοπίτης τους ποιητής Γεώργιος ∆ροσίνης γράφει για εκείνη: «Χωρίς να ανακατεύεται καθόλου στη γενική πολιτική του, περιωριζόταν να κρατή την τάξη και την αρμονία μεταξύ των οπαδών του. […] Γι’ αυτό σε κάθε περίσταση […] την ώριζαν κριτή και διαιτητή: “Να ιδούμε τι λέει και η Κυρία Ξανθή”».

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-7
Η σφραγίδα του πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το 1854, ο ∆εληγεώργης στηλιτεύει με άρθρο του στην εφημερίδα Πανελλήνιον στις 29 Ιουνίου την απερίσκεπτη εθνική πολιτική του Όθωνα που καταλήγει στον αγγλογαλλικό αποκλεισμό του Πειραιά. Ο Όθων δυσαρεστείται, το ίδιο και ο Μήτρος ∆εληγεώργης. Μάταια: «Εγώ εστάθην άκαμπτος· ποτέ δεν ηθέλησα ούτε να παρουσιασθώ εις τον βασιλέα, ούτε να γράψω υπέρ αυτού· πάντοτε ηκολούθησα την φωνήν της συνειδήσεώς μου». Το 1859, επεισόδια γνωστά ως «σκιαδικά» αναστατώνουν την Αθήνα για τρεις μέρες: γυμνασιόπαιδες και φοιτητές με τα σιφναίικα ψαθάκια τους, που είχαν γίνει ένα είδος κώδικα, συγκρούστηκαν με στρατό και αστυνομία διαδηλώνοντας τη δυσαρέσκεια της νέας γενιάς προς την πολιτική κατάσταση. Τον ∆εκέμβριο η νεολαία αποκτά την εφημερίδα της: Το μέλλον της πατρίδος (από το 1861: Το μέλλον της Ελλάδος) με διευθυντή τον Οδ. Ιάλεμο και μαχητικό συντάκτη τον Λεωνίδα ∆εληγεώργη, μικρότερο αδελφό του Επαμεινώνδα. Γύρω της συσπειρώνεται η παλαιά νεολαία της εποχής, ο αντιδυναστικός κύκλος, μεταξύ των οποίων ο Αριστείδης ∆όσιος, που το ίδιο έτος αποπειράται να δολοφονήσει την Αμαλία. Για το γεγονός αυτό συλλαμβάνεται και ο Λεωνίδας ∆εληγεώργης.

29 ∆εκεμβρίου 1859, ο ∆εληγεώργης πρώτη φορά βουλευτής, στην πρώτη του αγόρευση λαμβάνει τον λόγο για το θέμα της απάντησης στον βασιλικό λόγο στο σημείο που αναφέρεται στην εξόφληση των δανείων της χώρας. Βρίσκοντας τη σχετική αναφορά μειωτική για τη χώρα, προτείνει να αλλάξει η διατύπωση, επιχειρηματολογώντας: «Το Ελληνικόν Βασίλειον είναι τόσον μικρόν και το βαρύνον αυτό δάνειον τόσο μέγα, ώστε υπάρχοντος του δανείου τούτου η Ελλάς, δύναταί τις να είπη, διατελεί υπό ζυγόν». Η τροπολογία του απορρίπτεται 139 προς έναν. «Ουδείς εψήφισε μαζύ μου. Ο σπόρος όμως της αντιστάσεως κατά της εξουσίας ερρίφθη εις γην γόνιμον», σημειώνει. Η αίσθηση που κάνει είναι τεράστια, όπως όλες οι αγορεύσεις του, τις οποίες προετοιμάζει επισταμένως με σαφήνεια, άριστη δομή, επιστημονική κατάρτιση και ευστροφία. «Ο ∆εληγεώργης δεν περιωρίζετο εις κενάς διατυπώσεις και αερώδεις κοινοβουλευτικάς καταμηνύσεις. Συνελάμβανε τον ταύρον από των κεράτων και τον έσυρεν κατά γης. Ηρέθιζε τον δήμον, εδημοσίευε τα σκάνδαλα, εστιγμάτιζε τας παρανομίας», γράφει ο Βυζάντιος.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-8
Χαρακτικό που αναπαριστά την αντιοθωνική εξέγερση που ξέσπασε στο Ναύπλιο τον Φεβρουάριο του 1862 (Alamy/Visualhellas.gr).

Τον Φεβρουάριο του 1862 ο ∆εληγεώργης κατηγορείται για συμμετοχή στην εξέγερση του Ναυπλίου, που στοχεύει στην ανατροπή του βασιλιά, και φυλακίζεται. Εκτοπίζεται αιφνιδιαστικά με άλλους πολιτικούς κρατουμένους στην Κύθνο και σε άλλα νησιά, ζώντας κατά διαστήματα σε άθλιες συνθήκες. «Εντός δέκα πήχεων δωματίου ζώμεν είκοσι άνθρωποι, χωρίς ο ήλιος ποτέ να εισέρχηται εν αυτώ, εις δωμάτιον κάθυγρον και σκοτεινόν». Τoυ προτείνουν να δραπετεύσει, όμως αρνείται γιατί πιστεύει ότι έτσι θα πρόδιδε τον λαό. Στην Αθήνα θα επιστρέψει τον Μάιο· τον Οκτώβριο ο Όθων και η Αμαλία θα εγκαταλείψουν οριστικά την Ελλάδα.

Τα Λαυρεωτικά

Η πρώτη ελληνική χρηματιστηριακή παραφροσύνη.

Ένα ζήτημα στο οποίο ο ∆εληγεώργης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ήταν το πολύκροτο «Λαυριακό», γνωστό ως «Λαυρεωτικά», που προκάλεσε την επέμβαση δύο ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας και οδήγησε στην πρώτη στην Ελλάδα μαζική χρηματιστηριακή παραφροσύνη.

Τα μεταλλεία του Λαυρίου ήταν γνωστά από την αρχαιότητα για τα κοιτάσματα αργυρούχου και θειικού μολύβδου. Το 1863, ο Ιταλός μεταλλειολόγος και επιχειρηματίας Giovanni Battista Serpieri υποβάλλει για πρώτη φορά αίτηση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του, εκ μέρους και του Γάλλου τραπεζίτη και ιδιοκτήτη μεταλλείων H. Roux. Η απάντηση του ελληνικού ∆ημοσίου καθυστερεί λόγω αντιδικίας με τον ∆ήμο Κερατέας. Εν τω μεταξύ συστήνεται η εταιρεία Roux-Serpieri, η οποία από το 1864, σε συνεννόηση με τον δήμο, αγοράζει και εξάγει ποσότητες επιφανειακών μεταλλευμάτων, ενώ τον επόμενο χρόνο τής παραχωρείται επίσημα η άδεια εκμετάλλευσης του ορυχείου. Σύντομα τίθεται το θέμα της ιδιοκτησίας των εκβολάδων, των επιφανειακών μεταλλούχων χωμάτων και απορριμμάτων των αρχαίων μεταλλείων και του δικαιώματος της εταιρείας να τις εκμεταλλεύεται. Το θέμα παίρνει τεράστιες διαστάσεις στη Βουλή, στον Τύπο και στην κοινή γνώμη.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-9
Ο πρωθυπουργός Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, χαρακτικό, 1872-1873 (Ψηφιακός Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού «Πανδέκτης», Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών).

Πρωταγωνιστής ο ∆εληγεώργης, ο οποίος, είτε ως πρωθυπουργός είτε στην αντιπολίτευση, δεν παύει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κράτους, αντλώντας από το άριστο νομικό του οπλοστάσιο. Υποστηρίζει πως η εταιρεία δρα σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού ∆ημοσίου, εφόσον δεν έχει δικαίωμα εκμετάλλευσης των επιφανειακών κοιτασμάτων. Στη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του το 1870 (9 Ιουλίου – 1 ∆εκεμβρίου), ο ∆εληγεώργης απορρίπτει αίτημα του Serpieri για εκμετάλλευση των εκβολάδων. Τον Μάρτιο του 1871, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου φέρνει στη Βουλή το νομοσχέδιο «Περί φορολογίας των Λαυριακών εκβολάδων», το πιο πολυσυζητημένο νομοσχέδιο στην έως τότε κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο ∆εληγεώργης καταθέτει στο προεδρείο την πρόταση «Αι εν Λαυρίω μεταλλούχοι εκβολάδες ανήκουσιν εις το Κράτος και διατίθενται προς όφελος του δημοσίου», την οποία υπερασπίζεται σθεναρά σε αγορεύσεις του στη Βουλή.

Ο νόμος που απαγορεύει την εκμετάλλευση ψηφίζεται, προκαλώντας έντονη αντίδραση της εταιρείας, που απευθύνεται στις πρεσβείες Γαλλίας και Ιταλίας, προσδίδοντας διεθνείς διαστάσεις στο θέμα. Απαιτεί αποζημιώσεις εκατομμυρίων, ενώ προτείνει να παραπεμφθεί το ζήτημα σε διεθνές δικαστήριο. Οι επόμενες κυβερνήσεις Κουμουνδούρου και Βούλγαρη απορρίπτουν την ιδέα, προσβλητική για την αξιοπρέπεια της Ελλάδας. Παράλληλα, οι εφημερίδες της εποχής, με προεξάρχουσα τη δεληγεωργική Εφημερίδα των Συζητήσεων, διογκώνουν υπερβολικά την αξία των εκβολάδων, που εμφανίζεται σχεδόν σαν το χρυσό αυγό που θα λύσει τα οικονομικά θέματα του μικρού βασιλείου.

Τον Ιούλιο του 1872, ο Γεώργιος Α΄, θέλοντας να κλείσει άμεσα αυτό το δυνητικά ιδιαίτερα επικίνδυνο ζήτημα, αναθέτει την πρωθυπουργία στον μαχητικό ∆εληγεώργη. Εκείνος αποφασιστικά απορρίπτει το δικαίωμα παρέμβασης της Γαλλίας και της Ιταλίας, ενώ με έκθεση που υποβάλλει στις δύο ξένες κυβερνήσεις, ζητά με ευστροφία να διαχωριστεί το οικονομικό συμφέρον της εταιρείας από το πολιτικό και διπλωματικό ζήτημα. Απορρίπτει τη διεθνή διαιτησία, η οποία θέτει εν αμφιβόλω την εθνική κυριαρχία της χώρας, και προτείνει την προσφυγή της εταιρείας στα ελληνικά δικαστήρια. Ιταλία και Γαλλία αρνούνται, ενώ σταδιακά οι Μεγάλες ∆υνάμεις πιέζουν για την επίλυση της υπόθεσης.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-10
Άποψη των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων του Λαυρίου. Από το έργο του Henri Belle, Voyage en Grece: trois annees en Grece, 1881 (Old Book Images/Alamy/Visualhellas.gr).

Ο ∆εληγεώργης αντιστέκεται στις πιέσεις, ενώ παρασκηνιακά αναζητά τρόπο για την εξαγορά των μεταλλείων. Με συνεχείς διαβουλεύσεις και μελετημένες κινήσεις, κατορθώνει να επιλύσει το ακανθώδες ζήτημα χωρίς, το κυριότερο, να χρειαστεί να υποχωρήσει ή να ταπεινωθεί η χώρα. Τον Φεβρουάριο του 1873, ο ομογενής τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, διαχειριστής της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως και εκπρόσωπος ομίλου επιχειρηματιών, εξαγοράζει την εταιρεία Roux-Serpieri, αποκτώντας την κινητή και ακίνητη περιουσία της, καθώς και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των μεταλλείων και των εκβολάδων με παραχώρηση στο ελληνικό ∆ημόσιο μεριδίου 44% του καθαρού εισοδήματος. Μια τεράστια επιτυχία του ∆εληγεώργη, που ωστόσο αμαυρώθηκε από όσα ακολούθησαν.

Η υπερτίμηση των μετοχών της νέας εταιρείας οδήγησε στο «να μεταβληθούν αι τέως ήσυχαι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι, αι Αθήναι των νοικοκυραίων, των παντοπωλών και των τραμπούκων, εις είδος τι αμερικανικής πόλεως μαινομένων χρυσοθηρών. Η επιχείρησις του Λαυρίου ωρίσθη να γίνη διά μετοχών, από της στιγμής δ’ εκείνης δεν υπήρξεν άνθρωπος ώστε να μη φιλοδοξήση ν’ αποκτήση τοιαύτας, να γίνη συμμέτοχος του μεγάλου έργου», περιγράφει γλαφυρά ο Μιχαήλ Μητσάκης στη νουβέλα του Εις Αθηναίος χρυσοθήρας. Στο πολυσύχναστο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», στη γωνία Ερμού και Αιόλου, «εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελλάς, η Ελλάς των οικογενειών του ’21 και των αναμνήσεων του αγώνος, […] τα θαυμάσια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον διά παντός τρόπου εκ του μηδενός πλουτισμόν […]. Έμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη συνωθούντο εκεί υπό της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις την αυτήν δόνησιν υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυτών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτηθείσας, παν ει τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του εστάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο άσωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής […]. Και ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρήματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ, όπως τοις έλεγαν, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, διά μυστηριώδους αλχημείας, θενά μετουσιούτο αυτομάτως εις χρυσόν»… Το επόμενο διάστημα οι μετοχές θα καταρρεύσουν συμπαρασύροντας ‒μαζί με άλλες αφορμές‒ και την κυβέρνηση ∆εληγεώργη.

«Το Ανατολικό ζήτημα δεν είναι διά τους οδόντας μας»

Στη δίνη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1877-1878).

Είναι Σάββατο 14/26 Ιανουαρίου 1878. Από το απόγευμα, ένας ογκώδης όχλος ξεσπά την οργή του στους δρόμους της πρωτεύουσας. Βίαιη επίθεση στην κατοικία του ∆εληγεώργη κρατά πάνω από δύο ώρες. Ο Τύπος περιγράφει: «Το πλήθος ορμά προς την οικίαν ∆εληγεώργη και εκεί ως κύων λυσσαλέος ορμά, διασπά τα παράθυρα, κατασυντρίβει τους υέλους και τα εν τη οικία έπιπλα μανιωδώς κραυγάζον: “Θάνατον εις τους προδότας”».

Το μεσημέρι, οι Αθηναίοι είχαν πληροφορηθεί εμβρόντητοι από τις εφημερίδες ότι «ο Σουλτάνος απεδέχθη όλους τους υπό της Ρωσσίας προταθέντας όρους, τουτέστι: 1) αυτονομίαν της Βουλγαρίας υπό χριστιανόν ηγεμόνα […]· 2) ανεξαρτησίαν της Ρωμουνίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου και επέκτασιν των ορίων αυτών (Εθνική Φωνή, σ. 3). Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, που είχε αρχίσει τον περασμένο Απρίλιο, μόλις είχε λήξει με νικήτρια τη Ρωσία. Η αμέτοχη Ελλάδα έμενε τώρα με άδεια χέρια. «Και τώρα τι μένει εις ημάς; Τι μένει εις τον ελληνισμόν; Τι μένει εις το έθνος; Εν, εν μόνον ημίν απομένει, μία ηγέρθη κραυγή: η των ενόχων τιμωρία!». Και ένοχο θεωρείται όλο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που δεν φρόντισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, να προετοιμαστεί στρατιωτικώς έγκαιρα και αποτελεσματικά, ώστε να συνδράμει τους αλύτρωτους αδελφούς σε Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο, που απαιτούσαν ένοπλα την ελευθερία τους.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-11
Αλληγορικός πολεμικός χάρτης πολέμου του 1877 με θέμα την «ανατολική κρίση» και τον επακόλουθο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 (Cornell University Library).

Λαός έξω από το Βουλευτήριο (σημ. Μέγαρο Παλαιάς Βουλής) στη Σταδίου ορμά με ρόπαλα να λιντσάρει τον νέο πρωθυπουργό, Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, και τον Θρασύβουλο Ζαΐμη, φωνάζοντάς τους προδότες· εκείνοι μόλις προφταίνουν να βρουν καταφύγιο. Το πλήθος αγριεμένο πληθαίνει σαν χείμαρρος. Αστυνομικοί, που προσπαθούν να το αναχαιτίσουν, δέχονται βροχή από πέτρες. Στην πλατεία Συντάγματος, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ βγαίνει στον εξώστη των Ανακτόρων (σημ. Βουλή), αλλά δεν καταφέρνει να το κατευνάσει. Ο όχλος ορμά στα σπίτια των πολιτικών κραυγάζοντας «Κάτω οι προδότες». Στου Τρικούπη σπάνε με πέτρες τα παράθυρα, στου Ζαΐμη τραυματίζεται η σύζυγός του, στου Κουμουνδούρου, έξαλλο το πλήθος, σπάει την αυλόπορτα και ακολουθούν συμπλοκές με τους φρουρούς του πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα αρκετούς τραυματίες. Οι επιθέσεις κρατούν έως αργά τη νύχτα· σταματούν μόνο βιαίως όταν ο στρατός βγαίνει στους δρόμους της πρωτεύουσας.

Τι έχει προηγηθεί; Στο αρτισύστατο μικρό ελληνικό βασίλειο, η Μεγάλη Ιδέα κυριαρχεί στην κοινή γνώμη και στην πολιτική. Από τα μέσα του αιώνα, όμως, νέες εθνότητες αναδύονται μέσα στο μωσαϊκό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας τα δικά τους δίκαια. Η άνοδος του βουλγαρικού εθνικισμού οδηγεί στην απόσχιση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1875, σύννεφα συσσωρεύονταν ξανά πάνω από τα Βαλκάνια. Τον Αύγουστο, η Ερζεγοβίνη επαναστατεί, πυροδοτώντας αλυσιδωτές εξελίξεις: ξεσηκωμός των Βουλγάρων από τον ∆ούναβη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, βίαιη αντίδραση των Τούρκων με ωμότητες και σφαγές, διπλωματική επέμβαση της Ρωσίας ως προστάτιδας των χριστιανών, συμμαχία Σέρβων και Μαυροβούνιων που επαναστατούν τον Ιούλιο του 1876. Το δίλημμα για την Ελλάδα διαγράφεται καθαρά: πολιτική ουδετερότητας, όπως πρεσβεύουν Αγγλία και Γαλλία, χώρες με συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή στήριξη των Σλάβων –άρα και της Ρωσίας‒ κατά των Οθωμανών με την ελπίδα να αποκομίσει εδαφικά οφέλη;

Για τον ∆εληγεώργη, η απάντηση είναι σαφής: ουδετερότητα, έως ότου η Ελλάδα να είναι τόσο ισχυρή –οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά‒ ώστε να είναι σε θέση να κερδίσει ζωτικά εδάφη από την Τουρκία. Ο έντονος αντισλαβισμός του αυξάνεται παράλληλα με την άνοδο του βουλγαρικού εθνικισμού. Πιστεύει ακράδαντα πως η θέση της Ελλάδας είναι στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ειδικά η Αγγλία, με την ισχυρή κοινοβουλευτική παράδοση και το πανίσχυρο ναυτικό της, είναι ο σύμμαχος που χρειάζεται η μικρή νησιωτική Ελλάδα, φάρος του πολιτισμού στην Ανατολή. «Είμεθα το μόνον Κοινοβούλιον, το οποίον υπάρχει εις την Ανατολήν, και υπό του Ελληνισμού θεωρούμεθα το κέντρον», διατρανώνει στη Βουλή. Μέχρι να έρθει η ώρα που η Ελλάδα θα μπορέσει να υποκαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο ∆εληγεώργης υποστηρίζει με ζέση τη διατήρηση καλών σχέσεων μαζί της. Στόχος της πολιτικής του δεν είναι να λύσει το Ανατολικό ζήτημα· «Το Ανατολικό ζήτημα δεν είναι διά τους οδόντας μας», θα υποστηρίξει στη Βουλή. «Ναι, κύριοι, ημείς δεν ησπάσθημεν, δεν επροκηρύξαμεν ούτε την μεγάλην ιδέαν, ούτε ότι ερχόμεθα εις τα πράγματα διά να λύσωμεν το Ανατολικό ζήτημα». Η πολιτική αυτή συχνά του στοίχιζε σε δημοφιλία· κατηγορήθηκε έντονα ως φιλότουρκος.

Ήδη μία δεκαετία νωρίτερα, ο ∆εληγεώργης είχε μιλήσει προφητικά στη Βουλή: «Ναι, κύριοι, εγνώριζα ότι ήθελον μας αποκαλέσει προδότας και ήθελον γράψη εις τας εφημερίδας ότι προδίδομεν τας μεγάλας ιδέας· εγνώριζον ότι ήθελον ακούσε μίαν ημέραν εις την Βουλήν, ότι η κυβέρνησις εκείνη εμπόδισε την επανάστασιν της Ηπείρου και Θεσσαλίας. Αλλ’ αφού, κύριοι, αφού εσχηματίσαμεν, ψυχρώς σκεπτόμενοι, αυτήν την πεποίθησιν, έπρεπε να την υποστηρίξωμεν».

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-12
«Τα σκυλιά του πολέμου». Σατιρικό σκίτσο που δημοσιεύθηκε στο Punch, στις 17/6/1876, και απεικονίζει τη Ρωσία να εμποδίζει τις βαλκανικές χώρες να επιτεθούν στην Τουρκία.

Ήταν στη διάρκεια της τριετούς αιματηρής Κρητικής Επανάστασης του 1866, που συγκλόνισε τον κόσμο, όταν υπηρετούσε την κυβέρνηση Βούλγαρη ως υπουργός Εξωτερικών. Τότε ο ∆εληγεώργης φρόντιζε μυστικά για την ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, καθώς πίστευε στο δίκαιο του αγώνα τους. Θεωρούσε όμως την Κρήτη ξεχωριστή περίπτωση, έναν τόπο του οποίου το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα είχε καθαγιαστεί από τις θυσίες του. Και τότε υποστήριζε στη Βουλή (συνεδρίαση της 30ής Νοεμβρίου 1867): «Αν ήμεθα απλώς άτομα, αν απητείτο μόνον μεταξύ ημών να εκφράσωμεν αισθήματα, και ημείς ηθέλομεν εκφράσει τα αυτά, ότι δηλαδή η Ελλάς έπρεπε να είναι ο σημαιοφόρος εις την Ανατολήν, ότι η Ελλάς, ως το πρώτον εν αυτή χριστιανικόν βασίλειον, έπρεπε νυχθημερόν να εργάζηται και να προσπαθή διά την εξακολούθησιν της Παλιγγενεσίας και την ελευθερίαν των δούλων ελληνικών λαών· ως κυβέρνησις όμως έχομεν άλλα καθήκοντα, έτερος τρόπος μας επιβάλλεται του συλλογίζεσθαι, έτερος τρόπος εις τα προκηρύξεις, έτερος εις τας πράξεις. Χάνονται τα έθνη, αφανίζονται όταν δεν κυβερνώνται με τοιαύτην περίσκεψιν και των οποίων οι κυβερνώντες δεν θέτουσι τοιούτους περιορισμούς εις την πολιτικήν των».

Πίσω στα γεγονότα: Οι Σέρβοι σύντομα θα καταρρεύσουν και με πρωτοβουλία της Αγγλίας συγκαλείται διάσκεψη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα, το γεγονός προκαλεί πολεμική έξαψη: τα ελληνικά δίκαια δεν πρέπει να αγνοηθούν. Ηχηρά πολεμικά συλλαλητήρια αναστατώνουν την πρωτεύουσα. Τον Σεπτέμβριο του 1876, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ξεσηκώνει στην Πνύκα τα πλήθη, που διαδηλώνουν υπέρ του πολέμου και του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου πέφτει· καμία από τις επόμενες δεν αντέχει για πολύ.

Στη ∆ιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης, που αρχίζει τον ∆εκέμβριο του 1876, η Ελλάδα αγνοείται εντελώς. Οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να έλθουν σε συνεννόηση με τους βαλκανικούς λαούς και να εξασφαλίσουν διαβεβαιώσεις από τις Μεγάλες ∆υνάμεις υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Στις 26 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου 1877, ο ∆εληγεώργης σχηματίζει κυβέρνηση με ισχνή πλειοψηφία, αρνείται όμως να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση και δεν συνεχίζει την πολιτική των συμμαχιών. Θεωρεί ότι έχει το χρονικό περιθώριο να ανασυγκροτήσει την οικονομία και να αναδιοργανώσει τον στρατό. Εν τω μεταξύ, όμως, η Τουρκία απορρίπτει πρωτόκολλο των Μεγάλων ∆υνάμεων για μεταρρυθμίσεις· τον Απρίλιο του 1877, η Ρωσία τής κηρύττει τον πόλεμο – η Ρωσία έχει διαμηνύσει καθαρά στην Ελλάδα ότι θα ευνοούσε απόλυτα επαναστάσεις των ελληνικών πληθυσμών στα οθωμανικά εδάφη.

Πράγματι, στις υπόδουλες περιοχές ‒Κρήτη, Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία‒ επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός. Ο ελληνικός Τύπος κραυγάζει για τον ξεσηκωμό της Ελλάδας. Η κυβέρνηση ∆εληγεώργη πέφτει παταγωδώς στις 16/28 Μαΐου. Σε ηλεκτρισμένα συλλαλητήρια, ο λαός απαιτεί τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης, ικανής να οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο. Σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον γηραιό, κοινής αποδοχής Κωνσταντίνο Κανάρη· ο ∆εληγεώργης ορίζεται υπουργός Οικονομικών. Καθώς δεν υπάρχει χρόνος για σοβαρή στρατιωτική προετοιμασία, προκρίνεται η υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων, ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια εξασφάλισης εγγυήσεων από την Αγγλία. Η αρνητική απάντηση της τελευταίας και η ήττα της Ρωσίας στην Πλεύνα τον Ιούλιο του 1877 φαινομενικά δικαιώνουν τον ∆εληγεώργη, που προειδοποιεί στη Βουλή ότι η ανεπαρκώς εξοπλισμένη Ελλάδα κινδυνεύει με ολοκληρωτική καταστροφή αν βγει στον πόλεμο. Τον Σεπτέμβριο πεθαίνει ο Κανάρης, αφήνοντας την κυβέρνηση ακέφαλη, με υπουργούς διαφωνούντες. Στις αρχές του 1878, το κλίμα αναστρέφεται, καθώς οι Ρώσοι προελαύνουν νικηφόρα. Η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος. Αποφασίζει ‒με τη σύμφωνη γνώμη του ∆εληγεώργη‒ να τεθεί ο στρατός σε κατάσταση πολέμου και να δοθεί το σύνθημα της κήρυξης των επαναστατικών κινημάτων. Και ενώ όλα είναι έτοιμα, πληροφορίες δίνουν την εντύπωση ότι επίκειται άμεση συνθηκολόγηση των Τούρκων. Ο ∆εληγεώργης αίρει τη στήριξή του στις πολεμικές αποφάσεις – ο βίος της οικουμενικής κυβέρνησης λήγει μέσα στις διαφωνίες.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-13
Χάρτες που απεικονίζουν τα ευρωπαϊκά σύνορα μετά τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878) και του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878).

Νέος πρωθυπουργός (12/24 Ιανουαρίου) ο Κουμουνδούρος, αποφασισμένος να οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο. ∆εν θα προλάβει. Το μοιραίο Σάββατο τα επεισόδια στην Αθήνα ξεσπούν. Γεγονός είναι ότι η έχθρα που φανερώθηκε κατά την επίθεση στην κατοικία του ∆εληγεώργη εκείνο το Σάββατο του Ιανουαρίου του 1878, αυτή η ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής του, είναι η αφορμή για να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική. Σε επιστολή του προς κομματικούς του φίλους αναφέρει πως, αν κοιτάξουν μέσα και έξω από τη Βουλή, θα αναγνωρίσουν ότι τους λείπει η δύναμη για μεγάλες επιτυχίες· λόγια που εκφράζουν απογοήτευση ‒ ίσως είναι ήδη άρρωστος. Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις τον είχαν ξεπεράσει. Πολλές από τις θέσεις του σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την εξωτερική πολιτική εξέφραζε πλέον ο Χαρίλαος Τρικούπης.

Τον Ιούλιο του 1878 θα υπογραφεί η Συνθήκη του Βερολίνου, που θα οδηγήσει το 1881 στην αναίμακτη ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, δικαιώνοντας μακροπρόθεσμα ‒και μετά θάνατον‒ την πολιτική του ∆εληγεώργη.

Ο πρόωρος θάνατος

«Η θυσία του δεν εξετιμήθη».

Ο Επαμεινώνδας ∆εληγεώργης άφησε την τελευταία του πνοή τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Μαΐου 1879, ενάμιση χρόνο μετά τα γεγονότα που έδωσαν την αφορμή για την απομάκρυνσή του από την πολιτική. Ο θάνατός του συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και ένωσε όλες τις παρατάξεις: «∆εν ειξεύρομεν εάν θα αποδώση τω νεκρώ τιμάς η κυβέρνησις και οποία, τούτο όμως είναι βέβαιο, ότι τον ∆εληγιώργην του θα κηδεύση σήμερον ο λαός», γράφει η Εφημερίς.

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος «εκδηλών την χθεσινήν της Ελλάδος ανησυχίαν, περίλυπος ώραν μακράν παρέμεινε παρά την κλίνην εν η ηγωνία ο ∆εληγιώργης, και δι’ απελπιστικών λόγων εξέφραζε την οδύνην του», και του παραστάθηκε τις τελευταίες του ώρες. Ο ίδιος στον επικήδειο που εκφώνησε αναφέρθηκε στα τελευταία γεγονότα που τον πίκραναν: «Παρεξηγήθη και ο ∆εληγεώργης πολλάκις, όπως και άλλοι όμοιοί του· όταν δε εσχάτως συνεπράττομεν μετά του εντίμου κ. Ζαΐμη, διότι η ανάγκη της πατρίδος μας το επέβαλλε κατά την πεποίθησίν μας, Τι πράττεις μ’ έλεγον; συνεργάζεσαι μετ’ ανθρώπου έχοντος βιαιότατον χαρακτήρα; Και όμως εύρον τον ∆εληγεώργην ενθερμότατον υποστηρικτήν της τάξεως και της βασιλείας. ∆εν σε γνωρίζω, τω είπον μίαν ημέραν, ∆εληγεώργη· έχεις δίκαιον, μοι απεκρίθη, διότι μελετάς το αντίγραφον και όχι το πρωτότυπον· με αντέγραψαν κακώς».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο συμπολίτης του Χαρίλαος Τρικούπης εκφώνησε λόγο εκ μέρους του Μεσολογγίου: «Η θυσία του δεν εξετιμήθη», γιατί το πλήθος έκρινε τις πράξεις της κυβέρνησης «ασχέτως προς το εφικτόν» και αποβλέποντας «μόνον εις το εφετόν». Ως απολογισμό του έργου του, καταθέτει: «Ανέδειξεν ο ∆εληγιώργης το αρτιγενές ημών βήμα εφάμιλλον των παλαιοτέρων της Ευρώπης βημάτων, την δ’ ισχύν, ην το βήμα εχορήγει αυτώ, αφιέρου ολόκληρον εις τον υπέρ των ελευθεριών του λαού αγώνα και διά τούτων εις την εξυπηρέτησιν της εθνικής του ελληνισμού παλιγγενεσίας· η δε παρ’ αυτού διαχείρισις της εκτελεστικής εξουσίας, το εδραίον των πεποιθήσεων, το ακέραιον του χαρακτήρος, η υψηλοφροσύνη εφείλκυον επί την κυβέρνησιν τον σεβασμόν των πολιτών και την εκτίμησιν των ξένων».

Ο θάνατος του Επαμεινώνδα ∆εληγεώργη άφησε την οικογένειά του καταχρεωμένη. «Αποθνήσκει δε φέρων ως υπέρτιμον παράσημον την πενίαν, εν η εγκαταλείπει μεγάτιμον σύζυγον και εξ τρυφερά τέκνα», αναφέρει ο Ζαΐμης στον δικό επικήδειο λόγο. Όπως φαίνεται από το αρχείο της οικογένειας, ∆εληγεώργης χρωστούσε μεγάλα ποσά, έχοντας υποθηκεύσει κτηματική περιουσία στο Μεσολόγγι. Κινητοποίηση πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων με πρωτεργάτη τον αδελφό του Λεωνίδα αποσκοπούσε στη μερική διαγραφή χρεών, την εξασφάλιση χρηματικού ποσού καθώς και υποτροφιών για τις σπουδές των δύο γιων του. Την ημέρα της κηδείας ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ με βασιλικό διάταγμα απένειμε σύνταξη 500 δρχ. μηνιαίως στην οικογένεια. Αν και εν ζωή, ο ∆εληγεώργης δεν αποδέχτηκε καμία τιμή, μετά θάνατον του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος.

Την ημέρα της κηδείας, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε από νωρίς έξω από την οικία ∆εληγεώργη πλημμυρίζοντας την πλατεία Συντάγματος. Τα εμπορικά καταστήματα στις εμπορικές οδούς Ερμού και Αιόλου έκλεισαν. Στον νεκρό απονεμήθηκαν τιμές στρατηγού, ενώ η κηδεία έγινε πάνδημη. Ανάμεσα στα στεφάνια, κι εκείνα που κατέθεσαν «οι φοιτηταί του Εθνικού Πανεπιστημίου» και «οι μαθηταί του εν Μεσολογγίω Γυμνασίου»…

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-14
Χειρόγραφο του ποιήματος του Μιλτιάδη Μαλακάση για τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη (Alamy/Visualhellas.gr)

Όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, από το πρωί οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, ενώ η αγορά έκλεισε. Ο δήμος ανέλαβε τα έξοδα της κηδείας, ενώ σύσσωμη η πόλη απαίτησε να ταφεί ο νεκρός στο Ηρώον. Καθώς αυτό δεν κατέστη δυνατό, η καρδιά του τάφηκε στον Κήπο των Ηρώων, ανάμεσα στους υπερασπιστές της πόλης. Παρέμεινε εκεί έως το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Καθώς κατά την επιστράτευση τμήμα του Κήπου των Ηρώων χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του στρατού, ένα άλογο που αφηνίασε κατέστρεψε το ξύλινο μνημείο του ∆εληγεώργη. Μετά το γεγονός, η οικογένεια φρόντισε για τη μεταφορά του κιβωτίου με την καρδιά στον τάφο του στην Αθήνα.

Από τα παιδιά του ∆εληγεώργη, ο πρωτότοκος ∆ημήτριος (1860-;, άγαμος) έφτασε τον βαθμό του αρεοπαγίτη. Ακολουθούν η Πηνελόπη, σύζυγος Αλέξανδρου Ι. Περόγλου, η Ελένη (;-1947), σύζυγος Νικολάου Φιλάρετου, η Μαρία (άγαμη), ο Κωνσταντίνος (1876-1914;), αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, και η Ελίζα, που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει (1878-1966), μετέπειτα σύζυγος του ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943). Ο τελευταίος έγραψε τη χρονιά του γάμου του, το 1908, σε στίχους τις αναμνήσεις του από τον θάνατο του πεθερού του:

«Θυμάμαι κάποιες πένθιμες καμπάνες να χτυπούν

μπαλκόνια μαυροφορεμένα.

Τα πρόσωπα όλα σκυθρωπά, πικρά τα χείλη να σιωπούν,

θυμάμαι, μάτι αδάκρυτο κανένα…

Από το χέρι μ’ είχανε παιδί γυναίκες του λαού

θυμάμαι το συλλείτουργό του

κι έκλαια μαζί τους σιωπηλά το θάνατο σαν κάποιου θεού,

εκείνου του πατριώτου μας του πρώτου».

Ο ∆εληγεώργης πέθανε πικραμένος για την απόρριψη της πολιτικής του, έχοντας χάσει τη στήριξη της νεολαίας, που κάποτε τον αποθέωνε. Όμως, το αποτύπωμα που άφησε στους συγχρόνους του αποδίδεται έξοχα σε μια ποιητική περιγραφή του Μεσολογγίτη Κωστή Παλαμά, που δημοσιεύτηκε με ψευδώνυμο στην «Εστία» (7.12.1896): «Όταν κατά τον Μάιον του 1879 από του οίκου της οδού των Φιλελλήνων εξεχύθη μία στυγνοτάτη απερίγραπτος κραυγή ‘απέθανεν ο ∆εληγιώργης!’, και από στόματος εις στόμα διεδόθη εις τον συνοιθρισμένον πέρα ως πέρα κόσμον, ο κόσμος εκείνος ησθάνθη έξαφνα μίαν μαγείαν να λύεται, κάτι ως άστρον να σβύνεται, όχι από τα πλάτη του ουρανού, αλλ’ από τα βάθη της καρδίας του· ήτο το θέλγητρον της νεότητος, όπερ έφερε μαζί του εις το μνήμα ο ∆εληγεώργης. Και εθρήνησεν εν τω θανάτω εκείνου την απώλειαν όχι τόσον του εξόχου πολιτικού και του απαραμίλλου ρήτορος, όσον την απώλειαν μίας ωραιότητος, από εκείνας άνευ των οποίων ο βίος, εις οποιονδήποτε κύκλον της ενεργείας του, αποβαίνει άχαρις και πεζός».

Βιβλιογραφία
Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, Λόγοι Πολιτικοί 1863-1877, Αθήνα 1880.
Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, Πολιτικά Ημερολόγια – Πολιτικαί Σημειώσεις – Πολιτικαί Επιστολαί, Μέρος Πρώτον 1859-1862, Αθήνα 1896.
Κώστας Μάγερ, Δεληγεώργης – Η ψυχή της επαναστάσεως του 1862, Αθήνα 1963.
Κωνστ. Π. Πετροπούλου, Μεσολογγίτικες Εθνικές Δόξες. Οι πέντε Μεσολογγίτες πρωθυπουργοί, Αθήναι 1971.
Ευάγγελος Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-1881, Αθήνα 2001.
Ελπίδα Κ. Βόγλη, Έργα και Ημέραι Ελληνικών Οικογενειών 1750-1940, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2005.
Μαρία Κεκροπούλου, Το Λαυρεωτικό ζήτημα (1870-1873). Ο ρόλος του κράτους και της διπλωματίας, διδακτ. διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2007.
Ανδρέας Αθαν. Αντωνόπουλος, Επαμεινώνδας Δ. Δεληγεώργης, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό, Αθήνα 2012.

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης – «Το αηδόνι της Βουλής»-15
Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης το 1870 (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT