Γεννημένος το 1894 σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον των Αθηνών, ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Μελάς άφησε ισχυρό το αποτύπωμά του κατά τη διάρκεια του μακρού βίου του. Στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, επανειλημμένα υπουργός και βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων και την Ενωση Κέντρου, ο Μελάς υπήρξε πάνω απ’ όλα ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες διπλωμάτες του 20ού αιώνα. Ανήκε στη γενιά των διπλωματών που εισήλθαν στην υπηρεσία τα δύσκολα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και του Μεσοπολέμου, παίζοντας σημαντικό ρόλο όχι μόνον ως διαχειριστές, αλλά και ως διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ακόμη τα ονόματα του Χρήστου Ξανθόπουλου-Παλαμά, του Παναγιώτη Πιπινέλη, του Νικολάου Χατζηβασιλείου και του Αλέξη Κύρου.
Οικογενειακή παράδοση
Η ενασχόληση του Μελά με τη διπλωματία και ευρύτερα με την πολιτική υπήρξε σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Εχοντας ενηλικιωθεί σε μια οικογένεια βαθιά πολιτικοποιημένη και με πολυετή συνεισφορά στους αγώνες εθνικής ολοκλήρωσης, βίωσε από νεαρή ηλικία την απογοήτευση για την αποτυχία του πολιτικού συστήματος να προωθήσει το μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες. Το γεγονός, όμως, που σημάδεψε ανεξίτηλα τα εφηβικά του χρόνια ήταν ο θάνατος του Παύλου Μελά, πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του Βίκτωρος, στα τέλη του 1904. Ηταν άραγε οι οικογενειακές καταβολές και η αίσθηση καθήκοντος οι παράγοντες που «ώθησαν» τον Γεώργιο Μελά, μετά την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων τον Οκτώβριο του 1912, να εγκαταλείψει τις σπουδές του στη Νομική και να σπεύσει στο μέτωπο των επιχειρήσεων; Πιθανότατα ναι, αφού λόγω της ηλικίας του δεν ήταν υποχρεωμένος σε στράτευση, γι’ αυτό και κατετάγη εθελοντής («πρόσκοπος») σε ένα από τα Σώματα Κρητών που έδρασαν κατά τη διάρκεια των πολέμων.
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, ο Μελάς επέστρεψε στην Αθήνα, περνώντας με επιτυχία τις εξετάσεις για την απόκτηση του πτυχίου Νομικής. Το 1915 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα, ακολουθώντας τα βήματα του μεγαλύτερου αδελφού του, Λέοντος. Τα χρόνια αυτά, η διαφωνία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για την είσοδο ή όχι της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα προσλάμβανε διαστάσεις επώδυνου διχασμού, που θα διαιρούσε το έθνος για τις επόμενες δεκαετίες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το δίλημμα για τον Μελά ετέθη με τρόπο επιτακτικό: θα έμενε πιστός στις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις των Αθηνών που σχηματίστηκαν μετά τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915; Ή θα συντασσόταν με τον Βενιζέλο, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1916 προχώρησε στον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη; Αν και οι περισσότεροι διπλωματικοί υπάλληλοι παρέμειναν νομιμόφρονες στον Κωνσταντίνο, ο Μελάς προσχώρησε στην επαναστατική κυβέρνηση. Η άφιξή του στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας τον Οκτώβριο του 1916 θα σηματοδοτούσε την απαρχή μιας πολυετούς συνεργασίας και ειλικρινούς φιλίας με τον Βενιζέλο, που θα σημάδευε τον Μελά για ολόκληρο τον πολιτικό βίο του.
Γνήσιος φορέας του βενιζελισμού
Μετά το τέλος της παγκόσμιας αναμέτρησης, ο Μελάς συμμετείχε στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας. Εκεί υπήρξε κοινωνός των διπλωματικών χειρισμών του Βενιζέλου, οι οποίοι οδήγησαν στις 28 Ιουλίου 1920 στον θρίαμβο της Συνθήκης των Σεβρών. Μετά την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ο Μελάς παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία και μετέβη στη Μικρά Ασία, όπου η ελληνική εκστρατεία ήταν σε εξέλιξη. Τον Αύγουστο του 1921 έλαβε μέρος στις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις στον ποταμό Σαγγάριο και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της μάχης του Ταμπούρ Ογλού.
Μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ο Μελάς εκλήθη από την «Επανάσταση» των Πλαστήρα – Γονατά να επανέλθει στο υπουργείο Εξωτερικών. Το 1925 ο Μελάς παντρεύτηκε την Ιουλία Σαλβάγου, εγγονή του Εμμανουήλ Μπενάκη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Λέοντα και τον Μιχαήλ. Τρία χρόνια αργότερα ανέλαβε προϊστάμενος της Α΄ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών. Από τη θέση αυτή συνεργάστηκε στενά με τον Βενιζέλο κατά την περίοδο της τελευταίας πρωθυπουργίας του (1928-1933).
Η εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε ο Βενιζέλος επιβεβαιώθηκε στις αρχές του 1933, όταν η αντιβενιζελική παράταξη επικράτησε στις εκλογές. Τότε ακριβώς, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων ζήτησε από τον Μελά να παραμείνει στο υπουργείο Εξωτερικών, κρίνοντας ότι η παρουσία του αποτελούσε εγγύηση για τη συνέχιση της εξωτερικής πολιτικής των ετών 1928-1932. Εως και τον Ιούλιο του 1933, όταν τελικά υπέβαλε την παραίτησή του διαφωνώντας με επιλογές της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ο Μελάς διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη συνέχιση της «βενιζελικής» εξωτερικής πολιτικής. Για τα επόμενα τρία χρόνια (1933-1936) έγινε μόνιμος συνεργάτης της βενιζελικής εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», από τις στήλες της οποίας αρθρογραφούσε με αντικείμενο τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα και τις πολιτικές εξελίξεις.
Διαφωνία για το Κυπριακό – Το καλοκαίρι του 1958, έπειτα από παραμονή τεσσάρων ετών στη θέση του επικεφαλής της πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, παραιτήθηκε διαφωνώντας με χειρισμούς της κυβέρνησης Καραμανλή για την επίλυση του Κυπριακού.
Μακρά πορεία στην πολιτική
Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ο Μελάς εξελέγη βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων. Ηταν το πρώτο βήμα μιας μακράς πορείας στην πολιτική ζωή της χώρας, η οποία θα διαρκούσε τριάντα χρόνια. Ωστόσο, η πρώτη θητεία του στο Κοινοβούλιο θα έληγε πρόωρα λόγω της επιβολής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Το επόμενο διάστημα ο Μελάς θα κινείτο παρασκηνιακά για την ανατροπή της δικτατορίας, κυρίως ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, μυστικής αντικαθεστωτικής οργάνωσης που ιδρύθηκε στις αρχές του 1938. Ωστόσο, οι προσπάθειες της Φιλικής Εταιρείας απέτυχαν, αφού στα τέλη του 1938 το καθεστώς Μεταξά προχώρησε στη σύλληψη δεκάδων στελεχών της οργάνωσης (συμπεριλαμβανομένου του Μελά), θέτοντας τέλος στη δράση μιας φιλόδοξης αντικαθεστωτικής προσπάθειας του πολιτικού κόσμου.
Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ο Μελάς παρέμεινε στην Αθήνα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας θα ασχολείτο και πάλι με την πολιτική. Στις αρχές του 1945 ανέλαβε υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το επόμενο διάστημα θα επεδείκνυε έντονη δραστηριότητα για την προβολή των εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδας στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, με έμφαση στη Βόρειο Ηπειρο. Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 ο Μελάς εξελέγη βουλευτής και πάλι με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Στα τέλη της δεκαετίας θα αναλάμβανε υπουργός Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις του Θεμιστοκλή Σοφούλη (7 Μαΐου 1948 – 30 Ιουνίου 1949) και του Αλέξανδρου Διομήδη (30 Ιουνίου 1949 – 6 Ιανουαρίου 1950). Αν και δεν εξελέγη βουλευτής το 1950, ασχολήθηκε ενεργά με την προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων και το 1954 μετέβη στις ΗΠΑ ως μέλος της Επιτροπής Διαφωτίσεως για το Κυπριακό.
Στέλεχος του Κέντρου
Το φθινόπωρο του 1954 ο Μελάς ανέλαβε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, ύστερα από πρόσκληση που του απηύθυνε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος. Το γεγονός ότι ο Μελάς είχε διαφορετικές πολιτικές καταβολές δεν λειτούργησε ανασταλτικά στην απόφαση του Παπάγου να του αναθέσει τη διεύθυνση μιας πρεσβείας εξαιρετικά κρίσιμης για την πορεία του Κυπριακού, γεγονός που καταδεικνύει την ευρύτερη αποδοχή και την εκτίμηση που απολάμβανε ως ένας εκ των ικανότερων διαχειριστών των εξωτερικών υποθέσεων.
Παρέμεινε στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον για τέσσερα έτη, καταβάλλοντας σύντονες προσπάθειες για τη σύσφιγξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και τη διασφάλιση της αμερικανικής υποστήριξης για τις ελληνικές υποθέσεις. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1958 ο Μελάς παραιτήθηκε, διαφωνώντας με χειρισμούς της κυβέρνησης Καραμανλή για την επίλυση του Κυπριακού. Εξάλλου, ο Μελάς ήταν φορέας διαφορετικών αντιλήψεων όσον αφορά τη διαδικασία διευθέτησης του εθνικού ζητήματος, επικρίνοντας την ελληνική κυβέρνηση για την απροθυμία της να αναλάβει ρόλο αυτού που ονομάστηκε μεταγενέστερα «εθνικό κέντρο», ρόλο αυτονόητο για έναν διπλωμάτη με βενιζελικές καταβολές.
Ιστορική έρευνα – Καθήκον της ιστορικής κοινότητας είναι να αναδείξει με μέθοδο αυστηρά επιστημονική τον ρόλο των διπλωματών, που παρά τα λάθη και τις αδυναμίες τους κατάφεραν να κρατήσουν υψηλά το κύρος του υπουργείου
Εξωτερικών σε καιρούς χαλεπούς.
Μετά την αποχώρησή του από την πρεσβεία της Ουάσιγκτον ο Μελάς επανήλθε στην ενεργό πολιτική, συνεχίζοντας την κριτική του στην ελληνική κυβέρνηση ως αρθρογράφος του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 εξελέγη βουλευτής, αυτή τη φορά με την Ενωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, στην κυβέρνηση του οποίου διετέλεσε υπουργός Εμπορίου (19 Φεβρουαρίου 1964 – 6 Ιανουαρίου 1965). Μετά την κρίση των «Ιουλιανών», ο Μελάς υποστήριξε τις κυβερνήσεις των λεγόμενων «αποστατών». Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα και υπουργός Ανευ Χαρτοφυλακίου (17 Σεπτεμβρίου – 5 Οκτωβρίου 1965) και Οικονομικών (5 Οκτωβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966) στην κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου. Τελικά, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 θα έθετε τέλος στην πολιτική δράση του Μελά.
Οταν ο Μελάς απεβίωσε στις 13 Απριλίου 1985 ήταν ένα πρόσωπο σχεδόν λησμονημένο. Το γεγονός ότι μετείχε στις κυβερνήσεις των «αποστατών» θεωρήθηκε επαρκής λόγος ώστε να περάσει στη λήθη, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη διανύσει μια πορεία μισού αιώνα ενασχόλησης με την πολιτική και τη διπλωματία ως γνήσιος φορέας και συνεχιστής των αρχών του βενιζελισμού. Για διαφορετικούς λόγους, την ίδια «τύχη» –εκείνη της λήθης– είχαν και άλλες κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής διπλωματίας του περασμένου αιώνα. Καθήκον της ιστορικής κοινότητας και ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με το πεδίο της Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων είναι να αναδείξουν με μέθοδο αυστηρά επιστημονική τον ρόλο των ανθρώπων αυτών, που παρά τα λάθη και τις αδυναμίες τους κατάφεραν να κρατήσουν υψηλά το κύρος του υπουργείου Εξωτερικών και της διπλωματικής υπηρεσίας σε καιρούς χαλεπούς για την Ελλάδα και τον ελληνισμό.
*Ο κ. Μανόλης Κούμας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

